John Emmans
[Το παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Η περιοχή που διαδραματίζεται η ιστορία είναι πραγματική. Ωστόσο, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα που ζουν ή έχουν πεθάνει είναι καθαρά συμπτωματική.]
Καλοκαίρι 1995
Η νύχτα ήταν ήσυχη, ο ήχος των τζιτζικιών είχε απλωθεί στον κάμπο της Αλμωπίας· ήταν η μόνη αισιόδοξη μελωδία μέσα στο έρεβος. Το ανάλαφρο καλοκαιρινό αεράκι έκανε τα χόρτα να κουνιούνται στον ζεστό αφιλόξενο ρυθμό του. Μια οχιά διέσχιζε τρομαγμένη τα χωράφια αφήνοντας πίσω της τους πρόποδες του όρους Πάικο, με κατεύθυνση προς το χωριό Εξαπλάτανος του νομού Πέλλας. Κάτι είχε τρομοκρατήσει το ιοβόλο ερπετό. Εκεί, στους πρόποδες του βουνού, καλυμμένη πίσω από κάτι βράχια, μια τρύπα στο έδαφος έκρυβε ένα σμήνος μικροσκοπικών πλασμάτων, όχι μεγαλύτερα από το μέγεθος ενός σπουργιτιού, τα οποία έβγαιναν τη νύχτα για να τραφούν.
Κάποιοι κάτοικοι των τριγύρω χωριών ισχυρίζονταν πως όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλαβε την περιοχή, την ονόμασαν Καρατζόβα (Μαύρη κοιλάδα) εξαιτίας τούτων τον επιθετικών πλασμάτων. Συνολικά δέκα στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους· για την ακρίβεια φαγώθηκαν ζωντανοί. Πρόβατα και αγελάδες εξαφανίζονταν συνέχεια.
Υπήρχαν δύο εκδοχές για τούτα τα πλάσματα. Οι περισσότεροι πίστευαν πως ήταν σαρκοφάγες νεράιδες ενώ οι υπόλοιποι δαιμονικές οντότητες. Ωστόσο, όποια κι αν ήταν η πραγματικότητα, οι ντόπιοι τα αποκαλούσαν λοιγά, από το αρχαίο λοιγός, που σημαίνει θανατηφόρος, που φέρνει τον όλεθρο. Λίγοι είχαν δει από κοντά τούτα τα πλάσματα, των οποίων η επιθετικότητα είχε κοπάσει λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για κάποιον λόγο, η θέασή τους είχε γίνει σπάνια και η διάδοση ιστοριών από γενιά σε γενιά είχε δημιουργήσει έναν αστικό μύθο, που με τα χρόνια είχε χάσει την έντασή του.
Ένα μικροσκοπικό πλασματάκι βγήκε από την τρύπα αφήνοντας το υπόλοιπο σμήνος πίσω στη φωλιά. Ήταν η σειρά του να αναζητήσει τροφή κι όταν θα έβρισκε κάτι ενδιαφέρον θα καλούσε τους υπόλοιπος για να επιτεθούν όλοι μαζί στο άτυχο θήραμα.
Οσμίστηκε τον αέρα προσπαθώντας να εντοπίσει μια ενδιαφέρουσα μυρωδιά. Είχε ανθρώπινη μορφή, δυο χεράκια, δυο ποδαράκια, δυο ματάκια στο χρώμα του ρουμπινιού, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν άγρια. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά το φεγγάρι κουνώντας ταυτόχρονα τα λεπτά διάφανα φτερά του, που ομοίαζαν με της λιβελούλας, για να ξεπιαστούν. Το ενδιαφέρον του τράβηξε μια κίνηση στον νυχτερινό ουρανό. Μια κουκουβάγια πετούσε προς το βουνό κρατώντας ένα τρωκτικό, που σφάδαζε, στα νύχια της. Γρύλισε απειλητικά γυμνώνοντας μια σειρά από κοφτερά κάτασπρα δοντάκια, που φωσφόριζαν μέσα στο σκοτάδι. Αυτά τα αναθεματισμένα πτηνά ήταν οι κύριοι αντίπαλοί τους, όχι μόνο τους έκλεβαν το φαγητό αλλά είχαν αποδεκατίσει το σμήνος.
Έκανε μερικά βήματα κι αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κίνδυνος τριγύρω, πέταξε ψηλά στον ουρανό με κατεύθυνση προς το χωριό Εξαπλάτανος. Έπρεπε να βρει κάτι ενδιαφέρον, κάτι γευστικό, όχι σαν το τελευταίο γεύμα τους, εκείνη τη λιπόσαρκη, ανόητη αλεπού, που βρέθηκε κοντά στη φωλιά τους. Όλα έγιναν γρήγορα, το σμήνος επιτέθηκε αμέσως κυκλώνοντας το άτυχο θηλαστικό, που δεν πρόλαβε να καταλάβει τι του είχε επιτεθεί. Ένιωσε αμέτρητα μικροσκοπικά δαγκώματα, όξινους πόνους σε όλο το κορμί της. Έκανε στροφές, σαν δαιμονισμένη, γύρω από τον εαυτό της προσπαθώντας να απαλλαγεί από το άλγος, όμως το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να δαγκώσει και να τραυματίσει ένα από τα πλάσματα. Έπειτα σωριάστηκε στο χώμα και φαγώθηκε ζωντανή...
Το Γυμνάσιο και Γενικό Λύκειο του χωριού ξεπρόβαλε μπροστά του. Προσγειώθηκε στα κεραμίδια και έριξε μια αναγνωριστική ματιά στον προαύλιο χώρο. Ένα ζευγαράκι, ένας δεκαοκτάρης με μια δεκαεξάρα, αγκαλιαζόταν και φιλιόταν με πάθος. Ζυγίζοντας βιαστικά την κατάσταση αποφάσισε πως έπρεπε να πάει πιο κοντά. Πέταξε προς το μέρος τους και προσγειώθηκε στο κλαδί ενός δέντρου. Γρύλισε απειλητικά, όταν ακούστηκε ο ήχος ενός αυτοκινήτου. Το όχημα σταμάτησε μπροστά από την είσοδο του κτηρίου και ένας φαλακρός, εύσωμος άντρας, γύρω στα πενήντα, βγήκε έξω φωνάζοντας και απειλώντας την κόρη του Δέσπω, που ερωτοτροπούσε με τον γιο του μπακάλη.
Το πλάσμα πέταξε εκνευρισμένο προς το υδραγωγείο του χωριού. Εκεί, το φως από το παράθυρο του τελευταίου σπιτιού τράβηξε το ενδιαφέρον του. Προσγειώθηκε και κοίταξε πίσω από την κατεβασμένη σήτα. Υπήρχε ένα παιδικό λίκνο στο δωμάτιο και μέσα του ένα βρέφος που κουνούσε αργά τα άκρα του βγάζοντας επιφωνήματα. Φρέσκο, τρυφερό κρέας. Το πλάσμα έκανε να μπει μέσα αλλά το λεπτό πλέγμα της σήτας το εμπόδισε. Γρύλισε και κοίταξε τριγύρω μήπως έβρισκε μια χαραμάδα ή κάτι για να χωθεί αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Έπρεπε να επιτεθεί, όμως δεν μπορούσε να τρυπώσει.
Προσπάθησε να γδάρει με τα νύχια του την σήτα αλλά δεν τα κατάφερε. Πέταξε κάνοντας τον κύκλο του σπιτιού και προσγειώθηκε στην άλλη πλευρά, στο παράθυρο της κουζίνας. Υπήρχε κι εκεί σήτα. Μέσα, ένας άντρας, γύρω στα είκοσι οχτώ, και μια γυναίκα, όχι μεγαλύτερη από είκοσι πέντε, καυγάδιζαν.
«Με έχεις πρήξει με τις υπερβολές σου, Τασούλα», της φώναξε.
«Σςς… πιο σιγά, θα ξυπνήσεις το μωρό», τον μάλωσε βάζοντας το δάχτυλό της ασυναίσθητα στη μύτη της.
«Σου είπα θα πάω με τα παιδιά για μπίρες», της είπε χαμηλόφωνα.
Εκείνη τον κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι.
«Με τα παιδιά;»
«Ναι, ρε γαμώτο, δεν θα λέμε κάθε φορά τα ίδια».
«Άσε μας, ρε Γιάννη, λες και δεν ξέρω ότι πας να δεις εκείνο το τσουλάκι από την Κωνσταντία».[1]
«Άρχισες πάλι; Δουλεύω σκληρά κάθε μέρα στα χωράφια και δικαιούμαι να το ρίχνω έξω πού και πού».
Η Τασούλα συγκράτησε τα νεύρα της και προσπάθησε να φερθεί ήρεμα.
«Κι εγώ; Θα είμαι συνέχεια κλεισμένη μέσα στο σπίτι;»
«Πάρε τις φίλες σου και βγες. Σου απαγόρευσα ποτέ να πας για καφέ;»
«Δεν είναι εύκολο με το μωρό. Εξάλλου εγώ θέλω με τον άντρα μου».
«Προχθές σε πήγα στην Αριδαία!» φώναξε αγανακτισμένος.
Η γυναίκα ένιωσε απαίσια. Της μιλούσε θαρρείς και της έκανε χάρη, θαρρείς και ήταν ο σκύλος του, τον οποίο είχε βγάλει για να κάνει την ανάγκη του κι έπειτα τον επέστρεψε πίσω στο σπίτι, στη μίζερη ζωή του.
«Είμαστε ένα χρόνο παντρεμένοι. Με βαρέθηκες κιόλας;» τον ρώτησε.
Κάνοντας μια αποδοκιμαστική κίνηση, ο Γιάννης άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σπίτι. Η Τασούλα έτρεξε πίσω του ακολουθώντας τον μέχρι το αγροτικό αυτοκίνητο. Εκείνος μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά τη μηχανή.
«Σε εκείνη θα πας, έτσι; Έχετε ραντεβού;»
«Ε, δεν τρώγεσαι με τίποτα», φώναξε ο Γιάννης και πάτησε το γκάζι.
Το πλάσμα προσπάθησε να τρυπώσει από την κεντρική είσοδο, καθώς η Τασούλα επέστρεφε στο σπίτι, αλλά δεν τα κατάφερε. Πέταξε ψηλά και προσγειώθηκε στο μπουρί της σόμπας. Έκανε να μπει μέσα αλλά το ενόχλησε η έντονη κάπνα. Εξαγριωμένο και πεινασμένο πέταξε πίσω στο παιδικό δωμάτιο, που είχε θέα το Όρος Πάικο. Στάθηκε μπροστά στη σήτα και προσπάθησε ξανά –χωρίς επιτυχία– να την σκίσει.
Το μωρό ήταν ξύπνιο. Κουνούσε τα χεράκια του. Η γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο και το πήρε στην αγκαλιά της. Φίλησε το κεφαλάκι του και το οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και το έβαλε να θηλάσει. Εκείνο ήπιε λαίμαργα το γάλα από το στήθος της μάνας του και αποκοιμήθηκε.
Το πλάσμα πέταξε μέχρι το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας όμως το παντζούρι ήταν κλειστό. Έμεινε εκεί για μερικές στιγμές περιμένοντας την επομένη κίνηση και τότε σήκωσε τα φτερά του κουνώντας τα ρυθμικά, αφήνοντας το τερέτισμά του να φτάσει μέχρι τη φωλιά. Αίφνης, το σμήνος πετάχτηκε από την τρύπα ακολουθώντας τις συντεταγμένες που του έστελνε ο ιχνηλάτης τους.
Η Τασούλα σηκώθηκε αθόρυβα και έβαλε το μωρό πίσω στο λίκνο. Βγήκε από το παιδικό δωμάτιο αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη και έκατσε στο σαλόνι. Είχε απίστευτη ζεστή, σκέφτηκε βάζοντας τον ανεμιστήρα απέναντί της καθώς άνοιγε την τηλεόραση για να παρακολουθήσει την επανάληψη ενός επεισοδίου της αγαπημένης της ελληνικής σειράς.
Ένιωσε την ανάγκη να τηλεφωνήσει στην κολλητή της, την Ελένη, για να μιλήσουν αλλά λογικά θα ήταν έξω, υπέθεσε. Τι ωραία να ήταν κι εκείνη ελεύθερη, σκέφτηκε νιώθοντας τα κεντρίσματα της ζήλιας, να μπορούσε να βγει για ποτό με τη φίλη της, όπως παλιά και... Όχι, για όνομα του Θεού, μάλωσε τον εαυτό της. Τι σκέψεις ήταν αυτές; Αν δεν είχε παντρευτεί δεν θα είχε αποκτήσει το αγγελούδι της, τούτο το μικρό σκύμνο...
Η εικόνα του Γιάννη να αγκαλιάζει εκείνο το γυμνό τσουλάκι από το γειτονικό χωριό έφερε δάκρυα στα μάτια της. Γιατί, πού να πάρει η ευχή! Τι είχε κάνει λάθος και ο άντρας της έψαχνε αλλού να κορέσει τις ορμές του;
Κοίταξε την ώρα. Ήταν δέκα. Σήκωσε το τηλέφωνο και έκανε τελικά κλήση στο σπίτι της Ελένης. Το σήκωσε η μητέρα της κι όταν ενημέρωσε την Τασούλα πως η φίλη βρισκόταν εκεί, ένιωσε χαρά και ανακούφιση να την πλημμυρίζουν.
Τα λοιγά πετούσαν νευρικά προς το σπίτι βγάζοντας περιέργους ήχους, ένα θριαμβευτικό εμβατήριο για το δείπνο που τους περίμενε. Φρέσκια, τρυφερή σάρκα...
«Είσαι σίγουρη ότι πήγε σε εκείνη;» ρώτησε η Ελένη. «Ίσως όντως συναντήθηκε με τον Κώστα και τον Θανάση για μπίρες».
«Είναι παντρεμένος τώρα! Δεν μπορεί να βγαίνει όπως παλιά με τους φίλους του».
«Ναι αλλά...»
«Αν ήθελε να ζει όπως πριν, να μην παντρευόταν», την διέκοψε η Τασούλα. «Τώρα έχει υποχρεώσεις, δεν μπορεί να με αφήνει βραδιάτικα μόνη με το μωρό».
«Γι' αυτό κι εγώ δεν παντρεύομαι», κάγχασε η Ελένη.
«Εσύ δεν παντρεύεσαι επειδή δεν υπάρχει κανένας τρελός να σε αντέξει», πετάχτηκε η μάνα της, η Γιώτα, και οι κοπέλες ξέσπασαν σε γέλια.
Τα λοιγά προσγειώθηκαν στο παράθυρο. Εξήντα ρουμπινιά ματάκια κοίταζαν τον σκύμνο μέσα στο λίκνο. Η βασίλισσα έδωσε εντολή να επιτεθούν όμως η σήτα τα εμπόδιζε. Σκόρπισαν στον αέρα κυκλώνοντας το σπίτι, ψάχνοντας μια τρύπα για να εισβάλουν μέσα.
Η Τασούλα έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε στην κουζίνα να πλύνει τα πιάτα και τον πάγκο. Άνοιξε το ραδιόφωνο και έβαλε τον αγαπημένο της σταθμό. Πάντα εκεί άκουγε τις πιο πρόσφατες επιτυχίες και μάθαινε τα μεγάλα σουξέ της εποχής.
Ένα πλασματάκι κάθισε στο παράθυρο του μπάνιου. Ευτυχώς, υπήρχε κι εκεί σήτα, μόνο που στο λεπτό πλέγμα υπήρχε μια μικρή τρυπούλα. Το έπιασε με τα χεράκια του κι άρχισε να τραβάει και να τραβάει μέχρι που εκείνο άρχισε να ξεχειλώνει. Πλάι του ήρθε ένα ακόμα για να το βοηθήσει.
Η Τασούλα ένιωσε την ανάγκη να επισκεφτεί το μπάνιο. Σκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα και πέρασε πρώτα από το δωμάτιο του μωρού για να βεβαιωθεί πως όλα ήταν καλά. Του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Λίγο πριν μπει μέσα άκουσε έναν περίεργο ήχο, σαν κάτι να σκίζεται ή να γδέρνεται. Άναψε γρήγορα το φως και μπήκε μέσα. Όταν είδαν τη λάμπα να ανάβει, τα πλασματάκια πέταξαν μακριά για να κρυφτούν.
Η Τασούλα μπήκε μέσα και περιεργάστηκε τον χώρο. Όλα έμοιαζαν να είναι φυσιολογικά. Το βλέμμα της έπεσε στη σήτα. Είχε δημιουργηθεί μια τρύπα. Ένιωσε τον θυμό της να γιγαντώνεται. Εκατό φορές είχε πει στον Γιάννη να αλλάξει το πλέγμα κι εκείνος βαριόταν. Ορίστε, τι θα γινόταν αν έμπαιναν κουνούπια; Ή κάτι μεγαλύτερο! Είχαν μωράκι. Έκλεισε το παράθυρο και αφού τέλειωσε από την τουαλέτα επέστρεψε στην κουζίνα για να συνεχίσει τις δουλειές της.
Η βασίλισσα στεκόταν πίσω από την σήτα του παιδικού δωματίου και κοίταζε με λαχτάρα την τρυφερή σάρκα του μωρού. Βγάζοντας έναν πνιχτό ήχο κάλεσε το σμήνος κοντά της κι εκείνο υπάκουσε αμέσως. Έπρεπε να ενώσουν τις δυνάμεις τους, να σπρώξουν όλα μαζί το πλέγμα και τότε η σήτα θα ελευθερωνόταν από τα γαντζάκια και θα μαζευόταν με δύναμη πίσω στη θέση της. Ασκώντας πίεση, έσπρωξαν όλα μαζί και το πλέγμα της σήτας άρχισε να καμπυλώνει επικίνδυνα. Έβαλαν περισσότερη δύναμη...
Η σκέψη της Τασούλας πετούσε μακριά, καθώς έπλενε πιάτα, στον σύζυγό της Γιάννη. Άραγε ήταν με την άλλη; Τι είδους παιχνίδια του έκανε εκείνη που δεν του έκανε η ίδια; Ίσως έφταιγαν τα κιλά που είχε πάρει μετά την εγκυμοσύνη ή ίσως ήταν οι αντρικές ορμές που... Όχι! Δεν θα τον δικαιολογούσε τόσο εύκολα, συνοφρυώθηκε. Όταν το τραγούδι του αγαπημένου της καλλιτέχνη ακούστηκε από το ραδιόφωνο αύξησε λιγάκι την ένταση και κάθισε στο τραπέζι.
ΜΠΑΜ!
Ακούστηκε ένας δυνατός ήχος από το δωμάτιο του μωρού κι έπειτα το κλάμα του σκύμνου την έκανε να τιναχτεί όρθια. Έτρεξε και μπήκε μέσα. Αρχικά, το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν η ανοιχτή σήτα, έπειτα με τρόμο είδε τα μικροσκοπικά πλασματάκια να πετάνε σαν δαιμονισμένα μέσα στο δωμάτιο. Μα το χειρότερο ήταν πως μερικά από δαύτα είχαν κιόλας επιτεθεί στο μωρό. Σοκαρισμένη, άπλωσε τα χέρια για να προστατεύσει το αγγελούδι της μα μετά την εντολή της βασίλισσας όλα μαζί την κύκλωσαν δαγκώνοντάς τη σε όποιο σημείο του σώματός της μπορούσαν, όπως τα επιθετικά πιράνχας του Αμαζονίου.
«Βοήθεια!» τσίριξε με όλη της τη δύναμη μα ήταν αρκετά απομακρυσμένη από τα υπόλοιπα σπίτια και στο πλησιέστερο έμενε η γλυκιά κυρία Ζωή, όμως έλειπε στη Θεσσαλονίκη, ο γιος της την είχε πάρει κοντά του για να την προσέχει.
Μέσα στο παιδικό λίκνο, η βασίλισσα είχε αρχίσει να δαγκώνει την τρυφερή σάρκα του σκύμνου. Η Τασούλα πονούσε αλλά δεν το έβαλε κάτω, όταν άκουσε τις τσιρίδες του μωρού της, άρπαξε ένα από τα λοιγά και ασκώντας πίεση στα χέρια της το τραυμάτισε θανάσιμα συνθλίβοντάς το από τη μέση και κάτω. Το πέταξε με δύναμη στον τοίχο κι έπειτα άδραξε άλλο ένα ακολουθώντας τις ίδιες κινήσεις. Αίφνης, τα πλασματάκια τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση και τα πόδια της και την έριξαν κάτω. Ένα από εκείνα ανέβηκε στο κεφάλι της και δάγκωσε το αφτί της. Θα ορκιζόταν πως άκουσε τη φωνούλα του, ένα τιτίβισμα...
Είκοσι εφτά λοιγά την έσερναν προς τον διάδρομο αφήνοντας ανενόχλητη τη βασίλισσα μέσα στο λίκνο, μόνη με τον τρυφερό μεζέ της. Η Τασούλα πιάστηκε από το κάσωμα της πόρτας βάζοντας αντίσταση. «Όχι», φώναξε τρομοκρατημένη. Υπό άλλες συνθήκες, θα έτρεχε φοβισμένη να σωθεί από το αλλόκοτο θέαμα των πλασμάτων ή θα έπεφτε αναίσθητη να την κατασπαράξουν, τώρα όμως το μητρικό ένστικτο την όπλιζε με θάρρος και κουράγιο, να τα βάλει ακόμα και με ένα αρσενικό λιοντάρι για να προστατέψει το σκύμνο της.
Την δάγκωναν στα πόδια, τα πλευρά και την κοιλιά, ο πόνος ήταν αφόρητος. Άφηνε άναρθρες κραυγές καθώς προσπαθούσε να μείνει γαντζωμένη στο κάσωμα. Μετά από μερικές στιγμές γενναίας αντίστασης τα χέρια της γλίστρησαν και τα λοιγά την έσυραν προς την κουζίνα. Τότε θυμήθηκε το εντομοαπωθητικό πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού δίπλα από τον καναπέ. Τραβώντας το με το χέρι της το τραπεζάκι, το έριξε κάτω και με μια γρήγορη κίνηση άρπαξε το μεταλλικό μπουκάλι ψεκάζοντας τα αναθεματισμένα πλασματάκια. Εκείνα την ελευθέρωσαν αμέσως και σκόρπισαν στο σαλόνι πετώντας ζαλισμένα από την αιφνιδιαστική αντεπίθεση της γυναίκας. Συνέχισε να ψεκάζει μέχρι που άδειασε όλο το μπουκάλι. Έβηξε καθώς είχε αναπνεύσει και η ίδια αρκετό από το αερόλυμα.
Χωρίς να χάσει χρόνο, η Τασούλα σηκώθηκε και έτρεξε στο δωμάτιο του μωρού. Όταν η βασίλισσα σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε κατάματα γρύλισε απειλητικά. Από το στοματάκι της έσταζε αίμα.
«Μακριά από το μωρό μου!» φώναξε η γυναίκα και επιτέθηκε χτυπώντας τη με δύναμη πάνω στα ξύλινα κάγκελα του λίκνο. Έπειτα άρπαξε το μωρό της και του έριξε μια βιαστική ματιά. Το κακόμοιρο ανθρωπάκι έκλαιγε απαρηγόρητο, τρομοκρατημένο, νιώθοντας το άλγος στο κορμί του. Το λευκό φορμάκι του ήταν σκισμένο και ματωμένο σε αρκετά σημεία όμως, δόξα τω Θεώ, ήταν ζωντανό. Έπρεπε να το πάει στο νοσοκομείο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το φίλησε στο κεφαλάκι για να το καθησυχάσει και το ακούμπησε στο στήθος της για να μυρίσει τη μανούλα του. Έπειτα, πήδηξε προσεκτικά έξω από το παράθυρο και κρατώντας σφιχτά τον σκύμνο έτρεξε προς το χωριό.
Κοίταξε το αίμα που κυλούσε από την κοιλιά και τα πόδια της. Ένιωσε μια ζαλάδα να την τυλίγει. Δεν θα το έβαζε κάτω, για το καλό του μωρού της έπρεπε να διασχίσει την αυλή, να βγει στον δρόμο και να κατηφορίσει μέχρι το σπίτι του γείτονα Πέτρου.
Αίφνης, ένας ήχος πίσω της την έκανε να τρομοκρατηθεί. Τα λοιγά είχαν βγει από το παράθυρο και κατευθύνονταν κατά πάνω της. Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα. Στράφηκε προς την αποθήκη και είδε τον γεωργικό ελκυστήρα παρκαρισμένο στο υπόστεγο. Έτρεξε προς το μπλε όχημα και ακουμπώντας για μια στιγμή στους μεγάλους οπίσθιους τροχούς, μπήκε στην καμπίνα και κλείστηκε μέσα. Δίπλα από τη θέση του οδηγού υπήρχε ένα μεγάλο παγούρι με νερό. Αν και ήταν ζεστό, το πήρε και ήπιε· έπρεπε να ενυδατωθεί.
Τα πλάσματα κύκλωσαν την καμπίνα χτυπώντας το πλεξιγκλάς αλλά δεν ήταν τόσο δυνατά για να το σπάσουν. Η βασίλισσα έφτασε τελευταία και προσγειώθηκε μπροστά από την Τασούλα. Ήταν κι εκείνη μάνα, το μόνο που ήθελε ήταν να ταΐσει τα δικά της παιδιά. Είχε χάσει και η ίδια δύο από τα χέρια της Τασούλας, όμως γνώριζε πως έτσι είναι ο κύκλος της ζωής, ο πιο δυνατός επιβιώνει.
Η Τασούλα ένιωσε τα μάτια της να κλείνουν, η αιμορραγία εξασθενούσε τις ζωτικές λειτουργιές της. Δεν έπρεπε να εγκαταλείψει. Άπλωσε το χέρι της και έβαλε μπροστά το όχημα. Στο άκουσμα της μηχανής, τα πλάσματα σκορπίστηκαν στον αέρα. Μονό η βασίλισσα έμεινε εκεί, ατρόμητη στη θέση της, πίσω από το πλεξιγκλάς, να κοιτάζει τα δύο ανθρώπινα όντα. Δεν θα εγκατέλειπε τη μάχη, μάνα εναντίον μάνας και η νικήτρια θα τα έπαιρνε όλα.
Ο γεωργικός ελκυστήρας κινήθηκε προς την έξοδο. Η Τασούλα οδηγούσε με δυσκολία κρατώντας στο ένα χέρι το τιμόνι και στο άλλο το μωρό. Ζαλιζόταν και ανησυχούσε ταυτόχρονα για την υγεία του παιδιού της. Δεν την ένοιαζε να πεθάνει η ίδια, το μόνο που ήθελε ήταν να προλάβει να σώσει τον σκύμνο. Πού στο καλό ήταν ο Γιάννης; Γιατί πάντα όταν χρειάζεσαι τον άντρα στο σπίτι εκείνος λείπει; Αναρωτήθηκε κοιτάζοντας κατάματα εκείνη την άγρια σκύλα με τα ρουμπινί μάτια.
Η βασίλισσα ήθελε να επιτεθεί αλλά δεν μπορούσε, δεν υπήρχε τρόπος να τρυπώσει μέσα στην καμπίνα. Γρύλισε και η Τασούλα της χάρισε ένα θριαμβευτικό, ειρωνικό χαμόγελο. «Να πας στο διάολο!» φώναξε καθώς οδηγούσε το αργοκίνητο όχημα έξω από την αυλή του σπιτιού της.
Ένας περίεργος ήχος, ένα αδύναμο τερέτισμα από το παιδικό δωμάτιο, τράβηξε την προσοχή της βασίλισσας. Τα θανάσιμα τραυματισμένα παιδάκια της την καλούσαν κοντά τους. Όταν ο ελκυστήρας βγήκε στην άσφαλτο, εκείνη κούνησε τα φτερά της και σηκώθηκε στον αέρα κοιτάζοντας το όχημα από ψηλά καθώς πλησίαζε το γειτονικό σπίτι. Έπειτα επέστρεψε ηττημένη πίσω στο σμήνος.
Χωρίς να χάσει χρόνο, η Τασούλα έριξε το βαρύ όχημα πάνω στη συρομένη πόρτα αλουμινίου της αυλής του Πέτρου Φωτίου και την γκρέμισε. Πάτησε φρένο και έμεινε εκεί μέσα εξαντλημένη.
Ο Πέτρος, η σύζυγός του και οι δύο γιοι τους βγήκαν από το σπίτι αναστατωμένοι για να δουν τι είχε συμβεί. Έτρεξαν προς τον ελκυστήρα. Άνοιξαν την πόρτα.
«Τασούλα! Τι συμβαίνει, κορίτσι μου; Τι έπαθες;»
«Γρήγορα, ένα ασθενοφόρο... το μωρό», τραύλισε με μισόκλειστα μάτια.
Ο Πέτρος πήρε αργά το μωρό από την αγκαλιά της και το αφουγκράστηκε. Στράφηκε προς τον μεγάλο του γιο και είπε: «Πρέπει να τους μεταφέρουμε αμέσως στο νοσοκομείο. Ετοίμασε το αυτοκίνητο». Έπειτα κοίταξε τη γυναίκα του: «Τηλεφώνησε στην Αστυνομία και βρείτε τον Γιάννη!»
«Τι έγινε, Πέτρο; Τι συμβαίνει; Φοβάμαι...»
«Τα λοιγά ήταν γυναίκα», της αποκρίθηκε κοιτάζοντας προς τον δρόμο.
Εκείνη γούρλωσε τα μάτια σφραγίζοντας ταυτόχρονα το στόμα της. Πήρε το σκύμνο από τα χέρια του άντρα της και τον κοίταξε σοκαρισμένη.
«Πέτρο! Είναι νεκρό...»
«Το ξέρω, γυναίκα».
Copyright © John Emmans All rights reserved, 2025
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Πόπης Μπίσσα [Αποξένωση, μικτή τεχνική]
[1] Η Κωνσταντία είναι το γειτονικό χωριό.
![Πίνακας Πόπης Μπίσσα [Αποξένωση, μικτή τεχνική] Πίνακας Πόπης Μπίσσα [Αποξένωση, μικτή τεχνική]](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhlbghxXlqByC2uM5JoQdBCDWlt2vXr7APqh6u_ZhV0WO_vQn1C66iE-b6f9_wlwSHIAg1K6h5wwTx2tsF3ghijikMsNYNhZ37eK2653eZp_f-Wx-XBYLMMfH6eFqYxyt1zoweQBnd18xuwZnOPzhS56oMg9unJ0F17EV0tS-kpmiVtVe3mkaGAuEd1jInR/w320-h320/3.png)


