Στα τρία πρώτα της albums, η τραγουδοποιός από τη Βόρεια Καρολίνα Indigo De Souza οδήγησε τους ακροατές της μέσα από ένα πλήθος διαφορετικών στιλ, ηχοχρωμάτων και συναισθημάτων. Συνήθως, αυτό αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη ενός καλλιτέχνη με ακατάπαυστη πείνα να αποκαλύπτει την ψυχή του και να δοκιμάζει νέα πράγματα, ώστε οι δίσκοι του να παραμένουν φρέσκοι και συναρπαστικοί. Στο τέταρτο album της, το Precipice, υπάρχουν ελάχιστες νέες ιδέες και, παρότι η τελειοποίηση των ατελειών των προηγούμενων δουλειών θα μπορούσε να είναι ένας έγκυρος δρόμος για τη συνέχεια, τελικά καταλήγει να θολώνει όλα όσα ήταν κάποτε καλά.
Όταν μιλάμε για «καλλιτέχνες που αποκαλύπτουν την ψυχή τους», η De Souza το έκανε αυτό σε κάθε δίσκο της κατά τη διάρκεια της ανόδου της στη δημοφιλία. Το I Love My Mom ήταν ένα εκπληκτικό ντεμπούτο, αν σκεφτεί κανείς πως ξεχύθηκε από μια 21χρονη, ενώ τα Any Shape You Take και All of This Will End έδειξαν μια εντυπωσιακή πορεία ωρίμανσης, καθώς η De Souza προσπαθούσε να βγάλει άκρη με όλα όσα βίωνε, διευρύνοντας παράλληλα το μουσικό της φάσμα. Το Precipice εξακολουθεί να ακούγεται σαν εκείνη, αλλά εντυπωσιάζει το πόσο λίγα φαίνεται να έχει να μας πει, πέρα από έναν αποδυναμωμένο στίχο που θυμίζει πρόχειρα ημερολογιακά σημειώματα. Είναι απόλυτα κατανοητό πως το να γράφεις μέσα από συναισθηματικές ταραχές μπορεί να είναι εξουθενωτικό, και πως ένας καλλιτέχνης που έχει αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο σε αυτό, ίσως επιθυμεί να κάνει ένα διάλειμμα.
Όμως, όταν αυτό σημαίνει ότι χάνεται ένα μεγάλο μέρος της πηγής έμπνευσης, τότε είναι φυσικό το αποτέλεσμα να ακούγεται αδιάφορο. Χρειάζεται ισορροπία: δεν θέλεις να αλλάξεις τόσο δραστικά που οι θαυμαστές να απορούν με το άλμα, αλλά ούτε και να συνεχίσεις να σκάβεις τον ίδιο λάκκο απελπισίας. Έτσι προκύπτουν albums όπως το Precipice. Θέλει να αποτραβηχτεί, αλλά το κάνει με υπερβολική προσοχή. Ως αποτέλεσμα, αυτή η απόφαση να βαδίζει με προσοχή κατά τη διάρκεια μιας φαινομενικά μεταβατικής καλλιτεχνικής περιόδου, οδηγεί σε έναν δίσκο που είναι κατώτερος των προσδοκιών για τις ικανότητες της De Souza. Μια ριζική, εκρηκτική αλλαγή μπορεί να τρόμαζε κάποιους, αλλά θα ήταν σαφώς πιο αξιοθαύμαστη από έναν δίσκο που μοιάζει υπερβολικά συμβατικός και ασφαλής για να κρατήσει την προσοχή των παλιών φαν ή να προσελκύσει καινούργιους.
Precipice track by track:
Be My Love: Η ατμόσφαιρα του εναρκτήριου κομματιού σε προϊδεάζει ότι κάτι μεγαλειώδες έρχεται και όταν μπαίνει το μπάσο, μοιάζει με εισαγωγή σε αριστούργημα. Οι υφές και η ερμηνεία της De Souza τοποθετούν ωραία το σκηνικό.
Crying Over Nothing: Παρά την παραγωγή του πρώτου κομματιού που υπόσχεται ένα πλούσιο, καινοτόμο indie pop album, το συγκεκριμένο το αναιρεί με μια ρετρό synth γραμμή και έναν μάλλον αδιάφορο, άνευρο συνδυασμό μελωδιών και στίχων.
Crush: Όλοι έχουμε νιώσει έναν έρωτα που μας γυρίζει το μυαλό ανάποδα. Γι' αυτό και το λέμε «τρενάκι του τρόμου» των συναισθημάτων και όχι βαρκούλα στο λούνα-παρκ.
Not Afraid: Οι στίχοι μιλούν για τον θάνατο και τη θνητότητα, αλλά όχι με το βάθος που το έκανε κάποτε η De Souza. Είναι ρηχοί και κοινότοποι και δεν δείχνουν ούτε φόβο ούτε γενναιότητα. Απλώς μια απάθεια.
Be Like the Water: Επιστροφή στην ονειρική indie pop, μα παρά τις προθέσεις κάτι λείπει από το τραγούδι που να σε κρατάει πραγματικά.
Heartthrob: Επιτέλους λίγη ενέργεια και στόχευση. Ο ρυθμός, οι κιθάρες και η ένταση της φωνής δίνουν την εντύπωση ενθουσιασμού. Μακάρι να είναι το σημείο όπου ο δίσκος αρχίζει να παίρνει μπρος. Λες;
Dinner: Και ξαφνικά όλη η ενέργεια εξατμίζεται. Μια αργή μπαλάντα στο πιάνο με στίχους που νιώθεις πως έχεις ξανακούσει, χωρίς καμία ιδιαίτερη ανάταση.
Clean It Up: Περιφέρεται χωρίς ξεκάθαρη κατεύθυνση, χωρίς ιδιαίτερες στιγμές στη δομή, στον ρυθμό ή στους στίχους που να μένουν. Τα εφέ στη φωνή θυμίζουν hyperpop, αλλά δεν ταιριάζουν. Ούτε ενοχλεί, ούτε ικανοποιεί.
Heartbreaker: Ένα μικρό ξαναζωντάνεμα. Οι στίχοι είναι γεμάτοι κλισέ για τον πόνο της αγάπης και το να σου ραγίζουν την καρδιά, αλλά το ίδιο το τραγούδι έχει στιγμές που ξαφνιάζουν.
Pass It By: Αν μου έλεγες ότι είναι ξεχασμένο B-side από pop γκρουπ των 2000's, θα το πίστευα. Καμία προσωπικότητα – και αυτό ακριβώς λείπει.
Precipice: Ίσως θα συγχωρούνταν αν ένα κατά τα άλλα δυνατό album τελείωνε με ένα ήσυχο κομμάτι που να θυμίζει demo. Όμως εδώ, όταν τελειώνει αυτό τελειώνει και ο δίσκος και αναρωτιέσαι πού πήγε η ουσία.
Επίμετρο
Το Precipice της Indigo De Souza μοιάζει σαν να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνον της έντονης συναισθηματικής έκφρασης των πρώτων της albums και έναν νέο, πιο συγκρατημένο χώρο, όπου κυριαρχεί η αυτοσυγκράτηση και ο δημιουργικός δισταγμός. Αυτή η μεταβατική φάση, που θα μπορούσε να αποδειχτεί τολμηρή και αποκαλυπτική, τελικά αποδίδεται με τόση προσοχή ώστε καταλήγει να φαίνεται αποστειρωμένη. Δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στο να αναζητά ένας καλλιτέχνης γαλήνη ή να απομακρύνεται από τις εσωτερικές του συγκρούσεις. Όμως, όταν η αποστασιοποίηση μεταφέρεται τόσο απτά στη μουσική, τότε ο δίσκος κινδυνεύει να χάσει το πάθος που έκανε τον ακροατή να νοιαστεί εξαρχής. Το Precipice δεν είναι κακό. Είναι απλώς άψυχο και αυτό είναι ίσως πιο απογοητευτικό από οποιαδήποτε καλλιτεχνική αποτυχία.
Υστερόγραφο
Αν το All of This Will End ήταν μια κραυγή, το Precipice είναι ένας ψίθυρος που δεν τολμά να ακουστεί. Και το ερώτημα που μένει δεν είναι αν θα ακούσουμε ξανά την De Souza, αλλά αν η ίδια θέλει ακόμα να μας μιλήσει.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη Indigo De Souza σε φωτογραφία της Hannah Sommer



