Πειραματισμός και αποδόμηση των λογοτεχνικών μορφών
Με τον όρο «μοντερνισμός» δηλώνεται μια σειρά από τάσεις και κατευθύνσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης, που εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πλήρως στις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Πρόκειται για ένα πνευματικό κίνημα, που εξεγέρθηκε ενάντια στον παραδοσιακό αστικό πολιτισμό, αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες ενώ επιχείρησε να καταργήσει όλους τους καθιερωμένους κανόνες και συμβάσεις μέσα από ριζοσπαστικούς πειραματισμούς κάθε είδους, με στόχο την κατάλυση των αξιών του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου, ενώ έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην υποκειμενική συνείδηση του ατόμου και την αλλοτρίωσή της.
Ο μοντερνισμός αποτελεί ένα διεθνές κίνημα, που μέσα σε λίγες δεκαετίες εμφανίστηκε σε διάφορες χώρες, όπως και στην Ελλάδα (νεοελληνικός μοντερνισμός), διατηρώντας μια κοινή «διεθνή» βάση πέρα από τις τοπικές του εκδηλώσεις. Μάλιστα, είναι ένα φαινόμενο που δεν περιορίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας ή της τέχνης αλλά συνδέθηκε ευρύτερα με τις σημαντικές ιστορικές και κοινωνικές αλλαγές, που συνέβησαν στον κόσμο στις αρχές του 20ού αιώνα. Όσον αφορά τον χώρο της λογοτεχνίας, εμφανίστηκε πρώτα η μοντερνιστική ποίηση και με κάποια καθυστέρηση στη συνέχεια και η μοντερνιστική πεζογραφία.
Ωστόσο, ο όρος περιγράφει κι ένα πλέγμα θέσεων, αντιλήψεων και κινημάτων, που εμφανίστηκαν στην τέχνη, στην πολιτική και στη φιλοσοφία από τα τέλη του 19ου αιώνα, υπό την πίεση των πρωτοφανών αλλαγών, τις οποίες είχαν επιφέρει στη Δύση η νεωτερικότητα, ο καπιταλισμός και η σαρωτική τεχνολογική εξέλιξη μετά τον Διαφωτισμό, για να επικρατήσουν καθολικά μέχρι και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο μοντερνισμός στην τέχνη υπήρξε μία αντίδραση στις συντηρητικές αξίες του ρεαλισμού. Αδιαμφισβήτητα, το πιο παραδειγματικό κίνητρο ήταν η απόρριψη της παράδοσης και η παρωδία της, μα και η αξιοποίησή της υπό νέες οπτικές γωνίες και ερμηνείες. Ο μοντερνισμός απέρριπτε τις βεβαιότητες της διαφωτιστικής σκέψης, την έννοια ενός συμπονετικού, παντοδύναμου Θεού ως ανώτατης πηγής ηθικών αρχών, καθώς και την πεποίθηση πως μία κοινή, καθολικά αποδεκτή, αντικειμενική ερμηνεία της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι δυνατόν να προσεγγιστεί χάρη στην ορθολογικότητα . Αντ' αυτού, πρόβαλλε τον ρόλο της υποκειμενικότητας και των πολλαπλών, αντικρουόμενων αντιλήψεων για την αλήθεια, είτε ως ποθητή και θετική είτε ως τραγική μα κι αναπόφευκτη πραγματικότητα.
Στη φιλοσοφία και στην πολιτική ο μοντερνισμός μετασχημάτισε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα τα αιτήματα του Διαφωτισμού σε ριζοσπαστικά κινήματα (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός) με αξιώσεις αντικειμενικότητας και καθολικότητας, εμμονή στην αλλαγή και στην πρόοδο και πλήρη πίστη στο δυναμικό της ορθολογικότητας και της τεχνολογικής εξέλιξης για τη βελτίωση της κοινωνίας. Η περίοδος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρείται ως η κρίσιμη χρονική φάση όπου ο μοντερνισμός έπαψε σταδιακά να επικρατεί προς όφελος του αναδυόμενου μεταμοντερνισμού, τόσο στην τέχνη όσο και στη φιλοσοφία και στην πολιτική.
Στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα η παραδοσιακή αγροτική Ευρώπη εξέλιπε σταδιακά, για να αντικατασταθεί οριστικά από την αστική, βιομηχανική και τεχνολογική Ευρώπη. Σ' ένα τέτοιο κλίμα απότομων και ριζικών αλλαγών άνθισαν ιδέες κάθε άλλο παρά συμβατές με τη θετικιστική, ορθολογική, μηχανιστική κι αισιόδοξη φύση του Διαφωτισμού, όπως ο μαρξισμός, ο φροϋδισμός, ο δαρβινισμός και η αναβίωση του αποκρυφισμού.
Οι νέες αυτές τάσεις αμφισβητούσαν τόσο τον συντηρητισμό του ρομαντισμού όσο και τις θεμελιώδεις αξίες και παραδοχές του αστικού φιλελεύθερου κατεστημένου. Έτσι, η περίοδος της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία επιφέρει πρωτοφανείς αλλοιώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών της Δύσης, συνοδεύεται από μία κατάρριψη παρωχημένων μεσαιωνικών, αλλά και διαφωτιστικών αξιωμάτων, αξιών ή αντιλήψεων.
Οι μοντερνιστές επιζητούν ν' αναθεωρήσουν ριζικά και απότομα καθετί ξεπερασμένο, άλλοι προκειμένου να καταστρέψουν οτιδήποτε περιορίζει ή συγκρατεί την κοινωνική και ατομική πρόοδο, μη αμφισβητώντας την κληρονομιά του Διαφωτισμού και άλλοι προκειμένου να εκφράσουν τις αμφιβολίες τους για τη διαφωτιστική πίστη στην αέναη πρόοδο μέσω μίας υποτίθεται «απελευθερωτικής» τεχνολογίας, μίας «αντικειμενικής» επιστήμης και μίας «μοναδικά» περιγράψιμης εξωτερικής πραγματικότητας.
Οι μοντερνιστές από τη μία αποτελούν συνεχιστές του ρομαντισμού ενώ από την άλλη τοποθετούνται στον αντίποδά του. Το πιο ριζοσπαστικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι αρνούνται για το καλλιτεχνικό τους έργο τον παραδοσιακό ρόλο του εκφραστή των αξιών της κοινωνικής ελίτ (εν προκειμένω της αστικής πολιτικής ελίτ της Βικτωριανής εποχής) και το μετατρέπουν σ' εκφραστή αποκλειστικά των δικών τους, ιδιόρρυθμων ανησυχιών.
Η ποίηση επηρεάζεται πρώτη από τον μοντερνισμό. Ποιητές, όπως οι Γάλλοι Charles Baudelaire, Lautréamont, Stéphane Mallarmé, Arthur Rimbaud, Paul Verlaine εγκαινιάζουν τη μοντέρνα ποιητική γραφή ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Εξάλλου, οι Γάλλοι Guillaume Apollinaire και Paul Valéry, ο Γερμανός Reiner Maria Rilke, ο Βρετανός Τ. S. Eliot, ο Αμερικανός Ezra Pound και ο Ιρλανδός W. Β. Yeats αποτελούν τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ποίησης του μοντερνισμού στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Τέλος, οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές, οι Γάλλοι υπερρεαλιστές, ο Ρώσος φουτουριστής Vladimir Maïakovski και πολλοί ακόμα ποιητές τοποθετούνται άλλοτε στο εσωτερικό του μοντερνισμού και άλλοτε στους αντίποδές του, θεωρούμενοι ως βασικές φυσιογνωμίες τής πρωτοπορίας.
Βασικό γνώρισμα της ποίησης του μοντερνισμού είναι η διάλυση της μορφής και η διάθεση για πειραματισμό. Ο ελεύθερος στίχος εξοστρακίζει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία· οι γραμματικοί και οι συντακτικοί κανόνες παραβιάζονται, οι προτάσεις γίνονται αποσπασματικές κι ελλειπτικές και τα σημεία στίξης καταργούνται. Τα διακοσμητικά στοιχεία και η φροντίδα για το «ωραίο ύφος» εγκαταλείπονται και συχνά επιλέγονται στοιχεία που ως τότε θεωρούνταν αντί-ποιητικά. Οι τολμηρές μεταφορές και οι απροσδόκητοι κι ετερόκλητοι συνδυασμοί λέξεων κυριαρχούν, οι εικόνες ή οι ελεύθεροι συνειρμοί αφθονούν, ιδίως στην υπερρεαλιστική ποίηση. Η ποιητική γλώσσα γίνεται συμβολική, ελλειπτική, υπαινικτική, πολύσημη, ενώ αδιαφορεί για τις συμβάσεις και την ανάγκη κατανόησης.
Η αρχή της μίμησης της πραγματικότητας, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η τέχνη του λόγου από την αρχαιότητα μέχρι τον 18ο αιώνα, εγκαταλείπεται. Η ποίηση δεν αναφέρεται πλέον στον εμπειρικό κόσμο και καθίσταται αυτάρκης και αυτόνομη. Το ποίημα εξακολουθεί να θεωρείται φορέας νοημάτων, με τη διαφορά ότι αυτά πλέον δεν αναζητούνται στην εξωτερική πραγματικότητα. Η θραύση και συχνά η ολοκληρωτική άρνηση της παραδοσιακής μορφής, σε συνδυασμό με την έντονη επιρροή της ψυχανάλυσης σε πολλούς ποιητές απελευθερώνει την καταλυτική λειτουργία της φαντασίας και του ονείρου, υποδηλώνοντας την κατάρρευση της λογικής συνοχής του κόσμου. Η ποίηση δεν αναφέρεται αποκλειστικά στον εμπειρικό κόσμο, αλλά καθίσταται αυτάρκης και αυτόνομη. Το ποίημα εξακολουθεί να θεωρείται φορέας νοημάτων, αλλά τα νοήματα δεν αναζητούνται πλέον στη σχέση του λογοτεχνικού έργου με την εξωτερική πραγματικότητα. Βέβαια, η μοντέρνα ποίηση δεν αδιαφόρησε για ζητήματα αισθητικής τάξεως, αν και κατέλυσε τις καθιερωμένες συμβατικές μορφές.
Επομένως, συνάγουμε ότι ο μοντερνισμός καλλιέργησε πιστά το ιδεώδες του κλειστού, εσωστρεφούς κι αυτόνομου κειμένου, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει τα πυρά των λεγομένων πρωτοποριακών κινημάτων, που άνθισαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε από κινήματα όπως ο εξπρεσιονισμός, ο φουτουρισμός, το νταντά και κυρίως ο υπερρεαλισμός για φορμαλισμό, ελιτισμό και αδιαφορία για το κοινό και γενικά για τον κόσμο γύρω τους.
Στην Ελλάδα, ο μοντερνισμός εκφράστηκε με τη νεωτερική ποίηση. Η οριστική επικράτηση και καθιέρωση της μοντέρνας ποιητικής γραφής στη χώρα μας έρχεται με τη λεγόμενη «Γενιά του τριάντα». Πολλοί μάλιστα θεωρούν ως συμβατική αφετηρία της νεωτερικής ποίησης το 1931. Είναι η χρονιά που ο Γ. Σεφέρης δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Στροφή, που θεωρείται ότι εγκαινιάζει μια στροφή, μια αλλαγή στα ποιητικά μας πράγματα και σημαδεύει το πέρασμα από την παραδοσιακή στη νεωτερική ποίηση. Οι ποιητές της γενιάς αυτής ελευθερώνουν τους στίχους από τα δεσμά της αληθοφάνειας.
Στην πραγματικότητα, όμως, το πέρασμα από τη μια ποίηση στην άλλη προετοιμάστηκε σταδιακά. Οι ποιητές, που προκάλεσαν τα πρώτα ρήγματα και υπονόμευσαν την κυριαρχία της παραδοσιακής ποίησης, είναι ο Κ. Π. Καβάφης, ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και ο Τ. Παπατσώνης. Πάντως, γύρω στα 1930, τα πρώτα σημάδια της αλλαγής έχουν φανεί και μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας η νεωτερική ποίηση έχει παγιωθεί οριστικά.
Ο ελληνικός μοντερνισμός έβλεπε τη λογοτεχνία μέσα από το πρίσμα της ελληνικότητας, ενώ παράλληλα οι ποιητές επιθυμούσαν να συνδυαστούν με μια σημαντική λογοτεχνική αλλαγή και γι' αυτό κινούνται προς την κατεύθυνση της εκφραστικής ανανέωσης.
Γνωρίσματα ελληνικού μοντερνισμού είναι:
η υπέρβαση του «καρυωτακισμού» και της παραδοσιακής στιχουργικής,
ο μοντέρνος ποιητικός λόγος μαζί με στοιχεία της παράδοσης,
η απόλυτη καθαρότητα της εικόνας,
ο μουσικός ποιητικός λόγος,
οι υπαινιγμοί στο αρχαίο παρελθόν,
η έμφαση στο φως και στο τοπίο (Σεφέρης, Ελύτης),
η αναπόληση παρελθόντος και η αναζήτηση αυθεντικής ζωής,
η απελευθέρωση της ατομικότητας,
η τραγική θεώρηση της ιστορίας.
Σε σχέση με την ποίηση η μοντερνιστική πεζογραφία εμφανίζεται με κάποια καθυστέρηση. Ο σημαντικότερος πρόδρομος της κατά τον 19ο αιώνα είναι ο Γκιστάβ Φλομπέρ ενώ μερικοί σπουδαίοι εκπρόσωποι της στον 20ό αιώνα είναι οι: Προυστ, Αντρέ Ζιντ, Ντ. Χ. Λόρενς, Βιρτζίνια Γούλφ, Τζέιμς Τζόις, Μπέκετ, Γουίλιαμ Φόλκνερ, Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα, Ρόμπερτ Μούζιλ και Χέρμαν Μπροχ.
Η ανοιχτή κι ελεύθερη μορφή του μοντερνιστικού μυθιστορήματος αποκλίνει από τις παραδοσιακές μορφές της πεζογραφίας. Η πλοκή παύει να είναι προσεκτικά διαρθρωμένη και συνεκτική, χαλαρώνει και σε ορισμένες περιπτώσεις εκλείπει τελείως. Το μοντέρνο μυθιστόρημα συχνά δεν έχει αρχή με την παραδοσιακή έννοια του όρου: ο αναγνώστης «ρίχνεται» απευθείας στη ροή των γεγονότων και μόνο σταδιακά εξοικειώνεται με τις αφηγηματικές καταστάσεις. Αυτή η αμφισβήτηση της πλοκής συνδυάζεται με την ολοκληρωτική άρνηση της πεζογραφίας να αναπαριστά τον εμπειρικό και φυσικό κόσμο. Το γεγονός αυτό περιορίζει την υποχρεωτική μέχρι τότε αναφορά στον κοινωνικό και ιστορικό περίγυρο μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή. Το μυθιστόρημα, πλέον, δίνει προτεραιότητα στον εσωτερικό κόσμο και στην υποκειμενικότητα του ατόμου. Αν και τα εξωτερικά συμβάντα δεν απουσιάζουν, εκείνο που ενδιαφέρει είναι η υποκειμενική τους πρόσληψη. Η ενδοσκόπηση, η ψυχολογική ανάλυση και ο στοχασμός έχουν πλέον σταθερό προβάδισμα έναντι της αναπαράστασης της εξωτερικής πραγματικότητας.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Βιβλιογραφία:
Γεωργιάδου Α., Η ποιητική περιπέτεια, Μεταίχμιο, 2005,
Κιντή Β., Τουρνικιώτης, Π. και Τσιαμπάος, Κ., Το μοντέρνο στη σκέψη και τις τέχνες του 20ού αιώνα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2013,
Παρίσης, Ι. και Παρίσης, Ν., Λεξικό λογοτεχνικών όρων, Αθήνα, Ο.Ε.Δ.Β., 2004.