Ορίστε μία σύγχρονη μυθοπλάστης που ξέρει να κάνει ατμόσφαιρα, σκέφτηκα μετά τις πρώτες σελίδες διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Φωτεινής Δράκου Τα τραγούδια αυτοκτονίας της αδερφής Τζουντ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γραφή.
Καθώς όλη η ιστορία διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ολιγοήμερων καλοκαιρινών διακοπών, δεν έχουμε κάποια ιδιαίτερη πλοκή όμως έχουμε ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα, ύφος και στιλ εποχής (το μυθιστόρημα θα ήταν εποχής αν έλειπαν κάποια –ελάχιστα– στοιχεία της αφήγησης, όπως η αναφορά στον Βαρουφάκη, που ξεκαθαρίζουν το χρονικό στίγμα και τοποθετούν την ιστορία στα τελευταία χρόνια) κι ένα γόνιμο χιούμορ που χρειάζεται ως «ξέπλυμα» της δραματικής ιστορίας, με την τελευταία να δομείται μέσα από διαδοχικές εικόνες.
Κι έτσι, έχουμε μια μεγάλη εικόνα που ολοκληρώνεται σελίδα τη σελίδα μέσα από τα συμβάντα των διακοπών μιας παρέας. Η κεντρική ηρωίδα, η αφηγήτρια της μυθοπλασίας, λειτουργεί ως καταγραφέας προσωπικού ημερολογίου όπου εξομολογείται σκέψεις, αισθήματα κι εμπειρίες. Αυτές οι ημέρες που περνούν οι τρεις τους (δύο κορίτσια και ένα αγόρι) παρουσιάζουν αυξομειώσεις εντάσεων και διασκέδασης.. βιώνουν πολύ χάλια στιγμές, τραγικές αλλά και άλλες ανέμελες, χαλαρές και όμορφες. Όλες τους όμως υπό έναν κοινό παρονομαστή που δεν είναι άλλος από έναν κρυφό έρωτα σε συνδυασμό με έναν φανερό, έναν παλιό, έναν νέο και έναν απρόσμενο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί η ηρωίδα να γράφει ότι έχει κουραστεί με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς που θα μπορούσε να είχε συμβεί όμως μια γνωριμία-έκπληξη θα έρθει την πιο κατάλληλη στιγμή να φωτίσει τα σκοτάδια της, να δώσει διέξοδο και να προσφέρει με θετικό τρόπο.
Από την άλλη, το αντικείμενο-φετίχ όλου του βιβλίου είναι μια κασέτα μουσικής (ναι, από εκείνες της δεκαετίας του '80, τις γνωστές μαγνητοταινίες), τα τραγούδια της οποίας μπορεί ο αναγνώστης να τα βρει στο οπισθόφυλλο και, μάλιστα, διαθέτει τα βασικά χαρακτηριστικά των κασετών που είχαμε τότε: το πώς τις εγγράφαμε ως προς τον τρόπο αλλά και ως προς το περιεχόμενο. Το mix tape, όπως το λέγαμε, δηλαδή μια μίξη διαφόρων ακουσμάτων, ένα τουρλού από ελληνικά και ξένα, λαϊκά και ποπ μαζί κ.ο.κ. δίπλα δίπλα, χωρίς καμία οργάνωση. Επίσης, έχει και τη διάρκεια μιας τέτοιας κασέτας γιατί τότε ήμασταν περιορισμένοι σε ωριαίες εγγραφές (πάνω κάτω) γιατί οι κασέτες δεν είχαν χώρο για περισσότερη, δηλαδή μεγαλύτερη, ταινία.
Γενικότερα, υπάρχει κάτι από Βαμβουνάκη, ένα κλασικότροπο στιλ μαζί με μοντέρνο, κάτι από αύρα εποχής όμως σύγχρονη η ματιά, κάτι ρετρό όμως συνδυασμένο με νέους χαρακτήρες... μία μίξη παλαιότερων «χρωμάτων» αλλά στην τωρινή εφαρμογή τους. Ένα αμάλγαμα που κερδίζει, γοητεύει και αφήνει μια πολύ όμορφη αίσθηση. Ένα ωραίο βιβλίο.
Και, όντως, ξυπνά μνήμες από ελληνικά καλοκαίρια σε νησιά, όπου όλα ήταν/είναι πιθανά και όπου μια νεανική σχέση, ένας έρωτας, αποτελούσε τον κόσμο όλο, κάλυπτε κάθε συλλογισμό και σκέψη ενώ μας απασχολούσε χωρίς να αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο (όπως για παράδειγμα τα περιορισμένα χρήματα που φτάνουν δεν φτάνουν) και με τα οποία στοιχεία μπορείς να ταυτιστείς (αν έχεις βιώσει ένα τέτοιο καλοκαίρι) –περισσότερο βέβαια αν έχεις γεννηθεί πριν το 1980– ή να οραματιστείς (αν η ηλικία σου δεν σε πάει ως εκεί). Α, και τα πάρτι (μας), εκείνα που γίνονταν στα σπίτια και όπου χορεύαμε ανά ζευγάρια ξένα ποπ κομμάτια που έκαναν επιτυχία στην Ελλάδα.
Ένα απίθανο ανάγνωσμα, ένα αισθηματικο-ερωτικό δράμα που ταξιδεύει και γοητεύει.