Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθοπλασίες: Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι * Έξι τίτλοι των εκδόσεων Ελκυστής * Ασμοδαίος * Ετοιμόρροποι: Αναζητώντας τα μυστικά της σύντηξης * Ο κύριος Σάλβο και η πριγκίπισσα που ταξίδεψε στο φως * Ταξίδι προς την ελευθερία: Αξίζει(;!) * Η εφημερίδα της λέσχης των φαντασμάτων * Άμμος και Λιανή = Αμμουλιανή * Στο Camping: Πυρ, γυνή και θάλασσα ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Στιγμές ζωής * Ακατάσχετη ψυχορραγία ** Ποίηση: Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια * Τριθέκτη Ώρα * Οδυσσέας * Ναι, αρνούμαι

Το Positively 4th Street του Bob Dylan και η Joni Mitchell!

Bob Dylan και Joni Mitchell

Για να κατανοήσει κανείς πραγματικά το μεγαλείο της Joni Mitchell αξίζει να σκεφτεί πότε ακριβώς αναδείχθηκε. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 δεν υπήρχε έλλειψη μουσικών ταλέντων. Οι Beatles κυριαρχούσαν, ο Bob Dylan ηγούνταν μιας αναγέννησης της folk και οι Rolling Stones μαζί με τους Kinks, τους Animals και τους Who επαναστατούσαν διεκδικώντας και αυτοί το μερίδιό τους. Για να θεωρηθείς ο επόμενος μεγάλος μουσικός έπρεπε να είσαι πραγματικά σπουδαίος και η Mitchell ήταν ακριβώς αυτό. Καλλιέργησε σταδιακά τις ικανότητές της μέσα στην αναπτυσσόμενη folk σκηνή της δεκαετίας, αναπτύσσοντας την τέχνη της αφήγησης με τίποτα περισσότερο από μια ταπεινή κιθάρα. Οι κριτικοί έπιασαν αμέσως δουλειά και την τοποθέτησαν στο κατάλληλο «κουτάκι», χαρακτηρίζοντάς την ως τη νέα μεγάλη folk τραγουδοποιό. Όμως, μέχρι τη στιγμή που άρχισε να κυκλοφορεί albums στα τέλη της δεκαετίας του '60, είχε ήδη αποδείξει ότι ήταν πολλά περισσότερα από αυτό.

Με το album Ladies Of The Canyon του 1970 παρουσίασε τη στιχουργική της μέσα από έναν πιο εκλεπτυσμένο ήχο ενώ έναν χρόνο αργότερα, με το Blue, απέδειξε πως ήταν μία από τις πιο συναρπαστικές στιχουργούς της μουσικής. Η παραγωγή σε εκείνο τον δίσκο ήταν μινιμαλιστική αλλά το ηχητικό ύφος απείχε πολύ από τη folk. Πληγωμένες μπαλάντες ξεχείλιζαν πάνω από το πιάνο, υπερβαίνοντας οποιοδήποτε άλλο είδος. Ωστόσο, έτσι ήταν η φύση της τέχνης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: οι κριτικοί δεν μπορούσαν να πιστώσουν τη μουσική της Mitchell για την μοναδική της αξία. Τη σύγκριναν διαρκώς με άλλους μουσικούς, κυρίως από τον χώρο της folk. Σε μεγάλο βαθμό ήταν μια περιοριστική προσέγγιση στο έργο της. Παρ' όλα αυτά, ο μοναδικός με τον οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί ήταν ο Bob Dylan και ήταν φυσικά μια εξαιρετική επιλογή, καθώς και η ίδια έβλεπε ομοιότητες μεταξύ τους.

«Έχουμε κάνει και οι δυο μας δράμα και το κάναμε πολύ καλά», είπε εξηγώντας τις συγγένειες στην καλλιτεχνική τους προσέγγιση. «Αλλά και οι δύο μας έχουμε χιούμορ. Υπάρχει μια μικρή δόση χιουμοριστικής ανακούφισης. Τα τραγούδια που γράφω είναι πιο θεατρικά. Όπως και στα τραγούδια του Bob, δεν είναι το ζητούμενο η ομορφιά της φωνής. Το ζητούμενο είναι να ζωντανέψουν οι λέξεις, σαν σαιξπηρικός μονόλογος. Αν χρειαστεί να τις πεις, να τις μιλήσεις».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Mitchell είχε μια εξαιρετική φωνή, που μπορούσε να πετάξει με άνεση ανάμεσα σε διαφορετικούς τονισμούς και περιοχές. Όμως, αυτό δεν εξηγεί πού είναι η ουσία της κατανόησης του μεγαλείου ορισμένων καλλιτεχνών όπως εκείνης και του Dylan. Η λαμπρότητα της τέχνης τους δεν βρίσκεται στην τεχνική τελειότητα, αλλά στην οξεία αίσθηση της ανθρώπινης φύσης που διαποτίζει τα τραγούδια τους. Ο χαρακτήρας με τον οποίο τραγουδούν, οι χροιές και οι αποχρώσεις, που προσθέτουν στις λέξεις τους, είναι εκεί που εδράζεται το μεγαλείο τους. Και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο κοινό στοιχείο ανάμεσα στον Dylan και την Mitchell.

Κάθε τραγουδοποιός πρέπει να κάνει κάτι πολύ σωστά για να ξεχωρίσει από το πλήθος. Ο καθένας μπορεί να περνάει τις μέρες του γρατζουνώντας τις ίδιες τρεις ή τέσσερις συγχορδίες και να ελπίζει ότι θα του βγει μια στοιχειωδώς καλή μελωδία, αλλά όταν η Joni Mitchell άρχισε να γράφει τραγούδια, το ζητούμενο ήταν να ανατρέπει τις προσδοκίες του κόσμου κάθε φορά που στεκόταν μπροστά στο μικρόφωνο. Μπορεί να μην έγραφε τη μουσική με την πιο εμπορική απήχηση, αλλά παραδεχόταν ότι είχε κάποιους σύγχρονούς της που την ενθάρρυναν να ονειρεύεται.

Όταν κοίταζε το είδος του rock and roll, με το οποίο μεγάλωσε, διαπίστωνε ότι μεγάλο μέρος του επέστρεφε στα ίδια χιλιοειπωμένα ερωτικά τραγούδια. Υπήρχαν ακόμη τα κλασικά κομμάτια από τον Elvis Presley και τον Chuck Berry, αλλά εκτός από το να δυναμώσεις την ένταση στα γρήγορα τραγούδια και να γίνεις ευάλωτος στις μπαλάντες, δεν υπήρχε άλλο είδος που να βρίσκει θέση στα charts. Σίγουρα υπήρχε η jazz, αλλά θα περνούσε καιρός μέχρι να βρει τον χώρο της στη rock σφαίρα. Οι μέρες του fusion ήταν ακόμα μακριά και ακόμα και το prog rock έκανε τα πρώτα του βήματα όταν η Mitchell ξεκινούσε να γράφει τα πρώτα της τραγούδια. Όμως, όπως συνέβη με όλους τους σπουδαίους τραγουδοποιούς της γενιάς της, όλα άλλαξαν όταν βγήκε στο προσκήνιο ο Bob Dylan με τραγούδια όπως το The Times They Are A-Changin’.

Οι Beatles είχαν σοκαριστεί από όσα έκανε ο Dylan και οι Byrds του χρωστούν στην κυριολεξία την καριέρα τους. Όταν όμως η Mitchell άκουσε για πρώτη φορά τον Dylan, δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα. Είχαν υπάρξει κι άλλοι, που πήγαιναν κόντρα στο ρεύμα, όπως π.χ. ο Woody Guthrie, οπότε δεν υπήρχε λόγος να πιστέψει κανείς ότι ένα παιδί με μια χοντρή-βραχνή φωνή που έκανε το ίδιο πράγμα θα πήγαινε μακριά. Ώσπου ήρθε το Positively 4th Street και άλλαξε το τοπίο. Ο Dylan ήταν ανέκαθεν αφηγητής και συχνά φαινόταν να κηρύττει στο κοινό, αλλά όταν η Mitchell τον είδε να γίνεται ευάλωτος, συνειδητοποίησε τη δύναμη που μπορεί να έχει ένα τραγούδι όταν βγαίνει από την ψυχή:
«Ήταν με το Positively 4th Street που άναψε το λαμπάκι στο κεφάλι μου. Μέχρι τότε, ο Dylan μου φαινόταν σαν ένα αντίγραφο του Woody Guthrie και μάλλον πρέπει να πεις ότι ήμουν επικριτική. Ύστερα όμως άρχισε να γράφει από την ψυχή του και όταν έγραψε εκείνο το τραγούδι, σκέφτηκα, "Θεέ μου, μπορούμε να γράφουμε για τα πάντα τώρα"».
Η Mitchell πάντα έδινε μια ποιητική διάσταση στα σπουδαιότερα έργα της, αλλά αφού άκουσε τον Dylan να χαράζει το μονοπάτι, φάνηκε ξαφνικά πολύ πιο αποδεκτό. Κανείς δεν είχε ξανακούσει γυναίκα να εκθέτει τόσο απροκάλυπτα τα συναισθηματικά της τραύματα, αλλά αν ο Dylan μπορούσε να δείξει την καρδιά του στον κόσμο, γιατί όχι κι εκείνη; Και αυτό ήταν μόνο η αρχή της στροφής του Dylan προς μια πιο εσωτερική, γραφή. Το Positively 4th Street ήταν μια αξιοπρεπής αρχή, για να φτάσει στο Blood on the Tracks, που παραμένει ένα από τα πιο εύθραυστα και συναισθηματικά albums του, μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στην επεξεργασία της διάλυσης του γάμου του και στην ανελέητη αυτοκριτική για το ότι άφησε να χαθεί η «αδελφή ψυχή του». Το να υποφέρεις για την τέχνη σου δεν είναι βέβαια προαπαιτούμενο για να φτιάξεις σπουδαία μουσική αλλά όπως ανακάλυψαν, ο Dylan και η Mitchell, σίγουρα βοηθάει όταν πας να δημιουργήσεις ένα αριστούργημα. Στο κάτω κάτω, μερικά από τα καλύτερα τραγούδια προέρχονται από την ψυχή – και είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι ειλικρινής όταν περνάς τον καιρό σου προσπαθώντας να τη μαζέψεις ξανά κομμάτι κομμάτι.


Των Callum MacHattie και Tim Coffman
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Μπιλικάς

Σχόλιο του μεταφραστή:
Το Positively 4th Street είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα πιο αιχμηρά και απογυμνωμένα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Bob Dylan. Ένα κομμάτι που αποκαλύπτει έναν άλλο Dylan: όχι τον προφήτη ή τον παρατηρητή, αλλά τον πληγωμένο, πικραμένο άνθρωπο που δεν φοβάται να ξεστομίσει την απογοήτευσή του κατάμουτρα. Δεν είναι ένα τραγούδι καθαρής οργής. Είναι κάτι πιο πολύπλοκο. Κάτω από τον σαρκασμό και τις ειρωνικές νότες, κρύβεται μια βαθιά αίσθηση προδοσίας. Κάθε στίχος είναι σαν μαχαίρι που ακονίστηκε προσεκτικά. Ο τρόπος που τραγουδάει φαινομενικά ατάραχα, σχεδόν «με τα χέρια στις τσέπες», κάνει το περιεχόμενο ακόμα πιο διαβρωτικό:
I wish that for just one time you could stand inside my shoes / You’d know what a drag it is to see you.
Αυτός ο τελευταίος στίχος δεν είναι απλώς ένα ξέσπασμα. Είναι από τους πιο δηλητηριώδεις τελικούς στίχους στην ιστορία του τραγουδιού. Όμως δεν πρόκειται για κουτσομπολιό ή για εκδίκηση. Πρόκειται για τέχνη που μιλάει για την αλήθεια μιας σχέσης που χάλασε. Φιλική, επαγγελματική ή και πιο προσωπική και για το πόσο δύσκολο είναι να νιώσεις προδομένος από κάποιον που κάποτε εμπιστεύτηκες.

Αυτό που το κάνει σπουδαίο δεν είναι μόνο η θεματική του, αλλά ο τρόπος που το εκφράζει. Το τραγούδι δεν έχει ρεφρέν. Δεν έχει δηλαδή διέξοδο. Είναι ένας μονόλογος, ένα παρατεταμένο παράπονο χωρίς παύση. Κι όμως, μέσα στην επανάληψη του ρυθμού και στην απλότητα της ενορχήστρωσης, η ένταση κορυφώνεται υποδόρια. Για μένα, το Positively 4th Street σηματοδοτεί μια στροφή στον Dylan, που αφήνει πίσω του τον πολιτικό μύθο και στρέφει το βλέμμα του εντός του.

Η Joni Mitchell είχε δίκιο: μετά απ' αυτό, μπορούσες πια «να γράψεις για τα πάντα». Η εξομολόγηση της Joni Mitchell για τη σημασία του Positively 4th Street αποτελεί ένα σημείο καμπής όχι μόνο στην προσωπική της καλλιτεχνική πορεία αλλά και στη γενικότερη ιστορία της σύγχρονης τραγουδοποιίας. Η διαπίστωσή της ότι «μπορούμε να γράφουμε για τα πάντα τώρα» φωτίζει έναν νέο ορίζοντα ελευθερίας που άνοιξε ο Bob Dylan για μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών. Το τραγούδι αυτό, με την πικρία και την ωμή συναισθηματική του φόρτιση, απελευθέρωσε τους τραγουδοποιούς από τα στενά όρια του θεματικά αποδεκτού. Η Mitchell –όπως και αργότερα άλλοι, από τον Leonard Cohen μέχρι την Fiona Apple– τόλμησε να μιλήσει όχι μόνο για την αγάπη αλλά για την απογοήτευση, τη σύγχυση, τον θυμό και τον εαυτό της. Η τραγουδοποιία μετατράπηκε από καταγραφή στιγμών σε ένα είδος λογοτεχνίας εξομολογητικού χαρακτήρα. Όπως και το Blood on the Tracks, έτσι και το έργο της Mitchell δεν αποζητά την τέλεια μελωδία ή τη φωνητική δεξιοτεχνία. Ζητάει την αλήθεια, όσο ωμή και αν είναι. Στο κέντρο αυτής της αλλαγής βρίσκεται μια νέα αίσθηση αυθεντικότητας: η τραγουδοποιία ως πράξη αυτογνωσίας, ως υπαρξιακό στοίχημα. Και είναι αυτό που κάνει τους δημιουργούς σαν τον Dylan και τη Mitchell τόσο σημαντικούς: όχι στο τι τραγουδούν, αλλά στο πώς τολμούν να υπάρξουν μέσα στο τραγούδι. Το Positively 4th Street δεν είναι απλώς ένα τραγούδι διαμαρτυρίας ή πικρίας. Είναι μια πρόταση: ότι η μουσική μπορεί να είναι το ίδιο αιχμηρή όσο και ειλικρινής. Ότι οι στίχοι μπορούν να καίνε, φωτίζοντας ταυτόχρονα.

Ίσως το πιο συγκινητικό στοιχείο σε αυτή τη μαρτυρία της Joni Mitchell δεν είναι μόνο ο θαυμασμός της για τον Dylan, αλλά η αναγνώριση της στιγμής που συνειδητοποίησε ότι δεν υπάρχουν πια όρια. Είναι η στιγμή που ένας καλλιτέχνης συνειδητοποιεί ότι η τέχνη δεν είναι απλώς διακόσμηση της ζωής, αλλά το ίδιο το αίμα της. Η πρόταση «μπορούμε να γράφουμε για τα πάντα τώρα» ακούγεται ως κάλεσμα, όχι μόνο προς τους τραγουδοποιούς, αλλά προς όλους όσοι παλεύουν με τις λέξεις, με τη σιωπή και με τον εαυτό τους. Ο Dylan το τόλμησε πρώτος, η Mitchell το μετουσίωσε σε ποίηση κι εμείς το ακούμε ακόμη, αναζητώντας στις ρωγμές των τραγουδιών εκείνο το φως που μας κάνει ανθρώπινους.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε φωτογραφία των Jack Robinson και Michael Ochs