Παρακμιακοί λαβύρινθοι

Γιάννη Σμίχελη

Έργο της Φωτεινής Χαμιδιέλη

4

Έτσι λοιπόν, εγώ και το σκοτάδι μου άλλη μια φορά
Αντιμέτωποι
Η νύχτα είναι μεγάλη, οι νυχτερινές περιπλανήσεις μια καλή συντροφιά
Και η σιωπή της μοναξιάς αρχίζει να μιλάει μα με πολύ άγχος
Σαν να μην έχει σταθερά πατήματα
Λες και η αλφαβήτα να είναι μια σχετική πλειάδα με άγνωστα γράμματα
Που όμως έχουν ύψιστη σημασία για την ιχνηλάτιση του ανομολόγητου
Πονάει πάντα σε μένα, μα πάντα,
Όλα γλιστράνε από την σκέψη μου

Μια αποσπασματικότητα με κατακλύζει
Ασύνδετα κομμάτια, σαρδάμ και κόμποι
Δεν στέκει καμία προφανή προσέγγιση περιγραφής, ανάλυσης κι ερμηνείας
Ούτε καν το αυθόρμητο δεν μπορεί να δώσει ειρμό και ροή
Η οπτική της ανοικτής θεατρικής σκηνής θα είχε νόημα αν ήταν σκοπιμότητες
Γερά φυτεμένες στο χρήμα
Μα μιλάμε για μια μετεφηβεία δίχως μπούσουλα, πολλές ψευδαισθήσεις
Και παράλογα ξεσπάσματα
Το μόνο σίγουρο μια γενιά αυτοπαραμυθιασμένη
Η πιο ευνοημένη και σε καβαλικεμένο καλάμι
Όποτε όλα ήταν εφικτά, περσόνες, μάσκες, πρόσωπα
Υποκρισία, υποκριτική και εκρηκτικότητα
Βασικά η απόπειρα αυθεντικής έκφρασης εξαρχής βολεμένων ανθρώπων
Που υποδύονταν τους διανοούμενους χωρίς να συλλαμβάνουν την έκταση και το βάθος.
Με κατακλύζει μια διαρκή αντίφαση
Από την μια πλευρά η ρηχότητα, στιλπνή επιφανειακότητα, μόνο λόγια, λόγια και τουπέ
Κι από την άλλη μια συναισθηματικότητα δίχως λογική
Και έξαρση ευφυΐας άνευ ουσιαστικού περιεχομένου ζωής
Μια διαρκή επεξεργασία και εκλέπτυνση του λόγου χωρίς πλούτο εμπειριών
Στα όρια ή με νόημα
Του δυνατού βιώματος, της πρωτοτυπίας, σαν να υποδυόμαστε με πειστικότητα
Τους πρωταγωνιστές ψαγμένων ή ποιοτικών ταινιών ή μυθιστορημάτων
Αλλά εμείς οι ίδιοι ως πρωτογενείς υπάρξεις ανούσιοι.

Χρόνια έρχονται οι εικόνες σαν έντομα με κεντριά
αλλά δεν μπορώ να ξεδιαλύνω αν είναι μέλισσες
σφίγγες, σβούροι ή σκόρπιοι. Τσιμπήματα με δηλητήριο,
ισχυρές δόσεις ρεύματος από άγνωστη ακτινοβολία.
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια σαν να μην έχουν αξία
ακριβώς γιατί δεν στέκει κάποια ξεκάθαρη απάντηση.
Σαν να έχουν τα γεγονότα κρυφές πτυχές που αποκαλύπτονται
στην πορεία της ζωής μου ως ενδείξεις του ίδιου του εαυτού μου
με άφθονα ερωτηματικά.
Κάθε φορά διανύω ξεχωριστές διαδρομές που όλες τερματίζουν
σε μια καταληκτική έναρξη με σημάδια από την εποχή του Ρεθύμνου.
Τόσο οικεία άγνωστη
πεδίο εμπειριών σε διαφοροποίηση από εκείνο του Αγίου Νικολάου
που είναι γνώριμο βαλτώδες.
Κοινό τους σημείο για μένα η θανατηφόρα επίδραση.
Η μεν ρεθυμνιώτικη ατμόσφαιρα με σκότωνε αργά και παρακμιακά αλλά με στιλ,
η δε αγιονικολιώτικη ακόμα πιο αργά και αποπνικτικά με πολύ πεζό τρόπο.
Δεν ξέρω αν η Αθήνα θα με είχε εξοντώσει.
Ίσως να έφτανα τα σχεδόν εβδομήντα στα περιβάλλοντά της αλλά όχι παραπάνω,
Στην Κρήτη θα είχα αποδημήσει ήδη στα πενήντα και κάτι, κι αν…
Ενώ άνοιγαν, οι πόρτες έκλειναν.
Όσο πιο πολύ αγαπούσαν οι άνθρωποι πρόδιδαν κι εκμεταλλεύονταν.
Οι καταστάσεις καθώς χαλάρωναν ορθώναν τείχη.
Η πιο θερμή ειλικρίνεια ήταν ένας καλά επιτηδευμένα αυθόρμητος θεατρινισμός.
Δεν νομίζω πως υπήρξε πιο σκληρή μοναξιά πέρα από αυτήν που βίωνα
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην Κρήτη.
Δεν ήταν απλά η οικονομική ευμάρεια που είχε εξασφαλίσει
η στρατηγική θέση του νησιού, η τουριστική ανάπτυξη,
οι τοπικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, τα δίκτυα με ακραίο τοπικιστικό πρόσημο,
ούτε καν η ψευδαίσθηση περί ανωτερότητας που παρέπεμπε σε ρατσιστικά στερεότυπα,
αυτές οι δυο μικρές πόλεις είχαν μια αναίδεια και φιλαυτία
σε αρρωστημένο βαθμό ναρκισσισμού που δεν τον είχαν το Ηράκλειο, τα Χανιά.
Παρά τα χάλια τους οι κάτοικοι τις θεωρούσαν σχεδόν ως ιερές,
ευλογημένες πόλεις.
Έτσι τα φονικά από βεντέτα ή τη χρήση όπλου λόγω αρρενωπής μαγκιάς
στο Ρέθυμνο φάνταζαν ως φυσικά φαινόμενα
όπως ο λίβας και αποκτούσαν μυστηριακές διαστάσεις ως θεόπνευστο αδίκημα,
σαν να ήταν χτυπήματα της μοίρας σε μια ιερή τελετουργία
όλων των μυστικών δυνάμεων του σύμπαντος.
Στην περίπτωση των μεραμβελιωτών
η ομορφιά του τόπου ήταν τόσο υπερφυσική
ώστε ο τουρισμός ακόμη και μέσω της ακατάπαυστης οικοδόμησης δεν την άγγιζε.
Σαν να ήταν ο ήλιος ικανός να κρύψει τις ατέλειες του μπετόν δια μαγείας.
Ακόμη και το κτισμένο ανάγλυφο ήταν πανέμορφο
έστω μπαζωμένο και μπετανιαρισμένο.
Λες και θεωρούσαν την οικολογική καταστροφή θεία παραμόρφωση του θεού καλλιτέχνη.
Δεν εννοώ παραδοξότητα, ούτε κάποια τοπικιστική μανία
άλλωστε και στα δυο αυτά επαρχιακά αστικά κέντρα πολλοί κάτοικοι ήταν ξενομπάτηδες
με τυχοδιωκτικές περγαμηνές
σαν να επιδίωκαν ν' αποκτήσουν μια ταυτότητα
κι ακριβώς γιατί όσες είχαν ήταν κενές
γέμιζαν το φαντασιακό τους με φαντασιοπληξίες
που μήτε ο ίδιος ο παντοκράτορας δεν τις άλλαζε.
Είχαν περάσει το στάδιο της αλλοτρίωσης
κι είχαν κάνει την αλλοίωση ιδεολογική θρησκεία
σαν να ευλογούσαν τα σκατά τους για να προβάλλονται
ως έργα ανυπέρβλητης τέχνης.
Η αλήθεια είναι πως σήμερα λόγω του χρηματιστηρίου έργων
είναι συνηθισμένη η φετιχοποίηση ευτελών αντικειμένων
το σώβρακο του τάδε σταρ, με τις καπότες και τα σουτιέν του δείνα διάσημου ζευγαριού
όπως η παντόφλα του αγίου τσούτσουρα και της οσίας λουκουλίτσας το ταγάρι.
Εδώ όμως συζητάμε για αναβάθμιση διότι πέρα από το ωφελιμιστικό του πράγματος
αποδίδονταν στη βαρβαρότητα και την κακογουστιά
μαγικές διαστάσεις υψηλής ηθικής και ευμορφίας αντίστοιχα.
Η πόλη του Ρεθύμνου ήταν η εκκλησία του φαρ ουέστ
με την διττή σημασία του όρου, δημόσιος χώρος συγκέντρωσης άοπλων, ενόπλων
όπου οι ανυπόστατες διάφορες λύνονται σε τελική ανάλυση με τη δύναμη των όπλων
και ταυτόχρονα τόπος του θεού Δία στο άγριο και διαβολικό του,
ενώ ο Άγιος Νικόλαος είχε καταντήσει μια χαβούζα
έτσι τον χαρακτήριζε ένας ντόπιος λαϊκός ποιητής
μ' εκλεπτυσμένες, καλοσχηματισμένες ευτέλειες.
Στα λαϊκά, μπουκιά και συχώριο οι σκατούλες.


Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο αποτελεί μέρος της συλλογής του Γιάννη Σμίχελη Διάχυση. Μέρος πρώτο: Παρακμιακοί λαβύρινθοι.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Φωτεινής Χαμιδιέλη.
Η συλλογή δημοσιεύτηκε τμηματικά στο koukidaki.gr από τον Απρίλιο του 2024, κάθε Παρασκευή. Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συλλογή ξεκινήστε από εδώ. Ή συνεχίστε στο επόμενο.