Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Οι Μαζαράκηδες, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Τα πέντε φαντάσματα * Έξι τίτλοι πεζογραφίας των εκδόσεων Ελκυστής * Το χάλκινο νησί: Η δημιουργία των ανθρωποειδών * Labirinto * Επτά τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι * Έξι τίτλοι των εκδόσεων Ελκυστής ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Για όλα φταις εσύ * Η Κιμ ξέρει και άλλες ιστορίες * Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου * Στιγμές ζωής * Ακατάσχετη ψυχορραγία ** Ποίηση: 62 ποιήματα * Ανατέλλουσα ψυχή * Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια * Τριθέκτη Ώρα * Οδυσσέας *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas *** Δοκίμιο: Εν αρχή ην ο λόγος

Απογευματινός περίπατος στην Έριστο

(ημι-όπερα)


Γιώργου Καριώτη

Πίνακας Θεόδωρου Κεμίδη [Αύγουστος, λάδι σε καμβά]

Πράξη Ι
«Ας μην προχωρήσουμε άλλο, γλιστράω μ' αυτά τα σανδάλια, θα πέσω. Φοβάμαι».
«Μη φοβάσαι», χαμογελάει ο άρχοντας, αγναντεύοντας τα πειρατικά καράβια να ξεμπαρκάρουν το θάνατο, «δεν μπορούν να πατήσουν το κάστρο μου, κανείς δεν το πάτησε ποτέ».
Εδώ και πολλή ώρα είχαν αφήσει το μονοπάτι και σκαρφάλωναν, παρέα με τα φαντάσματα των κουρσάρων, στους βράχους. «Άμαθη η κόρη», την συμμερίστηκε μια γιαγιά που είχε βγάλει την κατσίκα της σεργιάνι για να βοσκήσει, καθώς την έβλεπε να κλυδωνίζεται.
Περνούσαν δίπλα από μισογκρεμισμένα πέτρινα σπίτια, αρχοντικά.
Οι κάτοικοι δειπνούσαν αμέριμνοι, τίποτα δεν προμηνούσε το κακό.
Σταμάτησαν να περπατάνε. Λίγο πιο πέρα, το παλιό κάστρο έλαμπε με το μεγαλείο μιας ξεπεσμένης αριστοκράτισσας, λουσμένο στις χλομές ακτίνες του ήλιου, που βάραινε τα βήματά τους στην ανηφοριά καθώς βούταγε στη θάλασσα για το τελετουργικό βραδινό του λουτρό.
Έβγαλε το μαντήλι που φορούσε στο κεφάλι και σκούπισε τον ιδρώτα στο πρόσωπό του, έπειτα στο δικό της. Σταγόνες αλμυρές στόλιζαν τα μάτια της. Μήπως έκλαιγε;
Της χάιδεψε σαν πνοή αέρα τα ατίθασα μαλλιά. Κοίταξαν πάλι από ψηλά τη θάλασσα που κάθε πρωί τους αγκάλιαζε και βάφτιζε τη δίψα τους για ζωή. Ρούφαγε άπληστα και την τελευταία ικμάδα από φως του μοναδικού πιστού εραστή της. Έβγαλε το παγούρι και της έδωσε νερό, ήπιε κι εκείνος. Έπιναν άπληστα. Όπως είχαν πιει το τελευταίο ποτήρι κρασί, εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, χθες. Το νερό, ζεστό από το βλέμμα του ήλιου, δεν τους ξεδίψασε.
Άδειασαν το παγούρι.
«Τι ωραία χρώματα! Να πάρουμε μια τελευταία φωτογραφία πριν φύγουμε;»
Έριξε μια τελευταία ματιά στην προίκα της, τα υφάσματα σ' όλα τα χρώματα της ίριδας, τα χρυσαφικά που έλαμπαν σαν τα στάχυα, τα πετράδια που χαριεντίζονταν με το φως του ήλιου.
Δεν μίλησε.
«Κι άλλη; Θα μας πιάσει η νύχτα στο δρόμο, το φεγγάρι έχει αρχίσει ν' αδειάζει βγαίνει πιο αργά απόψε».
«Μια στιγμή μόνο, κρίμα είναι, πότε θα ξανάρθουμε; Ανέβα σ' εκείνο τον βράχο. Λίγο πιο δεξιά, κρύβεις την πύλη. Εκεί. Φόρεσε το μαντήλι στο κεφάλι να είσαι σαν τον κοκκινογένη, τον πειρατή που ρήμαξε αυτό το κάστρο. Χαμογέλασε λίγο ντε, αφού είσαι ο πορθητής».
Αυτός, κρατώντας το σαρακινό σπαθί του στα δόντια, αναρριχήθηκε με το σχοινί στην κορυφή του τείχους. Τον ακολουθούσαν οι άντρες του. Σαν μαγνήτης τους τραβούσε ο θησαυρός.
Ξεκίνησαν το πλιάτσικο. Ξεδίψασαν με αίμα από μεταξωτή πορφύρα, σαν το φόρεμά της.
Το κλείστρο του ανοιγόκλεισε το μάτι.
«Έτσι μπράβο! Πάμε να φύγουμε τώρα, πριν να με πιάσει ίλιγγος εδώ πάνω».
«Πάμε να φύγουμε άρχοντά μου. Το καράβι μας περιμένει στο λιμάνι αρματωμένο. Αν μείνουμε κι άλλο θα μας πιάσουν, θα μας σκοτώσουν».


Πράξη ΙΙ
Πήραν το δρόμο του γυρισμού. Κοντοστάθηκε. Κοίταξε πίσω της τον ήλιο που ξεψυχούσε.
Δεν μίλαγε. «Τι σκέφτεσαι;» «Τίποτα».
Δεν έμεινε τίποτα. Η γυναίκα του άρχοντα θρηνούσε για τα χαμένα τους πλούτη. Θρηνούσε και για 'κείνον που έπλεε μέσα στη δεξαμενή σκοτωμένος από πειρατικό χέρι. Το νερό, κόκκινο σαν τον ουρανό το ηλιοβασίλεμα.
«Διψάω κι άλλο. Ας είχε νερό αυτή η δεξαμενή να πίναμε!»
«Ναι, για να παθαίναμε δυσεντερία. Κάνε υπομονή, θα πιούμε στο χωριό. Σε μια ωρίτσα θα είμαστε κάτω».
Προχωρούσαν αργά, τους βάραινε το φορτίο του θησαυρού. Τους αργοπορούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά που πήραν σκλάβους. Κατηφορίζοντας έκαιγαν τα σπίτια. Οι φωτιές πιο λαμπρές από το χλομό φεγγάρι.
«Βλέπεις;», της λέει, «κι αυτό έχει καεί, κοίτα τις μαυρίλες πάνω στην πέτρα».
Γκρέμισαν με μένος τη σκεπή της εκκλησίας.
«Τι κρίμα, αυτές οι τοιχογραφίες να καταστρέφονται από τη βροχή και τον ήλιο».
Παραμέρισε τ' αγριόχορτα για να δει καλύτερα. Ο αϊ-Γιώργης σκότωνε το θεριό.
«Τον δικό μου τον αϊ-Γιώργη, τον σκότωσε το θεριό», σκεφτότανε.
«Εμένα τι θα με κάνει; Θα με ατιμάσει; Θα με πουλήσει;»


Πράξη ΙΙΙ
Όταν έφτασαν στο χωριό είχε νυχτώσει για τα καλά. Οι λίγοι θαμώνες του καφενείου παρακολουθούσαν ευλαβικά τις ειδήσεις στη χιονισμένη μέσα στο κατακαλόκαιρο τηλεόραση.
«Μας δίνετε ένα μπουκάλι νερό και δυο μπίρες παρακαλώ. Μας βγήκε η πίστη εκεί πάνω».
«Ανεβήκατε στο κάστρο;», μάντεψε ο παπάς χωρίς να σχολιάσει τις θρησκευτικές πτυχές της παραγγελίας. «Τόσα χρόνια έχω εδώ και ποτέ δεν έχω πάει. Είναι κακοτράχαλο το μονοπάτι, γέρασα πια. Θα ήθελα πολύ να δω την τοιχογραφία του αϊ-Γιώργη στην εκκλησία. Λένε ότι η φωτιά δεν την πείραξε».
«Έτσι είναι», τον διαβεβαίωσαν, «αλλά φρόντισε ο χρόνος».
Συμφώνησε μαζί τους κι ο καφετζής που πήγαινε στο κάστρο παλιότερα για κυνήγι. Είχε και φωτογραφίες στον τοίχο. Του τις είχαν στείλει κάποιες τουρίστριες που είχε γνωρίσει ένα καλοκαίρι. 
«Ήμουνα τότε νέος», μειδίασε στην απορία τους.
Τελείωσαν το νερό και τις μπίρες. Πήραν προμήθειες και τον δρόμο για την παραλία. Το αργοπορημένο φεγγάρι φώτιζε συνωμοτικά το μονοπάτι.
Οι σιλουέτες των καραβιών τους λικνίζονταν πάνω στο κύμα. Άρχισαν ν' ανεβάζουν τα λάφυρα και τους σκλάβους. Το κορμί τους μύριζε ιδρώτα. Βούτηξαν στη θάλασσα να ξεπλυθούν από τη σκόνη και τα αίματα. Ήταν ζεστή σαν το νερό στο παγούρι. Φόρτωναν τα λάφυρα και τα γυναικόπαιδα βιαστικά.
Όπως είχαν φορτώσει τα σακίδιά τους στο φορτηγό που τους είχε φέρει, ακροβατώντας σαν καράβι σε τρικυμία, από τα Λιβάδια στην Έριστο.
Οι καπεταναίοι τους βλαστήμαγαν για να κάνουν γρήγορα. Η αρμάδα δεν ήταν μακριά. Θα είχαν δει τον καπνό. Θα τους έπαιρναν στο κατόπι.

Μαγείρεψαν στην αυτοσχέδια φωτιά. «Τι κούραση κι αυτή σήμερα! Τι ιδέα ν' ανέβουμε στο κάστρο!» Βυθίστηκαν στον ύπνο, ανοίχτηκαν για άλλη μια φορά στο αφιλόξενο πέλαγος του ασυνείδητου. Βούλιαξαν όπως τα πειρατικά καράβια από το βάρος του θησαυρού, από το βάρος των χαμένων ψυχών.
«Λένε», τους είχε πει ο παπάς, «ότι ο αϊ-Γιώργης τους βούλιαξε τα καράβια».
«Όχι», είχε για άλλη μια φορά διαφωνήσει μαζί του ο καφετζής, «τους έπιασε μπουρίνι μόλις βγήκαν από τον κόλπο και δεν μπόρεσαν να κουμαντάρουν τα καράβια γιατί ήταν πολύ βαριά».
«Τουλάχιστον το πλοίο της άγονης γραμμής έφτασε ως εδώ κι ας είχε φουρτούνα». Της είχε ψιθυρίσει σκωπτικά. Ο παπάς όμως τον είχε ακούσει κι αγριοκοιτάξει.

Την ξύπνησε ένας απρόσκλητος σκορπιός. Η εγκάρδια χειραψία του της θύμισε πόσο γλυκός είναι ο πόνος. Το μελτέμι σηκώθηκε πριν το χάραμα, σαν αγουροξυπνημένος εφιάλτης, σαρώνοντας την άμμο και σηκώνοντας κύμα.
Τι όνειρο κι αυτό!
«Γιώργο», τον σκούντησε. «Γιώργο πονάω κι εσύ κοιμάσαι;»


Copyright © Γιώργος Καριώτης All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θεόδωρου Κεμίδη [Αύγουστος, λάδι σε καμβά]
Σημείωση του συγγραφέα:
Το κείμενο είχε δημοσιευθεί στο εξαντλημένο πλέον βιβλίο μου Ευτελή Τιμαλφή: Σονάτες και καντάτες, εκδόσεις Όστρια, 2019. Τα περισσότερα από τα ποιήματα-κείμενα που περιλαμβάνονται σ' αυτό έχουν για υπότιτλο έναν μουσικό όρο.
Η Τζένη Κουκίδου μου είχε δώσει τη χαρά να παρουσιάσει το βιβλίο και να γράψει, στη συνέχεια, μία κολακευτική κριτική στο koukidaki.gr. Η εκδοχή αυτή έχει υποστεί κάποιες αναπόφευκτες μορφολογικές αλλαγές μια και «τα πάντα ρει».
Στην ίδια συλλογή περιέχονται: