Γεωργίου Κονίδη
Μελαγχολικά μεσημέρια στην καρδιά της ημέρας, ψυχές γελασμένες, χαμένες μέσα στον χρόνο αναζητούν, απλώνουν χέρια, αναστενάζουν και κλαίνε που δεν άκουσαν το ξανθό κοριτσάκι που ξεψύχησε πριν τέσσερα χρόνια στην Πλατεία της Ελευθερίας, σε μία γωνιά που τώρα υπάρχει ο βρόμικος σκουπιδοτενεκές και απέναντι η νοικοκυρά του ισογείου με μία λεκάνη αδειάζει τα βρομόνερα στο πεζοδρόμιο.
Το τζάμι έσπασε, ράγισε από τα καυτά δάκρυα της γυναίκας, που κρατάει ένα μωρό στην αγκαλιά της διπλά στο εκκλησάκι, το σπίτι με το κόκκινο φωτάκι διπλά στην εκκλησία, τα γκρεμισμένα όνειρα, οι σάρκες που ενώνονται σαδιστικά, το πούλημα, ο εξευτελισμός, η εκμετάλλευση μέσα στο δωμάτιο, λερωμένα σεντόνια και γυμνό κορμί χιλιοχρησιμοποιημένο από αμαρτωλούς πόθους, κουρέλια οι σκέψεις μας σαν αναλογιστούμε αυτή την ημέρα του χρόνου, ο ήχος κιθάρας ψιθυρίζει γλυκά, μιλάει για τα σύννεφα και χάνεται πίσω από το βουνό στον γκρεμό. Ο ήχος του ντο, του ρε, του φα, σιγά σιγά, δειλά σχεδόν, στην παρέα θα έρθει ένα βιολί, μετά ένα βιολοντσέλο, ένα σαξόφωνο, μία άλλη κιθάρα κι άλλα κι άλλα. Τα τεντωμένα νεύρα των χεριών διευθύνουν την ορχήστρα στο τελευταίο της τραγούδι, το λυπηρό εμβατήριο των οργάνων που πέθαναν με το τέλος του πολέμου, με το τέλος της τελευταίας ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην άμμο της θάλασσας μια σκεπασμένη σπασμένη κιθάρα και ο αγέρας φυσάει στις χορδές της παίζοντας σε έναν δικό του σκοπό.
Η Sirina ξύπνησε για να ξαναρωτήσει τα πλοία αν ζει ή αν πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος.
Η θάλασσα, ήρεμη, γαλήνια χαϊδεύει τις πέτρες, τις γλύφει, τις χαμογελάει ηδονικά και πολλές φορές δεν τις αφήνει να πάρουν αναπνοή, έτσι, για να παίξει μαζί τους. Μια φλογέρα μέσα στο δάσος είναι του θεού Πάνα· γελαστός, σταυροπόδι, ψιθυρίζει στις φυλλωσιές των δέντρων έναν γνώριμο σκοπό, αυτόν που θα ακούσεις σαν βάλεις στο αφτί σου ένα μεγάλο καβούκι χελώνας, αν κοιμηθείς το βράδυ δίπλα στο ποτάμι που μεταμορφώθηκε για αγάπη μιας θεάς ο Νάρκισσος και πιεις από το αθάνατο νερό και κολυμπήσεις μαζί με τον Ποσειδώνα στους μεγάλους αθάνατους βυθούς, μακριά από τα πάθη των ανθρώπων, την στεναχώρια του πεπρωμένου.
Ο ψαράς στη μέση του πελάγου ξεψύχησε μόλις τώρα χαμογελώντας γιατί πέθανε στη μητέρα θάλασσα, κοντά της· η ψυχή του δεν θα πάει ψηλά αλλά θα γίνει ένα νεαρό δελφίνι να ακολουθεί τα καράβια των μοναχικών ναυτικών.
Το δάκρυ από το μάγουλο του γεροδεμένου άντρα κύλησε στο κατάστρωμα και έπεσε στη θάλασσα για να γίνει ένα με αυτήν, να εξαγνιστεί, εκείνη το δέχτηκε όπως δέχτηκε και αυτόν.
Πίνοντας το καθαρό νερό στην άκρη του βουνού, καβάλα στο άσπρο άλογο, αναρωτήθηκες ποτέ αν είσαι εσύ ή αυτό που θα ήθελε ο οποιοσδήποτε; Ένα αμόλυντο αερικό;
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Γεράσιμου Παρίση [Πλάτανος Ακράτας, λάδι σε κόντρα πλακέ]