Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη
Ένα μαχαίρι δίκοπο στο κορμί μου σαν να είναι αυτός ο τόπος της νιότης μου και της καταστροφής μου και να δοκιμάζει τη λάμα του πάνω στην πόλη-σώμα μου. Γίνομαι κομμάτια και οι συνοικίες της τα διασκορπισμένα μέλη μου, μα όλα κοιτούν θάλασσα, όλα μυρίζουν την αύρα της φυγής. Ξενιτεμένο μου πουλί, τι τυχερό που είσαι, καλύτερα να μην σκεφτείς τον γυρισμό στις μνήμες σαν θα σε φέρουνε εδώ στον τόπο που σε έδιωξε δυο φορές θα πληγωθείς και τρεις θα σε σκοτώσουνε. Η μια πληγή τα νιάτα σου η άλλη τα ξενικά γεράματα στην πιο πικρή πατρίδα, ο πρώτος φόνος της λησμονιάς των εδικών σου ανθρώπων, ο δεύτερος η απώλεια όσων οι ξένοι σ' αναγνώρισαν και τρίτος και χειρότερος η μίζερη επιστροφή και τ' άδοξο το ποταπό των ανεκπλήρωτων αγιάτρευτων πόθων. Περπατώ πάνω στο δίκτυο των φλεβών μου κι όλο στα στενά του βρίσκομαι, κοιτώ τον εαυτό μου στη διάθεση της στιγμής, ένα φιλί, μια αγκαλιά θερμή, η σιωπή μες στην θαλπωρή της θαλασσινής μουσικής, τα κύματα που λούζουν με τις μελωδίες τους και πλανεύουν τα εγκεφαλικά κύτταρα, η φαντασία συντελείται στα ίδια της τα σπλάχνα δίχως δανεικά και δεκανίκια, η φαντασία της φαντασίας να υποδύεται το φεγγάρι του φεγγαριού και τ' άστρα τα ουράνια φωτάκια, μια πανδαισία μέσα στην ίδια την πανδαισία και η ταυτολογία μια επάρκεια για το πιο μεγάλο ταξίδι το δίχως εκ των προτέρων προορισμό, όπου και να πηγαίνω το κορμί μου, η κεντρική πλατεία κι εγώ να γυρνάω γύρω από το στήθος μου και να μιλάω με τους νερανθρώπους του ιδρώτα μου. Όλος ο κόπος μου, η διαφυγή μου και όλη η αλήθεια μου, η απομάκρυνσή μου από το σώμα του σώματός μου για το σώμα μου. Ο κουρέας καπνίζει τα φύλλα της δάφνης του αγνώστου στρατιώτη, ο μάγειρας τα μαγειρεύει και ο πολιτικός τα προσκυνά. Τα γατιά σκαρφαλώνουν στις μουριές και ξεκινούν το ερωτικό νιαούρισμα και τους καυγάδες ζωτικών περιοχών επικυριαρχίας. Οι ιδέες μου σε μια τέτοια πολεμική κατάσταση έρχονται στα ίσια τους μόνο όταν εγκαταλείπουν το πεδίο μάχης κι ανοίγουν τα πανιά της αναζήτησης σφιχταγκαλιασμένα στον δρόμο της ενόρασης. Ό,τι σ' ανάθρεψε, αν δεν το εγκαταλείψεις την κατάλληλη στιγμή, θα σε πνίξει με την ίδια την τροφή που σε μεγάλωσε. Οι μουριές καταπράσινες, στολίζουν τον λαβύρινθο των σκέψεών μου για να ξαποσταίνω από την διανοητική πάλη. Τα αρμυρίκια έχουν την μορφή της σημαίας του ναυαγού κι εγώ στο νησί του κοιμάμαι κάτω από τον ίσκιο τους σχηματίζοντας τις ακτές της ζωής που θέλω να ζήσω στο σκοτάδι μου. Τύμπανα σαν τα καρδιοχτύπια που δεσπόζουν πάντα στην ερημιά της ποίησης. Οι φοίνικες να στέκουν σούζα μπροστά στους δραπέτες της ακινησίας και οι βοκαμβίλιες να εξευγενίζουνε τους φαύλους κύκλους των μισοκαμμένων ονείρων. Τελικά, ένας κορμός πάνω στο σύννεφο συμβολίζει τον εαυτό μου που ξεριζώνει το δέντρο του, τρέφεται με την υγρασία του ουρανού των μεγάλων προσδοκιών και το μόνο που του αρκεί είναι να ριζώσει ξανά στο σύμπαν.
Περπατούσα στην πόλη θέλοντας να είμαι μια σκιά μιας ελιάς, σταγόνα κύματος, ένα σύννεφο που διαλύεται από τον ήλιο. Είχα την ανάγκη να κρύβομαι σε ό,τι όμορφο είχε αυτή η πόλη, τις ακρογιαλιές της, με την αμμουδιά του Αλμυρού να ταυτίζομαι και σαν άμμος να βιώνω τον κυματισμό της θάλασσας, το ανοικτό γαλάζιο, το τόσο χαρωπό, σαν να χαμόγελα ο ήλιος διαρκώς, αυθόρμητα, με βαθιά πληρότητα και να νιώθω τα αποτυπώματα από τα γυμνά κορμιά των λουόμενων, να απορροφώ τον ιδρώτα τους, το μείγμα αλμύρας και σάρκας με τ' αντιηλιακά και στο τέλος να γεύομαι τη δροσιά ενός ψάθινου καπέλου που θα παρασέρνεται από το αεράκι, αδέσποτο εδώ και κει, χαρίζοντας λίγη θαλπωρή μιας μικροκαμωμένης κούρβας. Ποσό θα ήθελα να είμαι η βραχονησίδα εκείνης της παραλίας που σαν τροχονόμος ρυθμίζει τα ρεύματα του νερού και την κυκλοφορία των ψαριών και συνομιλεί διαρκώς με τους ανέμους για τα πιο παράξενα ταξίδια των θαλασσοπόρων. Και να μεταμορφώνεται το σώμα μου στον ποταμό με τον υδροβιότοπό του, γεμάτο άγρια πουλιά, και τα γαργάρα νερά σαν το κρυστάλλινο όνειρο που όλο κυλάει γιατί είναι ήδη εκπληρωμένο καθώς η υγρή του υφή είναι από μόνη της το μυστικό που ικανοποιεί κάθε προσδοκία.
Δεν ήμουν ποτέ ολόκληρος ο εαυτός μου σ' εκείνο τον τόπο, το έβρισκα μάταιο να πασχίζω να γίνομαι κάτι που θα φάνταζε παράταιρο με την ομάδα προσέλκυσης των επενδυτών που τόσο πολύ λαχταρούσαν και υπηρετούσαν, κυρίως πολιτικοί, μηχανικοί κι αρχιτέκτονες, κτηματομεσίτες και ξενοδόχοι μιας και η κατακόρυφη τιμή της γης ευνοούσε το πανηγύρι της πώλησης, γιατί τα λεφτά, τα πολλά λεφτά, θα μεταμορφώσουν το ψαροχώρι σε τσιμεντούπολη πάνω στην οποία θα ψήνονται οι τουρίστες σαν χταποδάκια στην πέτρα, παίρνοντας εκείνο το βαθύ σκούρο ροδαλό κάψιμο που θα τους θυμίζει τις αχαλίνωτες διακοπές τους με all inklusive στο περιφραγμένο ξενοδοχείο ώστε να μην είναι προσβάσιμο στους ντόπιους. Ήμουν διαρκώς και πιο κοντά στον Πεσσόα κι έβρισκα μάταιο να κάνω κάτι άλλο εκτός από το να προκαλώ με την αυτοκαταστροφή μου. Ήθελα να είμαι ο αφρός του κύματος, για αυτό άφριζα από το κακό μου βιώνοντας την κερδοσκοπική εμμονή των συμπολιτών μου σαν το σφάξιμο της ανθρωπιάς στον βωμό της κατασπατάλησης και του ξεπουλήματος των φυσικών πόρων του τόπου για έναν πλουτισμό αβέβαιο και ανά πάσα στιγμή αυτοακυρούμενο. Γιατί τι σημαίνει να καταστρέφεις αυτό που σου προσφέρει η φύση, δήθεν ως επένδυση που ευνοεί κάποιες πολυεθνικές της Ευρώπης; Απλά ποτέ δεν θα συγκεντρωθεί ο πλούτος στον τόπο που παράγεται και θα ευνοηθούν μόνο οι ντόπιοι μεσολαβητές. Όσο για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους και μόνο ότι δουλεύουν για 1000 ευρώ εποχιακοί πάνω από 200 ώρες τον μήνα, δίχως ρεπό, κραυγάζει για την υποσχόμενη ανάπτυξη. Θέλω να είμαι μια βοή του λίβα που τρελαίνει τα μυαλά και το σώμα μου, σαν αφρικανική λάβα να ισοπεδώσει όλη την ξεφτίλα, το μαγάρισμα και τη διαστρέβλωση που προσκυνά ο τόπος αυτός.
Το εστιατόριο είναι το κοινό σημείο αναφοράς του ετεροπροσώπου του Πεσσόα και εμένα. Η διαφορά μας είναι πως δεν ήμουν ο θαμώνας, ο μοναχικός με τον δύστροπο χαρακτήρα και την εξεζητημένη προσωπικότητα. Δεν ήμουν ούτε ο συμβατικός ιδιοκτήτης του και μήτε ο σερβιτόρος, ο τυπικός με τη φινέτσα παλιάτσου και την ψευδαίσθηση του κατακτητή όλου του κόσμου, επειδή ακριβώς επισκέπτεται το Λονδίνο ή το Παρίσι ή πολύ περισσότερο το Άμστερνταμ μια φορά τον χρόνο για να υποδυθεί τον Ευρωπαίο που σερβίρει όλη την τουριστική σεζόν. Αντίθετα, υποχρεώθηκα κυριολεκτικά να εργάζομαι από την εφηβεία μου για να συμβάλλω στο μικροαστικό όνειρο του νεοπλουτισμού της οικογένειας. Αντί να διαθέτω τον χρόνο μου ανέμελα ως έφηβος κυνηγώντας γκόμενες, μαθαίνοντας γλώσσες και αφιερώνοντας γενικά χρόνο στον πειραματισμό και το ψάξιμο που χαρακτηρίζει αυτή την ηλικία, έπρεπε με το που τελείωνα το σχολείο να διαβάζω στο σπίτι, να πηγαίνω φροντιστήριο και ο ελεύθερος χρόνος μου ήταν εργασία και χαρά στο μαγαζί.
Από παιδί, θέλοντας και μη, ακόνισα τη μάτια μου στο να παρατηρώ ανθρώπους. Πελάτες που έρχονταν καθημερινά κι έτρωγαν ένα πιάτο φαγητό κι έπιναν μια κούπα κρασί για να χαλαρώσουν έστω για λίγο ώστε μετά να συνεχίσουν την εργασία τους. Γιατί κατά κύριο λόγο το κατάστημα λειτουργούσε ως μαγέρικο για μεσημεριανό και αργότερα εξελίχθηκε και σε ψησταριά ταβέρνα το βράδυ. Ο πελάτης του μεσημεριανού φέρνει την αγωνία της μέρας, την έντασή της, την έγνοια της. Συνήθως ζητούσε ν' ακούσει, να δει ειδήσεις ή διάβαζε εφημερίδες, οπότε η πολιτική επικαιρότητα έπαιζε πολύ και οι κουβέντες επεκτείνονταν κατόπιν στα τοπικά δρώμενα ή σε ιστορικές, κοινωνικές και πολιτιστικές πτυχές των κεντρικών θεμάτων συζήτησης. Χρόνος περιορισμένος, μια βαθιά ανάσα για μια μπουκιά φαγητό και δυο κουβέντες γύρω από τις ειδήσεις. Ουσιαστικά ήταν η κουζίνα της πόλης. Από κει περνούσαν όλοι για να πιάσουν σφυγμό σχετικώς με τα τοπικά ζητήματα, να αποδράσουν μια στιγμή από την ένταση της τουριστικής βαβούρας, να φάνε καλά, γρήγορα και φτηνά σε μια οικεία ατμόσφαιρα σπιτιού και μετά ξανά στη βιοπάλη. Περνούσαν σχεδόν όλοι με την καθημερινή τους ένδυση και εργασιακό προσωπείο, αλλά ταυτόχρονα, ακριβώς επειδή είχε πολύ έντονη την ατμόσφαιρα του λαϊκού, όλοι έρχονταν συνηθισμένα κι απέριττα δίχως φρου φρου, αρώματα, τουαλέτες και φτιασιδώματα. Όμως, ταυτόχρονα, ο πατέρας μου ήταν απίστευτος μερακλής στην παραγωγή κρασιού και τσικουδιάς, σπιτικά και τα δυο, μπρούσκο οίνο, ροζέ και λευκό,(ποτέ κόκκινο γιατί ισχυριζόταν πως φτιάχνεται με αλχημείες κι όχι φυσικά) και μυρωδάτη χωριάτικη ρακή. Έτσι, δίπλα στους εργαζόμενους κάθονταν και οι πότες, ώσπου στο τέλος μαζεύονταν και τα πιο γερά ποτήρια της περιοχής. Ήταν επόμενο αυτοί οι αργόσχολοι να αποκτούν για μένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιατί ξέφευγαν από τα τετριμμένα και μετέτρεπαν την σάλα σε λαϊκή θεατρική παράσταση με τα πειράγματα, τα καπρίτσα, τους καυγάδες και τις ανακατωσούρες τους. Κάθονταν με τις ώρες πιπιλώντας ένα ποτήρι και μας έκαναν τέτοια παρέα έτσι ώστε να γίνονται μέλη του στενού κύκλου των θαμώνων και του ευρύτερου ταβερνοσογιού. Ήταν αυτοί που μετέτρεψαν το μαγειρείο σε ταβερνείο και τα φαγητά του από ένα πιάτο μεσημεριανό σε μεζέδες. Οι ιστορίες ζωής αυτών των θαμώνων ήταν διαλεκτές και έφερναν τον γενικό σεβασμό άσχετα της καταγωγής και κοινωνικού στάτους. Αναμφίβολα εκείνος που μπορούσε να τους κουμαντάρει και να τους φέρει στα νερά του ήταν ο πατέρας μου, ο οποίος αν κι έμοιαζε κάπως στον μαγαζάτορα του Πεσσόα, που έχει το μαγαζί του ως σύμπαν και την εμμονή του να μαζεύει λεφτά για να κάνει τη βόλεψη και κομπόδεμα υπό τον στερνό κορσέ και κατήχηση της συζύγου του, ήταν κι ένας απίστευτος γλεντζές, θεατρίνος και πότης. Επομένως συγκαταλεγόταν στα γερά ποτήρια με τον ορισμό της γειτονιάς αλλά όχι αλκοολικός σύμφωνα μ' εκείνο της ιατρικής. Είχε απίστευτες αντοχές ο γέρος. Αυτή η κοινωνικότητα του πατέρα μου ήταν το πιο σημαντικό κεφάλαιο για τη διαμόρφωση όλου εκείνου του δικτύου γνωριμιών και προβολής του μαγαζιού του ώστε να γίνει ένα από τα πιο γνωστά παραδοσιακά εστιατόρια λαϊκής παραδοσιακής κουζίνας της Κρήτης. Σ' όλα αυτά όμως εγώ δεν κόλλαγα. Μου επέβαλλε ο γέρος μου τον όρο της επιβίωσης για την αναγκαστική συμπόρευση στον στόχο του. Και αυτή ήταν η παγίδα μου, γιατί άρχισα να σπουδάζω με τα λεφτά του και την καβάντζα της επαγγελματικής λύσης του εστιατορίου και ως εκ τούτου ποτέ δεν αναζήτησα εναλλακτικό δρόμο αυτονομίας, οικονομικής ανεξαρτησίας και οι σπουδές μου δεν ήταν απλώς χόμπι αλλά τοποθετήθηκαν στο ρομαντικό ιδεαλιστικό επίπεδο της αληθινής κατάκτησης της γνώσης. Όμως, δίχως εργασία που να εκφράζει έναν άνθρωπο, όλη η μάθηση της ζωής γίνεται ένα βάσανο και μια διαδικασία αναπηρικής πορείας. Κι όμως, έστω κι έτσι, ακόμα και στην πρώτη μεγάλη ήττα, όταν πια το πρώτο πείραμα απέτυχε και επέστρεψα με τα φτερά πεσμένα στην οικογενειακή επιχείρηση, με νεύρα τεντωμένα και με μια εκκολαπτόμενη κατάθλιψη, άρχισαν μέσα μου τα αντιτιθέμενα και αντιφατικά στοιχεία της οικογενειακής πράξης και της δίκης μου επιστημονικής θεωρίας να υφαίνουν τον ιστό της νέας γνωσιακής αναζήτησης ώστε να βρω διέξοδο σε πολλαπλά επίπεδα κρίσης. Το εστιατόριο έγινε το πεδίο δράσης ενός άτυπου κοινωνιολόγου, που με την τυπική ταυτότητα του εστιάτορα χρησιμοποιούσε τη μέθοδο της κοινωνιοανθρωπολογικής έρευνας για να μελετά, αναλύει και ερμηνεύει έναν ημιαστικό ιστό με όλες τις πτυχές του, κάτι που σήμαινε πως ιστορία, κουλτούρα, οικονομία, πολιτική ήταν τα εργαλεία που είχε αποκτήσει στο πανεπιστήμιο για να τα χρησιμοποιήσει στην πραγματικότητα του μαγαζιού του, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και ενεργούσε σαν το σημείο συνάντησης όλων των αστικών ροών της. Έτσι εκκολάφτηκε ο ποιητής που προσπαθώ να γίνω σήμερα. Μαγειρική, κρασί, κοινωνική γνώση, τραγούδι και λογοτεχνία ήταν τα συστατικά της διεργασίας. Γιατί στον χώρο του έγιναν απίστευτα γλέντια με τη δισκοθήκη μου που συνεχώς μεγάλωνε και με δώρα των συμμετεχόντων κι ακούστηκαν όλα τα είδη, κυρίως της ελληνικής μουσικής. Και οι στίχοι βυθίζονταν μέσα μου όλο και πιο βαθιά, υπόγεια, μαλάσσοντας το ασυνείδητό μου ώστε να γίνει ένα απίστευτο φίλτρο ποιητικής αλήθειας.
Σήκω να χορέψεις. Άσε με ρε πατέρα. Έλα, έλα σου λέω, είναι πολύ καλοί πελάτες. Μην με ντροπιάζεις. Δεν θέλω τώρα. Βρε δεν καταλαβαίνεις. Είναι καθηγητάδες Αυστριακοί, έχουν μεγάλη αδυναμία στο μαγαζί, περνάνε μέσα από την λίμνη κι όταν τους σέρνουν τα καμάκια αυτοί τους απαντούν πως πάνε στο Ίτανος. Δεν γουστάρω τώρα. Ρε, μην με διαολίζεις. Άντε ξεκινάω εγώ, χτύπα μου παλαμάκια. Καλά. Βρέχει φωτιά στην στράτα μου, όπα, χιπ, χοπ. Χαχαχα. Έλα σήκω, σήκω. Οχ τώρα, καλά, σου χτυπάω παλαμάκια. Ρε, έλα, σήκω σου λέω. Με τραβάει με το ζόρι. Κι εγώ χορεύω το παιδί που θα βρέχει στο διάβα του εμπόδια, αποτυχημένες σχέσεις, ένα διαρκές παραπάτημα, ένα τρέκλισμα ενός αμέθυστου χαμένου από τον στόχο της ύπαρξής του. Η ασφάλεια, η γαμημένη εξασφάλιση, μια απατεωνιά ολόκληρης της ελληνικής μεταπολεμικής μικροαστικής κοινωνίας. Οικογενειοκρατία, προγονολατρεία, τζάκια, πελατειακά δίκτυα και ασφυκτικός κλοιός.
Ο Άγιος Νικόλαος είναι ένα κλασικό παράδειγμα του περίφημου λαϊκού καπιταλισμού όπου η διεύρυνση των μικροαστικών και αστικών στρωμάτων υπό την ψευδαίσθηση του γρήγορου πλουτισμού μέσω των μεγάλων ευκαιριών της παγκοσμιοποίησης της αγοράς και του νεοφιλευθερισμού πραγματοποιήθηκε σχεδόν εν μια νυκτί και ανέδειξε έναν τραγέλαφο συμπεριφορών και αντιλήψεων ώστε η παρασιτική νοοτροπία, με την αεριτζίδικη κερδοσκοπία, να γίνει μότο κουλτούρας μιας επίπλαστης αφθονίας που έκρυβε την μεγάλη αλήθεια στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, της αποβιομηχάνισης ολόκληρης της ηπείρου και της υιοθέτησης του χρήματος ως βασικό μέσο κυριαρχίας στον κόσμο. Ακριβώς στην εξελικτική πορεία αυτού του ψαροχωριού, κοινωνικοανθρωπολογικά, μπορούσα με γυμνό μάτι να παρακολουθώ την μεταβολή των συμπεριφορών και συνηθειών, σκέψεων και στρατηγικών των κατοίκων του, παλαιών και νέων, γιατί στο Ίτανος παρέλαυναν καθημερινά με την εργασιακή τους ένδυση, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όλοι οι άνθρωποι-παράγοντες που έδιναν τον σφυγμό των αλλαγών και των εξελίξεων. Δήμαρχοι, λογιστές, τραπεζοϋπάλληλοι, επιχειρηματίες, τουριστικοί υπάλληλοι, έμποροι, οικοδόμοι, αγρότες... και μαζί με αυτούς όλοι οι λαοί του κόσμου ως τουρίστες.
Ενώ σε μια μεγαλούπολη ο καθένας μπορεί και είναι ο εαυτός του, η ίδια η μοναξιά και η ανωνυμία κρύβει πτυχές της ζωής και της προσωπικότητάς του. Και να θέλει να φαίνεται δεν τα καταφέρνει και ως επιδειξιομανής, γιατί η μαζικότητα των εικόνων και των δρώμενων τον θάβει στην γενική αμνησία. Ακόμα και στα πρωτοσέλιδα διαφορετικών εφημερίδων, περιοδικών, συνεχώς και να είναι, δεν σχηματίζεται μια ολοκληρωμένη εικόνα για αυτόν έστω και στρεβλή. Χρειάζεται η παρέμβαση δημοσιογράφου, ιστορικού, βιογράφου για να επιτευχθεί η πλήρη σκιαγράφηση της ζωής του. Αντίθετα, στην μικρή πόλη, όσο κι αν προσποιείται και κρύβεται κάποιος, πάντα αποκαλύπτεται και είναι διαρκώς γυμνός στα μάτια των συντοπιτών του. Στα μαζικά αστικά κέντρα όλοι έχουν ένα στίγμα μονοσήμαντο, παρότι δείχνουν ολόκληρη την κοινωνική και ιδιωτική διάστασή τους. Στην μικρή πόλη όλοι αγωνίζονται για ένα όνομα, υποκρίνονται, γίνονται θεατρίνοι, λένε ψέματα και όμως όλα είναι κηλιδωμένα από τα κουτσομπολιά, την κακεντρέχεια, τη ζηλοφθονία και την συκοφαντία των συμπολιτών έτσι ώστε να σχηματίζεται μια πλήρη απεικόνιση σε καθρέπτη παραμόρφωσης. Τα μυστικά στην μεγαλούπολη κρατιούνται, αντίθετα στην κωμόπολη αβγατίζουν και όλοι τρώνε από την ίδια κότα κάνοντας πως δεν γνωρίζουν, ενώ ξεφουρνίζουν στα ξαφνικά μισές κουβέντες όλο υπονοούμενα και αστερίσκους. Ακριβώς έτσι συνέβαινε και στην κωμόπολη με το οικογενειακό εστιατόριό μου να είναι ένα κέντρο ανταλλαγής και συγκέντρωσης πληροφοριών. Αφού λοιπόν δεν ευτύχησα να εργαστώ ως κοινωνιολόγος, ενώ απέτυχα παταγωδώς ως ιστορικός, δεν μου έμενε τίποτε άλλο παρά να ασκήσω και τις δυο ιδιότητές μου με τον επαγγελματικό ρόλο του εστιάτορα. Είχα λοιπόν την ευκαιρία να δρω, κυρίως με τα εργαλεία ενός κοινωνικού ανθρωπολόγου, συλλέγοντας σε μόνιμη βάση από τις καθημερινές κουβέντες, με τους ίδιους ανθρώπους, πληροφορίες ώστε να σχηματίζω μια συνολική εικόνα της μικρής πόλης. Ουσιαστικά αν και δεν το αντιλαμβάνονταν οι πελάτες, τους έθετα με λανθάνον τρόπο ερωτηματολόγια ανθρωπολογικής έρευνας ώστε να μην τους ενοχλώ κουτσομπολίστικα και να μην τους θίγω τον εγωισμό. Μέσα από αυτό το κανάλι επικοινωνίας αναπτύσσαμε συζητήσεις χωροχρονικού ενδιαφέροντος με σκοπό να εκπληρώνω τις δυο πτυχές των αναζητήσεών μου, την στατική παροντική και την δυναμική εξελικτική.
Καταρχάς, συντελέστηκε μια μεγάλη ανατροπή. Γεωγραφικά απέκτησαν αξία, πολλαπλάσια μεγαλύτερη της αρχικής, τα παραθαλάσσια μέρη σε μια νύκτα από τα ορεινά στα οποία βρίσκονταν αιώνες κεφαλοχώρια και πλούσιοι αγροτικοί και κτηνοτροφικοί οικισμοί. Κυκλοφορούσε ένα μύθευμα φημολογίας πως μια ξερή νησίδα είχε δωθεί ως κληρονομιά σε μια άτακτη θυγατέρα που πήρε τον κακό δρόμο της παστρικιάς, επειδή δεν είχε αξία και λόγω των τουριστικών επενδύσεων η συγκεκριμένη κληρονόμος έγινε πλούσια. Ταχύτατα η ριζική αλλαγή πραγματοποιήθηκε σε μια δεκαετία, του εβδομήντα, έτσι ώστε η παραγωγική βάση της περιοχής να μετατοπιστεί από τον πρωτογενή στον τριτογενή τομέα δίχως ποτέ να υπάρξει ανεπτυγμένη βιομηχανία. Ουσιαστικά ο αγροτοκτηνοτρόφος έγινε συμπληρωματικός του τουριστικού υπαλλήλου. Γιατί τα ντόπια προϊόντα απορροφούνταν από τις τουριστικές μονάδες τουλάχιστον μέχρι την κρίση του 2010. Κάποιος εργαζόταν ως σερβιτόρος το καλοκαίρι και τον χειμώνα έπαιρνε ταμείο ανεργίας, έφτιαχνε κρασί και τσικουδιά, μάζευε ελιές για ελαιόλαδο, είχε και δέκα όρνιθες, δυο κατσίκες, πέντε κουνέλια και δυο σκύλους για κυνήγι. Τότε ακριβώς, σε ολόκληρη την Κρήτη αναπτύχθηκε και η φαντασίωση της οικονομικής της αυτοτέλειας και επάρκειας σε σημείο να ισχυρίζονται φαντασιόπληκτοι τοπικιστές και υποκινούμενοι από μυστήριους κύκλους, αμερικανικούς δήθεν, πως μπορεί η Κρήτη να γίνει ανεξάρτητη πολιτεία, κάτι τόσο επικίνδυνο όσο το κυπριακό με την κατάληξή του, όπως το παλαιστινιακό, που με την αγορά της γης από ξένα funds αγνώστων συμφερόντων θα μπορούσαν σε επόμενη φάση να ελέγξουν το νησί. Μάλιστα στην δική μας μικρή πόλη ήταν εμπλεκόμενοι ακροδεξιοί κύκλοι που σχεδόν φανταζόντουσαν, σαν πεντηκοστή πρώτη πολιτεία των ΗΠΑ, την Κρήτη σε σύμπνοια με χανιώτικες ομάδες που δρούσαν κατά του πασοκοκρατού μενού Ηρακλείου. Και δεν υποπτεύονταν πως την πάτησαν οι ομοϊδεάτες τους οι δικτάτορες. Καβαλίκεμα του ταύρου που αντί για τον Δία υποδυόταν ξένες μυστικές υπηρεσίες, του Ισραήλ και των ΗΠΑ πιθανόν, ώστε να ελεγχθεί η Ανατολική Μεσόγειος καλύτερα. Βέβαια μιλάμε για την εποχή που το ΠΑΣΟΚ είχε πρασινίσει το νησί και δήθεν το έπαιζε αντιαμερικάνικο. Όταν το σημιτικό ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην κανονικότητα της νατοϊκής νόρμας με τα Ίμια και το γκριζάρισμα του Αιγαίου τότε εκδιώχθηκαν ποινικά και οι αυτονομιστές με την επίδειξη και μόνο των συμβόλων τους, όπως η χρήση σημαίας εκείνης της κρητικής πολιτείας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια παρά πολύ ύποπτη χρήση του συγκεκριμένου συμβόλου.
Ας επιστρέψουμε στα καθημερινά και, να, ο Παύλος κατευθύνεται στην εκκλησία, έχει λάβει παραγγελία να πάει πέντε κουτάκια λιβάνι, τρεις λαμπάδες, δυο πακέτα απλά κεριά και κάμποσα καρβουνάκια για το θυμιατό. Κύριε ελέησον ημάς, εσάς και την γδυτή, έξω από τον οίκο του θεού, μην μιλάτε έτσι στους τουρίστες, μας φέρνουν τον επιούσιο, κι ευλόγησε τον άρτον ημών, και αγιαστείτε ημάς από του πονηρού, ρε τι γυναικάρα δίμετρη είναι αυτή η βορειοευρωπαία, πάταξε τον αμαρτωλό, οχ μου σηκώνεται, και κατευθύνεται ο ιερέας στην Αγία τριάδα, στο ιερό τα παπαδάκια ονειρεύονται την κωλάρα που μόλις εμπρόκωσαν με το βλέμμα σαν καρβέλι αγιασμένο σε πιάτο κρεβάτι και με τις μαυροδάφνες να πλένουν το αιδοίο τ' αναμάρτητο. Ναι, ναι, ναι, όλα μικρά παιδάκια αξιοπρεπών οικογενειαρχών γαλουχημένα με τις υψηλές αξίες τού αγαπάτε αλλήλους και μοιράζουμε τα χιτώνια όσοι έχουν δυο, λουκουμάδες, θα φάμε λουκουμάδες μετά τη δοξολογία και εμφανίζεται ο Παύλος ξανά με την βρόμικη ποδιά και το σορτσάκι το φαρδύ μέχρι το γόνατο, ασουλούπωτος, με το μπλουζάκι το ζαχαρί, κουβαλάει δυο καντήλια, φιτιλάκια και δυο εικονίσματα, τα θέλει ο δήμαρχος για το μνημόσυνο των ηρώων και να σου τον με το νέο Audi και τι κουστουμιά είναι αυτή, μια καδένα όλο καράτια, όνειρα εκπληρωμένα με πολλή μαεστρία να φωτίσει ο νους των δημοτών και ν' ανοίξουν οι δουλειές με τα μπανιστηρτζίδικα των καλλιτεχνών του καμακιού. Και τα πλήθη να πληρώνουν το εισιτήριο της Λαμπρής για μια θέση εξώστη στο έργο άρτος και θεάματα στα στενοσόκακα της εσκεμμένης λήθης.
Να διεισδύσω στα βάθη της συνείδησής μου είναι ένα βήμα αυτοπροσδιορισμού, προχωρώντας στα έγκατα του ασυνείδητού μου είναι μια προσέγγιση του εαυτού μου, μα η φιλοδοξία μου είναι το άγνωστό μου άπειρο, το ακατανόητό μου και απροσπέλαστο, ναι, δεν είναι μόνο η πεμπτουσία μου εκεί, αυτό είναι το λιγότερο, αλλά η πηγή του αυτεξούσιού μου. Ο πυρήνας της ελευθερίας είναι η ενσυναίσθηση ατομικού ή συλλογικού υποκειμένου, του δρώντα, του δημιουργού να διαισθάνεται την πηγή και τη διαρκή μεταμόρφωση της αυθεντικότητάς του, δηλαδή το ακατάβλητο της άγριας φύσης του. Η αυτοκυριαρχία για την αυτενέργεια οφείλεται ακριβώς στον συντονισμό δια της εναρμόνισης με το αδάμαστο του είναι μας. Εξού και η πηγή του ωραίου και του καλού. Κατά βάθος μόνο τα φυτά έχουν πλήρως μια τέτοια αρχή ύπαρξης ακριβώς γιατί δεν εξαρτώνται από τα άλλα ζωντανά για την επιβίωσή τους, γι' αυτό και διαβιώνουν a priori. Τρέφονται από τα συστατικά της ανόργανης ύλης μέσω της φωτοσύνθεσης. Μόνο όταν όλα τα ζώα γίνουν φυτά θα αποκτήσουν την τέλεια ομορφιά και την απόλυτη αυτογνωσία. Τότε η ζωή από τη γη θα απλωθεί στο σύμπαν. Όλες αυτές οι σκέψεις δεν έχουν καμία σχέση με την τουριστική κερδανάπτυξη της μεταπολεμικής περιόδου. Είναι όμως απαραίτητες για τον προσανατολισμό προς την αυτοεκτίμηση, ως τρόπος διαφυγής και ανεξαρτητοποίησης από τις πρακτικές συμβίωσης δια την αλληλεξάρτησης, ετεροπροσδιορισμού, αλληλεκμετάλλευσης και παίγνιων κερδοσκοπίας.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.
Σημ. επιμ.: Λέξεις όπως «καπρίτσα» ή «βοκαμβίλιες» έχουν παραμείνει ως έχουν στο χειρόγραφο θεωρούμενες ντοπιολαλιά ή κατασκευάσματα του συγγραφέα για να αποδοθεί η απόχρωση των λεγόμενών του ή για άλλες κειμενικές ανάγκες όπως η ειρωνεία και ο κυνισμός. Το «all inklusive» αντί του όρου «all inclusive» (σε ελεύθερη μετάφραση «όλα περιέχονται», με τον οποίο οι μεγάλες μονάδες δηλώνουν ότι παρέχουν τα πάντα στον επισκέπτη ώστε αυτός να καλύψει κάθε ανάγκη του εντός του ξενοδοχείου) παρέμεινε ως είχε στο χειρόγραφο καθώς θεωρήθηκε από την επιμελήτρια ως σύνθετη λεξοπλαστική του συγγραφέα, δηλαδή λογοπαίγνιο (ink = μελάνι).