Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη
Η ποίηση ξεκινά όταν το βίωμα ολοκληρώνεται. Εκείνη το εκπληρώνει. Γιατί μόνο όταν ενσωματωθεί στην συμπαντικότητα, μόνο τότε αποκτά την πραγματική του σημασία κι αξία. Πέρα από επιστημονικές αναλύσεις, με όλες τις μεθόδους συγκέντρωσης και επεξεργασίας των στοιχείων, το βίωμα είναι η μαγιά της εμπειρίας αρκεί να στοχάζεται ο δρων και να μην ανακυκλώνεται, αρκεί να έχει την ικανότητα να μην παγιδεύεται στους φαύλους κύκλους της καθημερινότητας των συνηθειών. Η ποίηση είναι η διερεύνηση της αλήθειας πέρα από τον θετικιστικό τρόπο. Ακριβώς γιατί ακόμα και η διεπιστημονικότητα δεν λαμβάνει πια τον άνθρωπο ή τη φύση υπόψιν αλλά τους στόχους των επενδυτών. Ο διαφωτισμός, αν δεν ήταν η Οκτωβριανή Επανάσταση, θα είχε ήδη λήξει με την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ακριβώς επειδή ερμηνεύτηκε ο πόλεμος ως το παιχνίδι των ρομαντικών εραστών του θανάτου. Η νίκη του σοβιετικού λαού και όχι του Στάλιν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έδωσε ζωή αναπαλαιώνοντας τον δυτικό καπιταλισμό έτσι ώστε με την κεϊνσιανή πολιτική να φαίνεται ευχάριστος στους πολίτες του μέσω της αφθονίας των άχρηστων αντικειμένων σε μια ψευδαίσθηση καταναλωτικής προόδου. Έγινε η αστική επαναστατικότητα πάρτι χερουβικών ναρκομανών. Και ο ξεβράκωτος Χριστός μες στην ψυχεδέλεια κατάφερε να πετάξει σαν χαρταετός πάνω από τα κεφάλια των κρυφορατσιστών ώστε να τον προσκυνήσουν από συνήθεια. Τα άδεια σώματα έχουν ανάγκη από ανθεκτικά και φιγουράτα δέρματα για να κρύβουν το κρύο τους γιατί εφόσον το δουν θα παγώσουν από τον πανικό και τον τρόμο. Σήμερα πια δεν υπάρχει η ιδέα της προόδου, μήτε το χρήμα για σκληροπετσιά πολυτελείας έτσι ώστε να βγάζουμε την κενότητά μας ως παγωμάρα απέναντι στον κίνδυνο που εμείς οι ίδιοι έχουμε προκαλέσει. Το ξεπούλημα είναι τέτοιο ώστε ούτε η παραμυθατζού χριστιανοσύνη μπορεί να παίξει το χαρτί της μεταθανάτιας ζωής και των θαυμάτων με προϋπόθεση την πίστη. Οι άνθρωποι είναι αρκετά εγγράμματοι για να μην καταπίνουν τις μπαρούφες περί υπερφυσικού παραδείσου αλλά υπερβολικά παραδόπιστοι και επομένως ανίκανοι για μαζική συλλογική δράση. Άλλωστε, ποιο είναι το επαναστατικό περιεχόμενο εφόσον καμία ιδεολογία δεν είναι αλώβητη, αλλά όλες σπασμένα βάζα στο τραπέζι διαπραγμάτευσης των επαγγελματιών κυβερνητών; Το όραμα της σύγχρονης μεγαλοαστικής τάξης είναι η κατάργηση του ανθρώπινου και της ανθρωπιάς. Ποιος μπορεί να πιστέψει σε κάτι τέτοιο όσο πειθήνιος κι αν είναι; Ποιος να εμπνευστεί για να αγωνιστεί με τη ζωή του για κάτι καλύτερο; Η σημερινή ποίηση είναι ένας εκ γενετής τυφλός που ψάχνει να δει με όλο το σώμα του, εκτός από τους ανίκανους οφθαλμούς του, το μέλλον γιατί το παρόν δεν έχει ανάγκη ούτε να το φωτογραφίσει αφού δεν φέρει κάτι το όμορφο. Το σημερινό ωραίο είναι αντιγραφές του παρελθόντος ή το άσχημο ως αναβαπτισμένο πειραματική τέχνη. Ο ποιητής δεν μπορεί να γράψει κάτι καλαίσθητο γιατί δεν βρίσκει τίποτα πιο όμορφο από τα γυμνά σώματα στις πορνοταινίες. Ακόμα και τα παρθένα μέρη έχουν χάσει την παρθενιά τους προ πολλού από την τεχνολογία. Όταν οι κάμερες τραβάνε σαν να είναι αυτόματος πιλότος, ο άνθρωπος έχει παραχωρήσει στις συσκευές τον ορισμό του ωραίου.
Ο Λευτερογιάννης ήταν η δίκη μου έμπνευση, ξεδίπλωνε τα φύλλα του μεταφυσικού με τον αρχέγονο υλισμό του και την κομμουνιστική του απλοϊκότητα ώστε άνοιγε η ψυχή του ανθρώπου που συναντούσε. Αν και δεν ήταν ο επίσημος αρχηγός των εναπομείναντων αγωνιστών ενέπνεε εμπιστοσύνη και σεβασμό, συγγενής εξ αγχιστείας του Ρουκούνη –ο αδελφός του παντρεμένος με την αδελφή που δολοφόνησαν οι ναζί και ο ίδιος παντρεμένος με μια ξαδέλφη του– κι αγγελιοφόρος του, έπειθε τον καθένα να του εκμυστηρεύεται ό,τι κουβάλαγε ανομολόγητα για χρόνια. Ο Κρούστας με τους αντιστασιακούς του με κράτησε στη ζωή, με προσανατόλισε στην μετανάστευση και μ' έσωσε από τον μικροαστικό πεσιμισμό μου. Δεν γούσταρα τότε τον Πεσσόα εξαιτίας της ιδεολογικής ανάτασης που μου εμφυσούσαν όλοι αυτοί οι αγωνιστές, εξού και στο Πάσχα δεν ευχόμουν, ως αθεϊστής, καλή ανάσταση, αλλά καλή ανάταση. Κυριολεκτικά με βάπτισαν στο αντάρτικο της ζωής. Τους οφείλω ότι τώρα μπορώ και αναπνέω και γράφω. Μπορώ να ψηλαφώ την αυθεντικότητά μου, να προσφέρω στους ανθρώπους που χρειάζονται φροντίδα τις δυνάμεις μου και να παραμένω ακέραιος υπηρετώντας τους. Δεν συνθηκολογώ, δεν πτοούμαι ακόμα κι αν πέφτω και σέρνομαι. Όταν με πήγαινε στο λημέρι, ο Λευτερογιάννης, εκτός εορτασμών και πανηγυριών, μόνο οι δυο μας, ένιωθα τον ιδρώτα των ανταρτών – δεν τους φανταζόμουνα τους αφουγκραζόμουνα. Διαρκώς μου έρχεται στο φαντασιακό της ύπαρξής μου η συνάντηση του Λευτερογιάννη με τον Ρουκούνη όταν είχαν μπει οι Μπαντουβάδες στο χωριό έχοντας ήδη σκοτώσει δυο συγχωριανούς και απειλώντας να κάψουν τον οικισμό αν δεν παραδοθεί ο καπετάνιος. Λες και το σώμα του έφερε και το χαμένο σώμα του αρχηγού του, λες και μου μίλαγε με το μυαλό του καπετάν Γιάννη. Αυτός ο άνθρωπος είχε έναν τσαγανό που έσπαγε τα δεσμά των συμβάσεων με τον πιο παιδικό τρόπο. Κυριολεκτικά μου φύτεψε τον Ρουκούνη στο στήθος μου και πια έχει έδρα στο πιο απρόσιτο κέντρο του σκοταδιού μου. Σαν να είναι οι δυο τους ένας για μένα κι εγώ η προέκτασή τους. Μια δραματική φιγούρα ήταν ο Κουρινογιώργης ο οποίος, συνομήλικος σχεδόν με τον Λευτερογιάννη, ήταν ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ και μου διηγήθηκε την εμπειρία της κράτησής του στα μπουντρούμια του Μπαντουβά. Ο πατέρας μου όσο μου έλεγε να μην τα σκαλίζω τόσο και δαιμονιζόμουν και όχι μόνο σκαλιστήρι έπαιρνα, αλλά και τσάπα με φτυάρι του περίεργου και χειρουργικό νυστέρι κοινωνιοανθρωπολογικής υφής και αρχαιολογική σκαπάνη με ψυχαναλυτικό πρόσημο... τέλος πάντων, αφού με έκαναν χριστιανόπουλο, με βάπτισαν στην ανόθευτη ηθική του υπέρτατου, δεν γινόταν να συμπεριφέρομαι με τα ευτελή μέτρα και σταθμά μιας νεοπλουτίστικης αγροτοκτηνοτροφικής ψευτοαστικής επαρχίας. Άλλωστε, διαπίστωσα πως εγώ είχα γεννηθεί στην μεγαλούπολη ενώ όσοι αναφέρονται εδώ γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε χωριά και η τοπική κοινωνία του κάθε μικρού οικισμού είναι ένα πλέγμα μυστικών που όλοι ξέρουν μα δεν εξομολογούνται, και σε μένα αυτοί οι αντάρτες, λίγο πριν τον θάνατό τους, μου άνοιξαν την κρυφή πτυχή της καρδιάς τους και μου έδειξαν και τις επουλωμένες αλλά σημαδεμένες πληγές. Το θεμελιώδες ερώτημά μου είναι γιατί εξαφανίστηκε ο Γιάννης Ρουκουνάκης, γιατί δεν παραδόθηκε από τους διώκτες του στους συγγενείς του, έστω νεκρός, γιατί πλήρωσε τόσο ακριβά και βασανιστικά ο αδελφός του, αφού μάλιστα εξαιτίας της πολυμελούς οικογένειας δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί αντιστασιακά ή να ενταχθεί αργότερα στον δημοκρατικό στρατό, γιατί ο γιος του Ρουκουνάκη, ο Νίκος, δολοφονείται μέσα στη Δικτατορία μετά από εικοσιπέντε χρόνια. Είναι γνωστό πως ο Μπαντουβάς ήταν αρχηγός της αντιστασιακής ομάδας Εθνική Οργάνωση Κρήτης και κατόπιν ανέλαβε να υπηρετήσει την βρετανική πολιτική κυνηγώντας ελασίτες. Στην περιοχή του Μεραμπέλλου, παρότι ήταν πολλοί οργανωμένοι στο ΕΑΜ-Ε.Λ.Α.Σ., με τη λήξη του Πολέμου επιστρέφουν στην φυσιολογική ειρηνική ζωή και, παρά τις προσπάθειές του, ο Ρουκούνης δεν καταφέρνει να στρατολογήσει μέλη ούτε για το αγροτικό κόμμα – πολύ περισσότερο για τον δημοκρατικό στρατό. Κοντολογίς, ο τοπικός πληθυσμός υιοθέτησε μια φιλειρηνική στάση ως προς τον Εμφύλιο με εξαίρεση τους σκαπανείς, που δεν ήταν ντόπιοι και ανέβηκαν στο βουνό δραπετεύοντας από το στρατόπεδο που ήταν εγκατεστημένο στον Άγιο Νικόλαο και στάθηκαν στο πλευρό του Ποδιά, που δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του καπετάνιου και ως εκ τούτου αυτός έμεινε μόνος του με ελάχιστους συναγωνιστές. Επιπλέον, εξασφαλίζεται, μέσω εγγυήσεων τοπικών εκπροσώπων του Μπαντουβά, η ζωή για τον αδελφό του Μποτώρη που πολέμησε μαζί με τον Ποδιά στον Εμφύλιο, για τον ίδιο τον Κουρίνο με μεσολάβηση του Στυλιανού Κούνδουρου, του Λευτερογιάννη και του αδελφού του Νίκου με την μεσολάβηση του δεξιού αδελφού τους Μανώλη. Το φυσικό σώμα του καπετάν Γιάννη κυριολεκτικά εξαερώθηκε, εξαϋλώθηκε. Γιατί; Όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι συμπολεμιστές του κατακρεουργήθηκε. Ο Κουρίνος τριγύριζε στα βουνά για να αποφύγει μια ακόμα σύλληψη. Η μάνα του είχε ενημερώσει τη χωροφυλακή, μόνο νεκρό θα τον συλλάβετε, είχε ήδη μια φορά πιαστεί από τους Μπαντουβάδες και ανακριθεί, η κατηγορία ήταν εφοδιασμός συμμοριτών, αφέθηκε ελεύθερος και βγήκε στα όρη, τελικά πείστηκε να παραδοθεί και να εξεταστεί ξανά, κατόπιν συνεννοήσεως της οικογένειας με τις αρχές, έχοντας δοθεί από τις τελευταίες οι προφορικές υποσχέσεις, φούμαρα δηλαδή, έφαγε το ξύλο της χρονιάς του στο τμήμα και κατόπιν τον έστειλαν μαζί με άλλους στους περιβόητους σταύλους της ανάκρισης, βασανισμού και φυλάκισης του πρώην αρχηγού της ΕΟΚ και εντεταλμένου δερβέναγα των Βρετανών. Ο Καρράς ήταν ο δήμιος και δεξί χέρι του, αυτός που βασάνισε και σκότωσε τον αδελφό του Ρουκούνη σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λευτερογιάννη, και ήταν παρών στο γραφείο του Μπαντουβά όταν ο Κουρίνος με δυο Σητειακούς, ονόματι Παπαδάκηδες, ανακρίνονταν και χτύπησαν άσχημα αυτούς τους δυο, τους τσαλαπατούσαν κι όταν ο Καρράς χτύπησε τον Κουρίνο τον σταμάτησε ο οδηγός ενημερώνοντας τον πως η εντολή του καπετάνιου ήταν να μην πειραχτεί. Στη διήγησή του χαρακτηρίζει τη φυλακή αυτή σαν το Μπούρκες το γερμανικό, πιθανόν συγκρίνοντάς την με το στρατόπεδο συγκέντρωσης Bergen, και ο Ψαροκυριάκος που ήταν στρατοπεδάρχης τον προφύλαξε διότι είχε μπάρμπα τον Μανώλη Λαθιωτάκη, σύντεκνο του πρωτοπαλίκαρου, αδελφό του Λευτερογιάννη συμπεραίνω εγώ, δηλαδή τον μόνο δεξιό της οικογένειας Λαθιωτάκη και από τους ελάχιστους δεξιούς στον Κρούστα, τον οποίο δεν πείραξε κανένας και έκανε στον Εμφύλιο κουμάντο. Ο Μπαντουβάς έσυρε τον Κουρίνο στις τρεις Καμάρες Ηρακλείου και τον παρουσίασε ως δολοφόνο ενός Ηρακλειώτη, κατηγορία την οποία αρνήθηκε αμέσως ο κρουστιανός αντάρτης και για καλή του τύχη με την μεσολάβηση του Στέλιου Κούνδουρου τελικά γλίτωσε τη ζωή του. Θα πρέπει να τονίσουμε πως ο Στέλιος, ως βενιζελικός βουλευτής στον Εμφύλιο, ήταν αδελφός του Ρούσσου Κούνδουρου, επικεφαλής του ΕΑΜ στο Μεραμπέλλο που εκτέλεσαν οι Γερμανοί τον Αύγουστο του '44 στα Χανιά. Αξιοσημείωτο, στην αφήγησή του, είναι το περιστατικό όπου ο Μπαντουβάς ζητά από τον Κουρίνο να φύγει γρήγορα πριν τον προλάβει ο Καρράς, ο οποίος μόλις είχε εμφανιστεί στους σταύλους, γιατί φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να γλιτώσει τον κρατούμενο από τα χέρια του αρχιβασανιστή του.
Τα τραγούδια απόψε λες και γδύνονται την σάρκα τους για ν' αποκαλύψουν την αλήθεια του σώματός τους. Σαν να είναι φτερωτά δέντρα, έτοιμα να προσγειωθούν μέσα μου και να με κάνουν ποιητικό δάσος με παντοτινές ρίζες στις αναμνήσεις των ελασιτών. Μια ανένδοτη ζωή με τη ευφυΐα του επαναστάτη έχοντας για όπλα τις σιωπές που ενεργούν στην πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεπηδάνε εικόνες δίχως να γίνονται παζλ, σαν να γεννιούνται από τα δικά μου σωθικά, έστω κι αν είχαν ως αφορμή συναντήσεις πριν είκοσι χρόνια. Όλα επιδρούν εδώ και τώρα με τρόπο να με μεταμορφώνω στον άνθρωπο που ονειρεύτηκαν οι αντάρτικες ψυχές τους. Δεν είμαι πια το εγώ μου, γίνομαι το εμείς που επιθυμούσανε.
Όλα είναι πραγματικότητα, όλα είναι κοσμικά, ακόμα και το άκοσμο, η ίδια η φαντασία βρίσκεται στην γεννεσιουργή διαδικασία της πραγματικότητας, είναι η κινητήριος δύναμή της, το φαντασιακό είναι εντελώς υλικό, σαν τα χρήματα που μας καταδυναστεύουν, σαν τις σχέσεις που μας πίνουν το αίμα, όπως τα δέντρα που μας χαρίζουν τον ίσκιο τους, με τη δροσιά τους να σταλάζουνε τη χαρά στην ανυπαρξία μας, γιατί η ύπαρξη περνά από αυτό που δεν έχουμε υποψιαστεί, έχουμε απωθήσει, δεν μπορούμε να περιγράψουμε, το απερίγραπτο, το ασύλληπτο, το ακατανόητο είναι πιο δυνατά από το άλογο, διότι έχουν τη λογική που δεν λογικεύεται, διαθέτουν την συνείδηση που διαφεύγει από την συνειδητοποίησή μας, την κατανόηση που κανένας νους δεν μπορεί να επιτύχει, ούτε καν να ψυλλιαστεί. Όλα είναι αληθινά, ακόμα και τα ψέματα, οι διαστρεβλώσεις οι πιο κυρίαρχες λόγω της άτεγκτης ειλικρίνειάς τους στα ενδόμυχα της παραπλάνησης που είναι φανερά για όλους εφόσον έχουν την επιθυμία να δουν. Δεν είναι ζήτημα ικανοτήτων, ούτε καν των δυνατοτήτων τους, η πιο μεγάλη αυταπάτη είναι απίστευτα υπαρκτή και αυθεντική, ακριβώς γιατί με αυτήν ζούμε μέχρι να κάνουμε ένα βήμα στο κοσμολογικό μυστήριο, το οποίο είναι απόλυτα φυσικό, αφού ακόμα και το υπερφυσικό μέρος της φύσης είναι, ενώ η μεταφυσική μας είναι ο φυσικός τρόπος διάδρασής μας στο απέραντο της υλοενέργειας, η οποία μας γεννά για να την γεννοβολούμε, μας δημιουργεί για να την γεννούμε, μας εμπνέει για να της διαφεύγουμε και να την παράγουμε στα σκοτάδια. Είναι τόσο σκοτεινή και παραμορφωτική ώστε να μας κρύβει η σκοτεινιά από την απολυταρχία της με σκοπό να της επιβαλλόμαστε ενώ μας καταδυναστεύει, αφού κανένας σπόρος, κανένα κύτταρο, κανένας μικροοργανισμός δεν μπορεί να δημιουργηθεί παρά μόνο αν βρεθεί στην ζέστη υγρασία ενός σκοτεινού μέρους που φέρει την εν δυνάμει σύσταση του φωτός.
Ο ορισμός του πράγματος, ως συστατικό της πραγματικότητας, διαφέρει από την αντικειμενικότητα όσο κι αν επιφανειακά συγκλίνουν ή ως συνώνυμες λέξεις κατατάσσονται στα λεξικά. Το κάθε τι υπαρκτό ή ανύπαρκτο είναι πραγματικότητα, η ζωή η ίδια, τα πρόσωπα, τα ψέματά τους και η φαντασιοπληξία τους... Η πραγματικότητα περιλαμβάνει την υποκειμενική διάσταση της κάθε ύπαρξης ενώ η αντικειμενικότητα αντικειμενικοποιεί το υποκείμενο, το μετατρέπει σε εξωτερικό ως προς τον φορέα που είναι η προσωπικότητα η οποία εκπηγάζει από τον εαυτό. Το υποκείμενο λοιπόν είναι αυτό που δεν γνωρίζει πλήρως την σύστασή του, αυτό που έχει τη δυναμική του απρόβλεπτου της γέννας, είναι ο φορέας της ανυποψίαστης απροσδιοριστίας που θα γεννήσει κάτι εντελώς νέο και παντελώς άγνωστο, έστω κι αν φέρουμε ψήγματά του στον γενετικό μας κώδικα. Το υποκείμενο έχει την απίστευτη δύναμη να γεννά την πραγματικότητα της αντικειμενικότητας με το σώμα του. Μόνο με τον οργανισμό του, γιατί φέρει όλες τις διαστάσεις του συμπαντικού κόσμου μα με την ιδιαίτερη ικανότητα του απρόβλεπτου και πρωτότυπου. Το μοναδικό μπορεί να είναι και κάθε ατομική αντιγραφή αλλά μπορεί και να χώνεται στα μυαλά των σημερινών ανθρώπων στο πλαίσιο της πολτοποιητικής διαδικασίας της μαζικής κοινωνίας των υποταγμένων. Και η τρίχα μας είναι μοναδική, αλλά ακίνδυνη, άκακη για ένα ολοκληρωτικό σύστημα ελέγχου, σαν το κατοικίδιο της φυλακής μας που μας μιλάει για να επικοινωνούμε με τη βλακεία μας ως μια βολική κυρία που κάθεται στον πρώτο τυχόντα της ποδηγέτησής μας. Έτσι και οι πρώην συντοπίτες μου, στην πλειονότητά τους την συντριπτική, έλεγαν να είσαι εγωιστικά πρακτικός και να κάνεις τα πράγματα ιδιοτελώς απλά, υπονοώντας να είσαι ατομικά βολικός, προβλέψιμος, δεδομένος ώστε στο παιχνίδι του νεοπλουτισμού όλα να κυλάνε ανεμπόδιστα κι αν σε φάει το μαύρο φίδι της πτώχευσης είναι, δυστυχώς, δικό σου αποκλειστικά σφάλμα, κακοτυχία, τα κτυπήματα της μοίρας. Ακριβώς αυτό το όλο κατά δικό μου λάθος ήταν το σωστό που με έσωσε εφόσον δεν το αντιμετώπισα μοιρολατρικά αλλά λυτρωτικά.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.
Σημ. επιμ.: Η κεϊνσιανή πολιτική αφορά τις πολιτικές που βασίζονται στις ιδέες του οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς, με βασικότερο χαρακτηριστικό τους την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία για τη σταθεροποίηση της παραγωγής και την αντιμετώπιση των κρίσεων.