Η παράσταση της Φαλακρής τραγουδίστριας ξεκινά πριν ακουστεί η πρώτη λέξη. Με την είσοδο του κοινού στην αίθουσα, οι ηθοποιοί και οι μουσικοί βρίσκονται ήδη στη σκηνή: ακίνητοι, στημένοι σαν εκθέματα. Ένα τραπέζι με τέσσερα άτομα στο κέντρο, οι μουσικοί αριστερά και στο βάθος και στο αριστερό μέρος της πλατείας μια βάρκα –που θυμίζει κανό– ακουμπισμένη πάνω στα καθίσματα. Η παρατεταμένη σιωπή και η ακινησία δημιουργούν μια αίσθηση αμηχανίας που μεταφέρεται στον θεατή.
Η βάρκα δεν είναι απλώς σκηνικό· είναι έκθεμα, ένα παράδοξο στοιχείο που παρακολουθεί τη δράση σαν να περιμένει να συμβεί κάτι. Θυμάμαι έντονα τη στιγμή που η κυρία Σμίθ, η Ειρήνη Κυριακού, κάθεται πάνω στην καρέκλα και ο ήχος που ακολούθησε –σαν να έχει «σπάσει» κάτι ή να έχει γίνει ένας θόρυβος απρόσμενος– δημιούργησε αμέσως γέλιο. Δεν ήταν απλώς μια κίνηση· ήταν μια μικρή έκρηξη μέσα στη σιωπή της σκηνής, ένα στιγμιαίο ξεγύμνωμα της τάξης που είχε στηθεί, που ξάφνιασε και ταυτόχρονα διασκέδασε τον θεατή.
Από τις στιγμές που ξεχώρισα περισσότερο ήταν η σκηνή με τα μικρά παιχνίδια – τα ζωάκια και τις φιγούρες που η ηθοποιός Ιφιγένεια Δατσιάδου απλώνει προσεκτικά πάνω στη σκηνή, σαν να στήνει έναν δικό της μικρό κόσμο μέσα στον ήδη παράλογο κόσμο του έργου. Εκεί ένιωσα ότι η παράσταση αποκτά μια ανάσα παιχνιδιού και φαντασίας, χωρίς να επιδιώκει ερμηνευτικές βεβαιότητες.
Το White Rabbit των Jefferson Airplane, το οποίο ερμηνεύεται με ένταση και ακρίβεια, εγκαθιδρύει από την αρχή μια χαρούμενα ανατρεπτική, σχεδόν ψυχεδελική, διάθεση. Αντίστοιχα, η στιγμή που η ηθοποιός συστήνεται ως υπηρέτρια, με τη συνοδεία του τραγουδιού Η Μαίρη λέει να πάει απόψε σινεμά (θα πήγαινε αν μπορούσε κάθε βράδυ) του Παυλίδη, λειτούργησε για μένα καθοριστικά. Βρήκα ιδιαίτερα εύστοχο το γεγονός ότι η σκηνοθέτης επιλέγει ένα τόσο γνώριμο ελληνικό τραγούδι, δημιουργώντας μια άμεση σύνδεση με τον θεατή και φέρνοντας τον κόσμο του Ιονέσκο πιο κοντά στο σήμερα. Η μουσική δεν σχολιάζει απλώς τη δράση, αλλά γίνεται ενεργό μέρος της. Είναι σαν αυτές τις στιγμές –όπου κίνηση, φωνή και αντικείμενα συνυπάρχουν χωρίς να εξηγούνται– που ο χαρακτήρας αποκτά για μένα αληθινή ζωντάνια.
Η σκηνοθετική ανάγνωση της Μαριλένας Κατρανίδου αντιμετωπίζει το κείμενο του Ιονέσκο ως μηχανισμό. Οι επαναλήψεις, οι ασυνέχειες και η αποδόμηση της γλώσσας παρουσιάζονται με ρυθμική ακρίβεια. Το θέατρο του παραλόγου προκύπτει εδώ όχι ως έκρηξη, αλλά ως αποτέλεσμα φθοράς: η επικοινωνία έχει αντικατασταθεί από μια μηχανική εκφορά λόγου, όπου οι λέξεις προηγούνται της σκέψης.
Η υποκριτική λειτουργεί κυρίως ως σύνολο. Οι ηθοποιοί Ιφιγένεια Δατσιάδου, Πάνος Δεληνικόπουλος, Ειρήνη Κυριακού, Μαρία Σαραφίδου και Αλέξης Τσιάμογλου παρουσιάζουν εξαιρετική σύνδεση μεταξύ τους, με κοινό ρυθμό και πειθαρχία, ενώ ο Πάνος Δεληνικόπουλος αναδεικνύει τον κύριο Σμιθ με ήρεμη σταθερότητα και προσεκτική παρατήρηση, όπου κάθε μικρή παύση ή κίνηση ενισχύει διακριτικά το παράλογο της σκηνής. Οι φωνές τους είναι καθαρές, με σαφή άρθρωση, επιτρέποντας στον αποδομημένο λόγο να ακουστεί χωρίς να χάνει τη σκηνική του δύναμη. Τα σώματα θυμίζουν χορευτές σε πρόζα: η κίνηση δεν υπηρετεί ψυχολογική εξέλιξη, αλλά τη μορφή και τον χρονισμό. Κάθε σκηνή οργανώνεται σαν αυτόνομη εικόνα, σχεδόν σαν φωτογραφία.
Τα σκηνικά στοιχεία πάνω στη σκηνή ήταν πολύ καλά τοποθετημένα και παρέμεναν μόνιμα σε συνδυασμό με τους ηθοποιούς. Δεν λειτουργούσαν ως απλό φόντο, αλλά ως ενεργό μέρος της σκηνικής σύνθεσης, δημιουργώντας διαφορετικά επίπεδα δράσης. Μέσα από τη σχέση τους με τα σώματα και τις κινήσεις των ηθοποιών, γέμιζαν ολόκληρη τη σκηνή, χωρίς να αφήνουν κενά, ενισχύοντας την αίσθηση ενός οργανωμένου, μηχανικού κόσμου. Η σταθερότητα των σκηνικών, σε συνδυασμό με τη ρυθμική παρουσία των ηθοποιών, συνέβαλε στη συνολική αίσθηση φόρμας και ακρίβειας της παράστασης.
Η ενδυματολογία της Διδώς Γκόγκου κινείται σε αγγλική, αστική αισθητική: κομψά, προσεγμένα ρούχα, χωρίς υπερβολές. Η φαινομενική κανονικότητα εντείνει την ειρωνεία του έργου, καθώς η γλωσσική και νοηματική αποσύνθεση ξεπηδά από έναν κόσμο απολύτως τακτοποιημένο.
Οι μουσικοί επί σκηνής εντάσσονται οργανικά στη σκηνική σύνθεση, υπογραμμίζοντας τον ρυθμό και τη μηχανικότητα, χωρίς να κατευθύνουν συναισθηματικά τον θεατή.
Οι ήχοι των Δημήτρη Λώλη, Νίκου Τσόπογλου, Νίκου Βρύζα είναι πάντα γνώριμοι, αναγνωρίσιμοι, χωρίς να ακούμε κάτι ξένο ή έντονα πειραματικό. Αυτή η επιλογή ενισχύει την αίσθηση κανονικότητας που διατρέχει την παράσταση, κάνοντας το παράλογο να προκύπτει όχι από τον ήχο, αλλά από τη χρήση και την επανάληψή του μέσα σε έναν αποδομημένο σκηνικό κόσμο.
Ο φωτισμός στην παράσταση ήταν διακριτικός και ακριβής, δημιουργώντας σκιές που έδιναν βάθος στη σκηνή και υπογράμμιζαν τις σιωπές και τη μηχανικότητα των κινήσεων. Τα αντικείμενα και οι ηθοποιοί ξεχώριζαν μέσα στις σκιές, ενώ το φως καθοδηγούσε διακριτικά την προσοχή του θεατή. Ωστόσο, δεδομένης της σημασίας του φωτισμού στο θέατρο του παραλόγου, για την ένταση και την αίσθηση του παράλογου, θα ήθελα να τον δω πιο έντονο, με βαθύτερη σκίαση: οι σκιές θα μπορούσαν να γίνουν πιο «αισθητές» και δραματικές, κάνοντας τις σιωπές και τις μικρές κινήσεις σχεδόν χειροπιαστές και ενισχύοντας την αίσθηση ενός κόσμου αποκομμένου από την κανονικότητα.
Ένα ακόμα στοιχείο, που μου έκανε εντύπωση, ήταν ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκε η αγγλική γλώσσα σε κάποιους διαλόγους, ειδικά στον διάσημο διάλογο αναγνώρισης μεταξύ του κυρίου Μαρτέν [Αλέξης Τσιάμογλου] και της κυρίας Μαρτέν [Μαρία Σαραφίδου]. Ο τρόπος που οι ηθοποιοί χειρίστηκαν την αγγλική –τόσο ακριβής, τόσο «αγγλική» στην εκφορά της– το έκανε ιδιαίτερα κωμικό. Η γλώσσα δεν απομάκρυνε τον θεατή από τη σκηνή, αλλά πρόσθεσε ένα επιπλέον επίπεδο χιούμορ, κάνοντας την παράσταση πιο ζωντανή και παιχνιδιάρικη. Οι λίγες φράσεις στα ισπανικά ή οι αγγλικές ατάκες χρησιμοποιήθηκαν με μέτρο, ενισχύοντας το γέλιο χωρίς να αποσπούν την προσοχή.
Η παράσταση δεν επιδιώκει να σοκάρει ή να απειλήσει τον θεατή, αλλά να τον τοποθετήσει στη θέση του παρατηρητή. Δεν καλεί σε ταύτιση, αλλά σε παρακολούθηση ενός κόσμου που λειτουργεί με αυστηρούς, μηχανικούς κανόνες. Το γέλιο προκύπτει συχνά μέσα από την αναμονή και την αμηχανία, όχι από την υπερβολή, δημιουργώντας μια απόσταση που επιτρέπει τη σκέψη.
Στο σύνολό της, η παράσταση είναι μια σκηνική ανάγνωση με σαφή αισθητική ταυτότητα, βασισμένη στον ρυθμό και στη συλλογική ακρίβεια. Το παράλογο παρουσιάζεται ως καλοκουρδισμένος μηχανισμός εικόνων και σιωπών. Μια παράσταση που αφήνει τον θεατή περισσότερο να παρατηρεί παρά να απειλείται – σαν να κοιτά μια σειρά από φωτογραφίες ενός κόσμου που έχει πάψει εδώ και καιρό να μιλά.
Τέλος, συγχαρητήρια στην παραγωγή TooFarEast και στο θέατρο Αμαλία για την εξαιρετική δουλειά και την καθαρή αισθητική ταυτότητα της παράστασης. Το έργο έχει παραταθεί μέχρι τις 4 Ιανουαρίου 2026, δίνοντας τη δυνατότητα σε ακόμα περισσότερο κοινό να απολαύσει αυτή την μοναδική σκηνική εμπειρία.
Έλενα Λαζόγλου
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου



