Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθοπλασίες: Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι * Έξι τίτλοι των εκδόσεων Ελκυστής * Ασμοδαίος * Ετοιμόρροποι: Αναζητώντας τα μυστικά της σύντηξης * Ο κύριος Σάλβο και η πριγκίπισσα που ταξίδεψε στο φως * Ταξίδι προς την ελευθερία: Αξίζει(;!) * Η εφημερίδα της λέσχης των φαντασμάτων * Άμμος και Λιανή = Αμμουλιανή * Στο Camping: Πυρ, γυνή και θάλασσα ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Στιγμές ζωής * Ακατάσχετη ψυχορραγία ** Ποίηση: Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια * Τριθέκτη Ώρα * Οδυσσέας * Ναι, αρνούμαι

Άγιος Νεόπλουτος

Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας

Γιάννη Σμίχελη

Πίνακας Θανάση Μυλωνά

Μου έμαθε τον Ραχμάνινοφ κι αυτό αρκεί έστω κι αν η ίδια δεν μπόρεσε ποτέ να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων που όριζαν τα λόγια της. Οι φωτιές ανήκουν στους γενναίους και όχι σε ματαιόδοξα ταλέντα. Από κείνη ξεκίνησαν όλα, η άρνησή της στον εφηβικό μου έρωτα έκανε το απωθημένο μου φιλία, έκλαψα μπροστά στα μάτια της αντιμέτωπος με το όχι της στο αγαπημένο καφέ της παρέας πάνω από την μικροσκοπική ψευτολίμνη. Είχα πλαντάξει στο κλάμα εκείνα τα εφηβικά Χριστούγεννα κι ας είχα την πρώτη νίκη της ζωής μου στις πανελλαδικές ώστε να απεξαρτηθώ από τους γονείς μου. Οι στενές σχέσεις σαν ένα δίχτυ ενός καιροσκόπου ανέμου, τα όνειρα να ματώνουν από την ασφυξία της φυλακής του, οι λέξεις να μην έχουν το νόημά τους αλλά την επιτηδειότητα των πλεγμάτων. Εντούτοις, όταν ένιωθε πως απομακρυνόμουν σαν αύρα από κείνη τσίναγε. Στην πρώτη μου σχέση μ' ένα πλάσμα από άλλον κόσμο, από άλλη εποχή, αν και απλοϊκή, αν και αταίριαστη σε μένα, σαν να ήταν ένα πήλινο ζωντανό τεχνούργημα της νεολιθικής εποχής, από κυκλαδίτικο ανάκτορο, της άγραφης ιστορίας ενός αγροτόσπιτου μπροστά στη θάλασσα, εύθραυστο και λιτό, καθημερινό, γήινο και γλαφυρό, γύρισε και με ρώτησε: «Γιάννη, τώρα που έχεις σχέση, θα σε χάσω;». Το να υποκρίνεται κάποια γυναίκα την μοιραία των ρομαντικών συγγραφέων ή των αστυνομικών μυθιστορημάτων και πολύ περισσότερο έστω την Συννεφούλα του Σαββόπουλου, θα πρέπει να διαθέτει τα κότσια της ιδέας, ανεξαρτήτως ποιότητας καλλιτεχνικού δημιουργήματος, πέρα από την θεατρινίστικη χαριτωμενιά, την πηγή κολακείας. Όλη μου η ερωτική αναζήτηση ήταν να ξεπεράσω το όριο στο οποίο έθετε εκείνη για τους άντρες. Κάπως έτσι άρχισε να γίνεται η διαμόρφωση του ποιητή μέσα μου, μια υπόγεια λανθάνουσα αλήθεια πως την ερωτική απογοήτευση την μετάτρεπα σε αφύπνιση και ρούφαγα κυριολεκτικά το κάθε τι από τον μουσικό της κόσμο, ώστε να συνδέω την εικαστική επιρροή του Μάνου με τα δικά της μουσικά μοτίβα και να συντίθεται υποδόρια, ανεπαίσθητα, ένας άλλος Γιάννης που θα γινόταν αγνώριστος και σε αυτούς τους ίδιους, αλλά πρωτίστως στον ίδιο τον γνωστό εαυτό του, που αυθόρμητα ενέργησαν σαν βαφτιστές του στην κολυμπήθρα του αισθητικού πάθους. Ο Ραχμάνινοφ σαν μια θάλασσα σε μια αρμονική τρικυμία καλαισθησίας, ένα φευγιό προς όλους τους απόκοσμους κόσμους του ερωτικού ιδεατού και η εκλέπτυνση του αχαλίνωτου πάθους μου για κάτι υπερβατικά κοσμικό και επουράνια σαρκικό όπως ο έρωτας. Στο σπίτι της λίγο πριν τη λήξη του εικοστού αιώνα –πώς τα φέρνει η ζωή και πώς ό,τι μας φαίνεται τυχαίο συχνά δεν είναι παρά η ασυνείδητη βούληση του απροσπέλαστου πυρήνα μας– συνουσιάστηκα με την μοιραία γυναίκα της ζωής μου, αυτή έπαιξε πιο καλά τον ρόλο της μα και πάλι σε παράσταση χαμηλής ποιότητας, εγώ τα έπαιρνα πολύ στα σοβαρά ώστε να γίνω ο ίδιος μοιραίος του παλιού εφήμερου και λιγόχρονου εαυτού μου· εκεί έγινε η σύλληψη του παιδιού μου, που δεν ήρθε ποτέ στον κόσμο, γιατί ακόμα κι αν η υποτιθέμενη μάνα του δεν ήξερε ποιανού ήταν αφού οι εραστές της αποτελούσαν ένα κουβάρι θαμώνων της ακαδημαϊκής παραπαιδείας και της ξεχαρβαλωμένης αστικής προοδευτικότητας, γνώριζα εγώ πώς της δινόμουν εκείνο το βράδυ, στο σπίτι της πιο στενής μου φίλης και ανεκπλήρωτου εφηβικού μου έρωτα. Κανένας λαβύρινθος δεν βρίσκεται έξω, ο Μινώταυρος με το δικό του δαιδαλώδες οίκημα βρίσκονταν μέσα μου, στον παρορμητικό κόσμο μου, εκεί που δεσπόζουν αχαλίνωτα τα συναισθήματα της απόλυτης ένωσης με το ερωτικό γίγνεσθαι της ζωής των ακατάλυτων ποιητών του ακαταλόγιστου της υπερσυνείδησης. Ποια κατηγορία να σταθεί επάξια απέναντι στο αυθεντικό ερωτικό πάθος και να το υπερνικήσει, να επιβληθεί η καταδίκη στον παράλογο αλτρουισμό της ροπής για ταύτιση με το ολόκληρο άλλο, εκείνο το άγνωστο άλλο, που η έλξη του κάνει το μυαλό να εκραγεί από όλες τις σκέψεις του μέσα στα χάη της ερωτικής ορμής και να βολοδέρνεται σε μια συντέλεια με συντελεστή το παράλογο και παρονομαστή το άπειρο. Μόνο ο Ραχμάνινοφ μπόρεσε να βγάλει το δέρμα μου από το σώμα, σαν μαέστρος στο διηνεκές του απειροελάχιστου της θεϊκότητας του γήινου και να με εξακοντίσει δίχως να διαμαρτυρηθώ, σαν να είμαι σε άπειρους κόκκους δοράτων που αναζητούν μια γη σ' όλων των ειδών του εδάφους, σε όλα τα πέρατα και τις συχνότητες του φάσματος του οντικού είναι, χωρίς να μεσολαβεί κανένας υπερφυσικός θεός, παρά μόνο άμεσα το θείο του αποστάγματος ανθρώπινου σκοταδιού.

Ο θεός υπάρχει και μόνο ως λέξη κι αφού την προφέρουμε, την αναφέρουμε έστω κι αν δεν την αποδεχόμαστε, είναι το περιεχόμενό της υπαρκτό, μιας και φέρει μια σκέψη εγγεγραμμένη ως εγκεφαλικά κύτταρα στο μυαλό μας, επειδή ακριβώς η νοητική σύλληψη είναι ήδη πραγματικότητα. Επιστημονικά όμως δεν αποδεικνύεται με κανέναν τρόπο η παρουσία του, έτσι είναι υπαρκτός άνευ αποδεδειγμένης εμφάνισης, δηλαδή είναι ο θεός υπαρκτός έστω και με την άρνησή του προς αυτόν, αφού τουλάχιστον σε επίπεδο πίστης δίνεται ελεύθερα η επιλογή καταφατικής ή απορριπτικής εκδήλωσης πίστεως. Άρα ο θεός είναι υπαρκτός μέσω της ανυπαρξίας του, όπως η αγάπη που επιβεβαιώνεται με τα φαινόμενα μίσους, εκμετάλλευσης και πολέμου, ή η ειρήνη με τα μακροχρόνια εξοπλιστικά προγράμματα και η ισότητα με το κοινωνικό σύστημα των τάξεων, τις μεθόδους αδικίας, αποκλεισμού και στιγματισμού. Κι εγώ πιστεύω στην κοσμική ιερότητα της ερωτικής αγάπης όπου δυο αυτόνομα εγωάτομα μεταμορφώνονται σ' ένα αυτοτελές εμείς της πλουραλιστικής ενότητας σε ενιαίο πρώτο πληθυντικό της απειρόπτυχης μοναδικότητας.

Όλα στην μικρή πόλη μας ήταν στο περίπου, γιατί πάντα ψάχναμε πού θα τοποθετήσει την μπίλια η σιωπηρή πλειονότητα σε κάθε ομάδα, ακόμα και σε κείνη των τοπικών διανοούμενων και καλλιτεχνών της. Η οποία κατά βάθος ήταν, και είναι μέχρι σήμερα, φαιδρά συντηρητική, υποκριτικά φιλελεσοσιαλδημοκρατική και θεμελιωδώς το παν μέτρον άριστον της τσέπης της. Δεν εννοώ μέσω της ψηφοφορίας αλλά της διαπραγμάτευσης σε δημόσιο διάλογο στα αγαπημένα στέκια όπου σύχναζαν οι εκάστοτε συλλογικότητες, παρέες, κύκλοι γνωριμιών και κοινών ενδιαφερόντων. Τουτέστιν, πως ο μοναχικός δρόμος ήταν πάντα μόνο για τα βουνά με τα κρι-κρί και τους λαγούς ή για τα βάθη της θάλασσας με ψαροντούφεκο. Αποκλείονταν εντελώς εντός του αστικού χώρου ακόμα και για τον κύκλο των δακτυλοδεικτούμενων και γραφικών. Λειτουργούσαν οι μέσοι όροι με οδούς σιωπηρής συγκατάθεσης ή απόρριψης και το δικαίωμα στην έκφραση είχε τα όρια της επιβίωσης εντός των συνόρων. Όποιος επιθυμούσε να βιοπορίζεται όφειλε και να αυτολογοκρίνεται ώστε η ακρότητά του να είναι συγκρατημένη υπερβολή. Κι επειδή τον πρώτο λόγο τον είχαν τα λεγόμενα τοπικά reuter που με απίστευτη διεισδυτικότητα στα ενδότερα κι εσώψυχα του καθενός μάθαιναν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αναγκαία τροφοδοσία του τοπικού δικτύου παραπληροφορικής πληροφόρησης, σχεδόν όλοι οι συνήθεις σταθμοί ενός κατοίκου γνώριζαν στο πιτς φιτίλι το προσωπικό του ζήτημα ώστε να λαμβάνει και την ανάλογη πρέπουσα συμπεριφορά από τους άλλους. Τίποτα κρυφό στον κόσμο των κουτσομπόληδων. Όλα λοιπόν κυμαίνονταν σ' ένα «περίπου» που το έψαχναν καθημερινά οι ενδιαφερόμενοι και η μόνη σταθερά ήταν η κερδοσκοπία, που αποτελούσε και το ύψιστο της τοπικής –παγιωμένου τρόπου– σκέψης και δράσης, διότι το κέρδος κάνει τον παρά κι όχι η κληρονομιά τα φράγκα κι όσο πιο βιρτουόζος, τσαχπινομπιρμπιλιάρης και καταφερτζής ήταν κάποιος τόσο και πιο πολλά έβγαζε σε χρόνο τσακ μπαμ. Βασικά να στήνει αποτελεσματικά ό,τι στήνεται για κερδοφορία. Γιατί, για να έχεις τύχη, πρέπει και να επιδείξεις κώλο, όχι μόνο τον δικό σου αλλά και των άλλων, όπως έλεγαν και οι κυνικοί, και να τον στρώσεις καταλλήλως στις σωστές κορνιζώσεις και παράλληλα το μυξόκλαμα να προκαλεί τον οίκτο και να τραβάς μ' αετονύχικο δάκρυ τον λεφτά. Ήτοι η τακτική του πλουτίζω μιζεριάζοντας και γλείφοντας.

Όταν ο χρόνος κυλάει και τον μετράω με τη μουσική ακινητοποιείται, χτυπάνε τα δευτερόλεπτα και λεπτά του κάθε έργου πάντα στο τώρα, η κάθε νότα της σύνθεσης τονίζει την παροντική στιγμή, στο εδώ και τούτη την στιγμή βρίσκεται το ρολόι χωρίς να μετράει τι πέρασε και τι έρχεται και μετά χάνονται, εξαφανίζονται όλα, δεν αριθμεί κάτι. Οι μελωδίες έχουν τη δύναμη της καθολικότητας έστω κι αν την ίδια στιγμή ακούω Pink Floyd, Χατζιδάκι, Βαμβακάρη, Rachmaninow, τον φαλακρό τύπο που παίζει μελωδίες διαλογισμού στο πλαίσιο των φυσικών ήχων με άρπα, φλάουτο, κιθάρα ή το συγκρότημα Yatao με τα Handpan ή τα παιδιά του Shunia Zentrum με τα gong ή τον Michael με τα μουσικά όργανα της yoga vidya. Όλα συντελούνται σ' έναν χρόνο του τώρα, δίχως φθορά, δίχως πλήξη, δίχως όρια, γιατί λες οι κώδικες της πρόσληψης των μουσικών συνθέσεων βρίσκονται ήδη μέσα μας πριν καν γεννηθούμε, πριν οι γονείς μας γνωριστούν, πριν από μας, μετά από μας, μαζί με μας, έστω και ως ανύπαρκτοι, έστω και πεθαμένοι, έστω και μέσα στα σκοτάδια τα καζαντζακικά ή τα φωτεινά μέρη του οποιουδήποτε θεού.. Αντίθετα η γλώσσα έχει όρια ακόμα κι αν είναι οικουμενική, απαιτεί κόπο, όχι για να την γράψεις, έστω για να την κατανοήσεις, καλύτερα θα έλεγα πως είναι εντελώς επίκτητη αν και βασίζεται σε ακατανόητους ήχους που όταν συνευρεθούν λες και συνουσιάζονται σε μια διάρκεια όσο μια λέξη στο διάβα του χρόνου. Η μουσικότητά της θα μπορούσε να γίνει μουσική δίχως όργανα αλλά είναι διαφορετικό θέμα. Ενώ η μουσική φράση υπάρχει πριν την αντιληφθούμε και μετά που θα την ξεχάσουμε, η γλωσσική πρόταση ή ένας όρος της υπάρχει όσο ζει η ανθρωπότητα, γεννήθηκε από κάποιους ανθρώπους και θα πεθάνει μαζί τους εφόσον χαθεί ο πολιτισμός τους. Η μουσική είναι μια αιωνιότητα και η γλώσσα μια χρονικότητα. Η πρώτη υπάρχει ακόμα και ως ασύλληπτη, είναι στο απόλυτο, η δεύτερη όταν δεν υπάρχει δεν είναι ούτε καν ανύπαρκτη, δεν νοείται ως μη νοητή, ενώ η μελωδία νοείται, πλανιέται κι ας μην έχει συνθεθεί από κάποιον. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά για τον άνθρωπο. Η μουσική δεν είναι ανθρώπινη είναι συμπαντική, ενώ η λογοτεχνία είναι αποκλειστικά ανθρώπινη και προσδιορισμένη χωροχρονικά. Η καθολικότητα της μουσικής ορίζει ως μεσολαβητές τους συνθέτες, είναι οι αγγελιοφόροι της, ταχυδρόμοι της οικουμενικότητας, η λογοτεχνία όμως δεν υπάρχει πέρα από τον άνθρωπο, την κοινωνία του, το χωριό του, την ομάδα του. Οι λογοτέχνες είναι γεννήτορές της, είναι οι πλάστες της, και αντέχει όσο μιλιέται και η γλώσσα τους. Κατόπιν θα πρέπει να επικαιροποιηθούν όλα τα έργα τους στις ενεργές γλώσσες, αλλιώς χάνονται κι αυτά, χάνεται και η μελωδικότητά τους αφού κανένας δεν μιλάει τη γλώσσα για να κρατηθεί ζωντανή. Οι μεταφραστές δεν μεταφράζουν, ούτε αποδίδουν, μεταφέρουν μια λανθάνουσα μουσική αισθητική κρυπτογραφημένων ήχων ενός γλωσσικού νοήματος από το ένα αλφάβητο στο άλλο κι αυτό συχνά υποσυνείδητα. Θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ηχητική γέννηση των γραμμάτων και φθόγγων αλλά κατόπιν λέξεων ώστε να αντιληφθούμε γιατί διαμορφώθηκαν οι ομιλούσες γλώσσες έτσι κι όχι αλλιώς και βέβαια οι επιστημονικές υποθέσεις κι ενδείξεις μπορεί να είναι πολλές αλλά το μυστήριο της μουσικότητας των γραμματικών συμβόλων η πηγή της αιωνιότητας της γλώσσας.

Να τρως το φαγητό σου, να μεγαλώσεις, να έχεις ακόμα τρεις μπουκιές, να γίνεις άνδρας γερός, ακούς; Δυνατός! Κατάπινε, να και η επόμενη πιρουνιά, το σπανάκι είναι όλο σίδερο, σαν τον Ποπάι που διαβάζεις θα γίνεις και την Όλιβ από τον Μπρούτο τον μαντραχαλά θα κερδίσεις. Άντε και η τελευταία, να, πού πας; Έλα πίσω! Κάτσε κάτω, σκουλήκους στον πισινό σου έχεις; Άνοιξε το στόμα σου! Άνοιξε, σου λέω, το στόμα σου! Να, η τελευταία είναι και μετά πας και παίζεις με τους φίλους σου, να φάε. Ναι, σου το υπόσχομαι μέχρι τις επτά το απόγευμα, αλλά προσεκτικά όχι μακριά να πας. Άντε άδειασε το πιάτο, θα γίνεις άνδρας και μεγάλος, πολύ μεγάλος. Σαν τον πατέρα σου και πιο πολύ ακόμα. Κι έφυγα, και χάθηκα, απομακρύνθηκα για να καλά, μα όσο φαγητό κι αν έτρωγα μεγάλος δεν έγινα, η ενηλικίωση είναι μια βλακώδης λέξη, και δεν γερνάω ποτέ, ούτε και θα πεθάνω ποτέ, δεν θα με μπουκώνουν πια, μόνο αυτό κατάφεραν και έφυγα, δεν ξαναγυρίζω, έτσι, για να μην γίνω ώριμος άνδρας, άντε το πολύ νεαρός, μόνο αυτό μου επιτρέπω και να κολυμπάω στις ακρογιαλιές και στα ρεύματα των μεταναστών και προσφύγων. Καλά και να περάσω από όσα μέρη γουστάρω, καμία υποχρέωση πια στον καταναγκασμό των ασφαλειών, η φροντίδα από μόνη της μια έννοια καράβι και πιρόγα και αεροπλάνο και φτερά και πτερύγιο, και υποβρύχιο και δίχως πρέπει αλλά με θέλω και με επιθυμία, πολύ επιθυμία, παρά πολύ επιθυμία. Ταξίδι στην αιώνια πατρίδα της σωματικής μουσικής μου.

Δεν έχει νόημα αν υπάρχει ή όχι ο Θεός, ούτε αν μπορεί να αποδειχτεί η ύπαρξή του, ακόμα και η πίστη σ' αυτόν δεν έχει νόημα. Θεός είναι ότι η κοινωνία μας δομείται, οργανώνεται, λειτουργεί και εξελίσσεται. Μ' αυτή την οπτική, αντί να χρησιμοποιεί ένα ανθρώπινο σύνολο ως θεμέλιο, άλλες έννοιες όπως αλληλεγγύη, ισότητα, δικαιοσύνη, δικαιώματα, ασφάλεια, ευημερία –σε τελική ανάλυση– θεμελιώνονται όλες αυτές οι αξίες και εκ αυτών προερχόμενες ιδέες πάνω στον ορισμό που δίνεται κοινωνικά στο υπερφυσικά θείο ως τη δικλείδα εξασφάλισης πλήρους υποταγής των κοινωνών στις επικρατούσες νόρμες. Ακόμα και οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, που ιδρύθηκαν από τα κομμουνιστικά κινήματα σύμφωνα με το μανιφέστο του Μαρξ, δεν τόλμησαν –αν και υλιστικές υποτίθεται στη βάση της ιστορικής διαλεκτικής– να καταργήσουν τις εκκλησίες θεσμικά διότι οι πολίτες τους δεν θα υπάκουαν στις πολιτικές τους κατευθύνσεις. Οι ναοί παραμένουν οι εκκλησίες των δήμων αλλά με την έννοια της εθελοδουλείας. Το ιερό, καθαγιασμένο από υπερβατικότητα, επιβάλλει την εξουσία των ελίτ σαγηνευτικά με την έλξη του συμπαντικού υπερπέραντος. Το αέναα αυξανόμενο μέγεθος αυτοακυρώνεται ως τέτοιο αφού δεν του ταιριάζει καμία μονάδα μέτρησης και ως ασύλληπτο επιβάλλεται στο πεπερασμένο του συγκεκριμένου. Τα μάτια μυρίζονται μα ποτέ δεν εξομολογούνται κι ας υπονοούν· η πράξη, και μόνο αυτή, μπορεί να υποθέτει αλλά δεν βεβαιώνει και ο μόνος θεός που έχει γενική αποδοχή είναι ο έρωτας. Ακριβώς γιατί δεν είναι δίκαιος, λογικός, οξυδερκής, μετριοπαθής, αλλά παράλογος, τυφλός, παρορμητικός, αυθαίρετος και πάνω από όλα άδικος, αναπόφευκτα. Η σαρκική υπερβατικότητά του εμπεριέχει όλα τα αντιθετικά ζεύγη σε μια πραγματικότητα φαντασιακής έκστασης των αισθήσεων ώστε ακόμα και ο θάνατος καταργείται ενώ η οδύνη είναι πηγή έμπνευσης για την ευτυχία. Δεν ερωτευόμαστε με το φύλο, αυτό είναι η επιφανειακή αντίληψη, μα με το ακατανόητο, τον παραλογισμό και την αυτοαναίρεσή μας. Στον άλλον βλέπουμε την κατάργηση του δυνάστη μας, του εγωισμού μας, του εγώ. Γιατί ξεπερνούμε όλα τα σύνορα, η σεξουαλική πράξη είναι η χημική ένωση των υπαρξιακών μας απρόβλεπτων και τα όρια των αντοχών μας δοκιμάζονται όχι από σαδομαζοχιστικές τάσεις, αλλά για να ταυτίσουμε το θεϊκό με το «εδώ και τώρα» μας ώστε να αλωνίζουμε στο υπερπέραν. Το επουράνιο είναι το ίδιο μας το σώμα και το γήινο η δίκη μας στιγμή στο άπειρο, με βασική προϋπόθεση την ερωτική έλξη. Όμως, ένας τέτοιος ορισμός του Θεού είναι επικίνδυνος για την καθεστηκυία τάξη, δεν γνωρίζουν όρια οι πιστοί του και πολύ περισσότερο μια αρχή, ένα πυραμιδικό σύστημα ομαδοποίησης, τοτέμ και ταμπού· ευλαβικοί είναι μόνο προς τα ίδια τα συναισθήματα της έλξης που νιώθουν για τον άλλο άνθρωπο. Ο πραγματικά ερωτευμένος δεν αντιμετωπίζει τον άνθρωπο που τον ελκύει, εκστασιάζει, παθιάζει, ποθεί ως αντικείμενο των επιθυμιών του· αυτό είναι μια αστική διαστρέβλωση ώστε ως πράγμα να αποδαιμονοποιείται, απομαγεύεται, να περιορίζεται στην σεξουαλική πράξη, ως το κατάλληλο ερωτικό παιχνίδι κι όργανο και εντέλει να εμπορευματοποιείται και ως εκπορνευόμενο πλάσμα, με το κατάλληλο αντίτιμο, να χειραγωγείται. Ο κατακλυσμός του διαδικτύου από ιστοσελίδες πορνοπεριεχομένου αυτό ακριβώς επιδιώκει, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η βασική ανθρώπινη λειτουργία, η σεξουαλική δράση, εκπληρώνεται και όχι υποκαθίσταται από τις τσόντες του ίντερνετ. Σε μια ανελεύθερη κοινωνία, που η ελευθεριότητα συνδέεται και αναπαράγει την άνιση κατανομή πλούτου, ισχύος και φήμης και κύρους, το άτομο διαθέτει τη δυνατότητα να αυθαιρετεί και να βούλεται σύμφωνα με τις ορέξεις του εφόσον εξυπηρετεί τον παγιωμένο τρόπο παραγωγής και διατήρησης των ανισοτήτων. Το ό,τι γουστάρω κάνω δεν λαμβάνει υπόψιν την ουσία της ελευθερίας η οποία αναγνωρίζει την ελευθερία του άλλου πρώτα, ώστε να συλλάβουμε την δική μας ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία ξεκινά από τον απέναντι, τον έτερο, τον διαφορετικό, τον αλλιώτικο, τον ξένο και τον άγνωστο και όχι από το ατομικό μας ορμέμφυτο που δίνει εντολές κάλυψης επιθυμιών δίχως να λαμβάνεται υπόψιν το όλον, ως περιβάλλον, κοινωνία, ομάδα, χώρος, χρόνος. Έτσι λοιπόν μια γυναίκα ή ένας άνδρας λόγω ομορφιάς, σεξουαλικού σεξαπίλ, σαγηνευτικής συμπεριφοράς, αφήνονται και δίνονται σε ερωτικές περιπτύξεις αυθόρμητα μέσα από το ειλικρινές παιχνίδι των ερωτικών κελευσμάτων, δίχως υποσχέσεις, ανταλλάγματα, διατιμήσεις, δεσμεύσεις, αλλά απροϋπόθετα, με στόχο την σαρκική ηδονή της στιγμής, τότε αυτή η ελευθεριακή στάση ζωής τείνει προς την ελευθερία, αν όμως γίνεται σκόπιμα και κερδοσκοπικά τότε η ελευθεριακότητα, που χαρακτηρίζει την πράξη, είναι μια χυδαιοελευθερία, άρα κιβδηλοανεξάρτητος τρόπος έκφρασης ο οποίος απευθύνεται σε αυτούς που διαθέτουν τα μέσα να καταβάλλουν την τιμή που ορίζει έμμεσα ή άμεσα ο φαινομενικά διαθέσιμος και προσφερόμενος, δηλαδή ουσιαστικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκδιδόμενος στα παζάρια των συναλλαγών.


Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ