Ο γλάρος είναι ένα έργο αναζήτησης της ομορφιάς, της αισθητικής, της τέχνης, του νοήματος της ζωής και φυσικά του έρωτα. Σε αυτό το έργο όλοι -ή σχεδόν όλοι- είναι ερωτευμένοι! Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Βρισκόμαστε στο σπίτι του ηλικιωμένου Σόριν, αδελφού της διάσημης ηθοποιού Αρκάντινα, η οποία έχει επισκεφτεί τον αδελφό της μαζί με τον σύντροφό της, τον εξίσου διάσημο συγγραφέα Τριγκόριν. Ο γιος της Αρκάντινα, ο Τρέπλιεφ είναι νεαρός συγγραφέας και έχει γράψει ένα θεατρικό έργο το οποίο και παρουσιάζει ιδιωτικά στην παρέα. Πρωταγωνίστρια του έργου είναι η φίλη του, η νεαρή Νίνα, που φιλοδοξεί να γίνει και αυτή ηθοποιός. Στην παρέα βρίσκεται επίσης ο γιατρός Ντορν, οικογενειακός φίλος, ο επιστάτης με την γυναίκα του, Πωλίνα και την κόρη του Μάσα και ο δάσκαλος Μεντβεντένγκο. Το ανέβασμα της ερασιτεχνικής παράστασης αποδεικνύεται μια αποτυχία και ο Τρέπλιεφ απογοητεύεται. Η Μάσα είναι κρυφά ερωτευμένη με τον Τρέπλιεφ αλλά αυτός αγαπά τη Νίνα, συμβιβάζεται λοιπόν και παντρεύεται τον δάσκαλο Μεντβεντένγκο, που είναι ερωτευμένος μαζί της. Η Πωλίνα είναι ερωτευμένη με τον γιατρό Ντορν, αλλά διστάζει να φανερώσει τον έρωτά της, αφού είναι ήδη παντρεμένη. Ο Τρέπλιεφ είναι ερωτευμένος με τη Νίνα αλλά αυτή εντυπωσιάζεται από τη φήμη του Τριγκόριν. Η Αρκάντινα είναι ερωτευμένη με τον Τριγκόριν αλλά αυτός κατά καιρούς την απατά με διάφορες νεότερες γυναίκες. Ένα ατελείωτο γαϊτανάκι ερωτικών απογοητεύσεων και προσδοκιών πλέκεται μπρος στα μάτια μας.
Ο Τριγκόριν είναι καταξιωμένος ως συγγραφέας και ίσως να έχει αληθινό ταλέντο αλλά έλκεται από τις νέες γυναίκες, απατά τη σύντροφό του και ζητά την επιβεβαίωση μέσα από τα όνειρα της κάθε κοπελίτσας.
Ο Τρέπλιεφ ποθεί την αναγνώριση, την καταξίωση και την αναζήτηση νέων φορμών τέχνης στη θεατρική γραφή. Απογοητεύεται εύκολα και ονειρεύεται μια οικογενειακή ευτυχία με τη Νίνα. Η Αρκάντινα είναι τρελά ερωτευμένη με τον Τριγκόριν και κάθε στραβοπάτημά του την εξαντλεί. Δεν δίνει την πρέπουσα σημασία στον νεαρό γιο της, δεν τον σέβεται ως καλλιτέχνη.
Ο Ντορν μου θυμίζει τόσο πολύ τον Αστρόφ του Θείου Βάνια. Αυτοί οι μεσόκοποι, γοητευτικοί γιατροί στα έργα του Τσέχοφ, που οι γυναίκες τούς ερωτεύονται και αυτοί είναι εργένηδες, αφοσιωμένοι στην επιστήμη τους, κυνικοί, κουρασμένοι από τη ζωή αλλά έτοιμοι για νέες περιπέτειες. Η ζωή δεν τελείωσε ακόμα και η ελπίδα υπάρχει.
Ο γλάρος ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Αλεξαντρίσνσκι της Αγίας Πετρούπολης το 1896 και ήταν μια αποτυχημένη παράσταση και καλλιτεχνικά αλλά και εμπορικά. Μετά από δύο χρόνια παίχτηκε σε σκηνοθεσία Στανισλάφσκι στο Θέατρο Τέχνης στη Μόσχα και το κοινό το αγκάλιασε και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ουσιαστικά ήταν το έργο που καθιέρωσε τον Τσέχοφ στο κοινό. Σε εμάς στην Ελλάδα πρωτοπαίχτηκε το 1932 από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και έκτοτε παίζεται σχεδόν κάθε χρόνο! Προσωπικά εγώ πρέπει να έχω δει τρία ή τέσσερα διαφορετικά ανεβάσματά του έως τώρα. Όλος ο κόσμος αγαπά τον Τσέχοφ!
Στην συγκεκριμένη παράσταση που είδαμε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά το σκηνοθετικό τιμόνι αναλαμβάνει ο Γιάννης Χουβαρδάς και μας παρουσιάζει για άλλη μια φορά το γνωστό έργο, έχοντας συμμάχους του έναν αξιόλογο θίασο ηθοποιών με πρωταγωνίστρια την καταξιωμένη Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο ρόλο της Αρκάντινα, τον Ακύλλα Καραζήση ως Τριγκόριν, τον Νίκο Κουρή ως Τρέπλιεφ και τον καταπληκτικό Δημήτρη Ήμελλο ως Ντορν.
Είναι ένα μοντέρνο ανέβασμα: αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να περιμένετε κουστούμια και σκηνικά!! Τουλάχιστον στην Ελλάδα ο όρος μοντέρνο είναι παρεξηγημένος. Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι σύγχρονες παραστάσεις εμμένουν στην έλλειψη σκηνικών και κοστουμιών. Σε κάθε περίπτωση, εδώ γίνεται μια προσπάθεια ίσως αναβίωσης της δεκαετίας του 1960 στα κουστούμια, αν κρίνω από τα μαγιό που καλούνται να φορέσουν οι ηθοποιοί. Ναι, καλά ακούσατε: μαγιό. Η σκηνή της λίμνης όπου όλοι οι συντελεστές κάνουν ηλιοθεραπεία είναι πετυχημένη και δεν με ενόχλησε καθόλου. Αυτό που με ενόχλησε ήταν η χρησιμοποίηση της πλαστικής κουρτίνας που αντιπροσώπευε τη λίμνη καθώς και τους λοφίσκους δίπλα της. Αυτό το πλαστικό κατασκεύασμα από πρακτικής άποψης μείωνε την ηχητική, με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί που στέκονταν πίσω από την πλαστική κουρτίνα να μην ακούγονται καλά από τους θεατές. Από αισθητικής άποψης θεωρώ την ιδέα άσχημη και πιστεύω ότι σε ένα μεγάλο θέατρο όπως αυτό του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά θα μπορούσαν να βρεθούν άλλες πιο ευφάνταστες λύσεις από τους σκηνογράφους και από τον σκηνοθέτη.
Είναι ένα μοντέρνο ανέβασμα: αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να περιμένετε κουστούμια και σκηνικά!! Τουλάχιστον στην Ελλάδα ο όρος μοντέρνο είναι παρεξηγημένος. Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι σύγχρονες παραστάσεις εμμένουν στην έλλειψη σκηνικών και κοστουμιών. Σε κάθε περίπτωση, εδώ γίνεται μια προσπάθεια ίσως αναβίωσης της δεκαετίας του 1960 στα κουστούμια, αν κρίνω από τα μαγιό που καλούνται να φορέσουν οι ηθοποιοί. Ναι, καλά ακούσατε: μαγιό. Η σκηνή της λίμνης όπου όλοι οι συντελεστές κάνουν ηλιοθεραπεία είναι πετυχημένη και δεν με ενόχλησε καθόλου. Αυτό που με ενόχλησε ήταν η χρησιμοποίηση της πλαστικής κουρτίνας που αντιπροσώπευε τη λίμνη καθώς και τους λοφίσκους δίπλα της. Αυτό το πλαστικό κατασκεύασμα από πρακτικής άποψης μείωνε την ηχητική, με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί που στέκονταν πίσω από την πλαστική κουρτίνα να μην ακούγονται καλά από τους θεατές. Από αισθητικής άποψης θεωρώ την ιδέα άσχημη και πιστεύω ότι σε ένα μεγάλο θέατρο όπως αυτό του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά θα μπορούσαν να βρεθούν άλλες πιο ευφάνταστες λύσεις από τους σκηνογράφους και από τον σκηνοθέτη.
Σχετικά με τον μοντερνισμό κλασικών έργων θα ήθελα επίσης να πω ότι κείμενα που αναφέρονται στη δεκαετία του 1890 μετατρέπονται ανούσια όταν μεταφέρονται στη δεκαετία του 1960. Σίγουρα κλασικό σημαίνει διαχρονικό: οι αναζητήσεις των ανθρώπων πάντα ίδιες μένουν (αγώνας για καταξίωση στους καλλιτέχνες, θαυμασμός του αναγνωρισμένου και διάσημου καλλιτέχνη, έρωτας, αναζήτηση αξιών κ.λ.π) αλλά στην δεκαετία του 1960 ο γιατρός Ντορν θα είχε συνάψει σχέσεις με την Πωλίνα και η Μάσα θα είχε διεκδικήσει την καρδιά του Τρέπλιεφ. Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι όταν έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό έργο είτε το ανεβάζουμε κλασικά και στην εποχή του είτε αν θέλουμε να κάνουμε την πρωτοτυπία και το διαφορετικό κοιτάζουμε να το ανεβάσουμε σε μέρος και εποχή που να ταιριάζουν ακόμα οι ιδέες του. Π.χ. είναι άνευ λογικής να βλέπουμε στην σημερινή εποχή μια Άννα Καρένινα που στιγματίζεται ηθικά και κοινωνικά επειδή ερωτεύτηκε έναν άντρα και απάτησε τον γηραιό και αδιάφορο σύζυγό της. Στον γλάρο ο Τρέπλιεφ δεν θα στιγματιζόταν ως "μικροαστός" αφού πλέον στην εποχή μας δεν υπάρχουν τάξεις. Καταλήγουμε και ξαναλέμε ότι ο μοντερνισμός των κλασικών έργων δεν είναι εύκολη απόφαση. Ο Χουβαρδάς κατά τη γνώμη μου πέτυχε στο ήμισυ αυτό που ήθελε να δώσει.
Από ερμηνευτικής άποψης όλοι οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί και καθόλου δεν με ενόχλησε η έλλειψη διαλείμματος. Οι δυόμιση ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβουμε, το κείμενο άλλωστε του Τσέχοφ είναι τόσο δυνατό που σου αποσπά την προσοχή.
Συντελεστές:
Απόδοση, σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Δημοσθένης Γρίβας
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Σύλβια Λιούλιου
Β’ βοηθοί σκηνοθέτη: Ασημίνα Ξυλά, Ιωάννα Πιταούλη
Βοηθός σκηνογράφου: Θάλεια Μέλισσα
Βοηθός ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη
Φωτογραφίες: © Δημοσθένης Γρίβας
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Αρκάντινα), Νίκος Κουρής (Τρέπλιεφ), Ακύλλας Καραζήσης (Τριγκόριν), Νίκος Χατζόπουλος (Σόριν), Δημήτρης Ήμελλος (Ντορν), Άλκηστις Πουλοπούλου (Νίνα), Δημήτρης Παπανικολάου (Μεντβεντένκο), Άννα Καλαϊτζίδου (Μάσα), Δημήτρης Μπίτος (Σαμράγιεφ), Σύρμω Κεκέ (Πολίνα)
Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς, 2104143310 κάθε Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή 20:30, Σάββατο 17:00 & 21:00 και Κυριακή στις 19:00