Η Μις Σάλιβαν υπήρχε πάντα στη ζωή μου, αλλά την γνώρισα μόνο όταν έγραψα για αυτήν. Ήταν ηρωίδα σε ένα από τα βιβλία που διαβάζαμε μικρές, εγώ και η αδελφή μου. Βαρύ βιβλίο, δεμένο σε βαθύ πράσινο τόμο με χρυσά εγχάρακτα γράμματα, δώρο κάποιου θείου ή νονού, είχε τη θέση του δίπλα στο Όσα παίρνει ο άνεμος, τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη, την Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ και την Παγκόσμια ανθολογία διηγήματος. Η μαμά τα δικά της βιβλία τα είχε κρυμμένα στον μπουφέ μαζί με το βύσσινο, Καλημέρα θλίψη, Για ποιον χτυπάει η καμπάνα, Οι Μποέμ. Αυτά δεν μας άφηνε να τα πειράξουμε, όπως και το βύσσινο, που θεωρούσε κορυφαίο γλυκό και το φύλαγε μόνο για εκείνη. Στις εξετάσεις βέβαια όταν λέγαμε «Μαμά έχει κάνα γλυκό;» θυσίαζε τη δική της ευχαρίστηση για τη δική μας επιτυχία. Και εκεί κάπου συναντάμε την Μις Σάλιβαν.
Περιθωριακή, έχει σταματήσει για εκείνη ο χρόνος την ημέρα που την εγκατέλειψε ο αγαπημένος της. Ζει με τις αράχνες στο αρχοντικό της. Τις παρατηρεί σαν να ήταν ένας εξερευνητής, όπως ο Λουί Βλαβόν, ένας μακρινός της θείος, που πήγε στη Μαδαγασκάρη για να βρει την πιο μεγάλη αράχνη του κόσμου. Με αφορμή τις αράχνες θυμάται και συλλογίζεται δικά της συμβάντα που την έχουν και συνεχίζουν να την πληγώνουν. Απευθύνεται προς εμάς, σε α' πρόσωπο, να απαντήσουμε τα ερωτήματά της που έχουν σχέση με την αγάπη, τον θάνατο, τις αντοχές, τις επιθυμίες, τα όνειρα.
Αγαπητοί,Απευθύνομαι σ' εσάς γιατί γνωρίζω ότι είστε ένα κοινό αξιόλογο, άνθρωποι μορφωμένοι, κάποιοι είστε επιστήμονες βιολόγοι που θα καταλάβετε και ίσως –γιατί όχι;– θα δώσετε απαντήσεις στα ερωτήματα που με απασχολούν.Όλη μέρα κλεισμένη σε αυτό το σπίτι, ένα παλαιό αρχοντικό, κινούμαι αργά στα σβηστά παράθυρα, την αγκυρωμένη πόρτα, τις άδειες κάμαρες.Συναντώ σε γνωστές γωνιές αράχνες που περιμένουν το επόμενο θύμα τους ή άλλες που φιλότιμα ανεβαίνουν και κατεβαίνουν πλέκοντας δίχτυα.Και ερωτώ, ξέρουν ότι ζουν μόνο γιατί εγώ το επιτρέπω;
Τι αναζητά; Λέει η ίδια ότι θέλει να τα γράψει όλα αυτά σε μια προσπάθεια δικαίωσής της.
Πρέπει να βρω ένα χαρτί να τα γράψω. Ένα κερί για να βλέπω το βασίλειό μου.[…] Μια εξιλέωση ζητώ.
Όμως ποιος είναι ο ήρωας της ιστορίας;
Καθίσαμε στο μεγάλο τραπέζι. Στολισμένο με τα γλυκά του γάμου μου που δεν φαγώθηκαν. Η μικρή αράχνη κρύφτηκε γρήγορα στη γωνία του ποδιού.«Λοιπόν», ρώτησα. «Τι κάνεις, Πιτ;»«Γράφω», μου είπε.«Τι γράφεις;»«Γράφω για μια αγάπη που έφυγε».«Να γράψεις. Να γράψεις για αυτά που μείνανε», είπα.«Τι έμεινε, Μις Σάλιβαν;», ρώτησε.«Να! Όλα αυτά», και του έδειξα τους καταρράκτες, τους ιστούς που κρέμονταν από το ταβάνι. «Και μαζί τους κι εγώ. Για μένα να γράψεις, για την άσπρη τούρτα που πέτρωσε, τα ποτήρια που δεν γέμισαν κρασί και το πέπλο που τύλιξε το σπίτι μέσα σε μια νύχτα».«Ψάχνω έναν ήρωα, Μις Σάλιβαν, κι εσείς δεν είστε».Έβαλα το χέρι μου κάτω από το τραπέζι και έπιασα τη μικρή αράχνη. Του την ακούμπησα στο πέτο.«Γράψε γι' αυτήν. Είναι μια ηρωίδα. Έμεινε κλεισμένη σε ένα κουτί και επέζησε πλέκοντας».
Η Μις Σάλιβαν έχει πέσει στα δίχτυα της απομόνωσης και της εγκατάλειψης. Η νυφιάτικη τούρτα πληγωμένη, κόκκο κόκκο την κουβαλούν στρατιές μυρμηγκιών. Η αράχνη της Μαδαγασκάρης λάφυρο στα χέρια του Λουί Βλαβόν απο-θανατωμένη σε μια φωτογραφία. Η συλλογή του με τις πεταλούδες και τις μουμιοποιημένες κάμπιες μέσα σε κουτάκια. Η λιμνοθάλασσα γεμάτη αράχνες. Ο ουρανός άδειος από σύννεφα. Κάθε λεπτό, σε κάθε βήμα, ένας κόσμος σκοτώνεται για να ζήσει ένας άλλος. Τι μπορεί να κόψει το νήμα για να σταματήσει να πλέκεται ο κύκλος της απελπισίας;
...Πιτ, θέλω να έλθεις καλοκαίρι, καθημερινή. Να φοράς κοστούμι και καπέλο. Θα το βγάλεις και θα πεις: «Καλημέρα, Μις Σάλιβαν, υπέροχη ημέρα, δεν νομίζετε, για μια βόλτα ως τη θάλασσα;». Θα χτυπάει η καρδιά μου, καθώς θα φοράω το ξεφτισμένο μαντό, στη θάλασσα πάντα πνέει ένα ευχάριστο αεράκι! Θα βάλω και κοκκινάδι στα χείλη. Κι ένα μαντίλι στα μαλλιά να μην τρομάξουν τα πουλιά στην ακρογιαλιά. Δεν θα χρειαστώ μπαστούνι. Τα χέρια σου θα με στηρίζουν ως το μόνιππο. Θα γείρω στον ώμο σου, καθώς θα οδηγείς το άλογο και, όπως ο ήλιος θα μου ζεσταίνει το μέτωπο, θα πω: «Άξιζε που έζησα γι’ αυτό!».
Θα μπορούσε να είναι αυτό το τέλος, ή είναι κάποιο άλλο, ή δεν υπάρχει;
(Ο αδελφός μου έχει ακόμα ένα βάζο βύσσινο λικέρ της μαμάς στον μπουφέ. Κι ας έχουνε περάσει τόσα χρόνια, το πίνουμε αργά αργά να μην τελειώσει ποτέ, όποτε βρισκόμαστε.)
Θεοδοσία Μπίτζου
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η νουβέλα της Θεοδοσίας Μπίζου Μις Σάλιβαν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν.