Μαρίας Καρυτινού
Τα Ψηλά δέντρα ήταν βουτηγμένα ανάμεσα σε μια βουνοκορφή και δυο πλαγιές που τα αγκάλιαζαν βουβά εδώ και πολλούς αιώνες. Μαγεία και μυστικά κρύβονταν στα σπίτια του χωριού, αφού οι άνθρωποι εδώ δεν γερνούσαν σαν τους άλλους, ούτε η ζωή τους έσβηνε με την ηλικία τους. Λίγες γιορτές συντρόφευαν τους κατοίκους στα Ψηλά δέντρα και η παρουσία των βάρδων με τους μπαλωμένους χιτώνες και τα χιλιοπατημένα παπούτσια τους ήταν σπάνια στο χωριό τους.
Η Άννα ζούσε εκεί από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Ήταν το κορίτσι με την άσπρη πλεξούδα, κληρονομιά της μάνας της όπως και η τέχνη τού να φτιάχνει γιατρικά. Η ζωή της αργοσάλευε ανάμεσα στη σοφία και τη μαγεία. Δύο γερασμένες ιτιές λύγιζαν πάνω από το πλίνθινο σπίτι της, χτισμένο στα ριζά της βουνοκορφής.
Η κόρη μπήκε στο πανδοχείο του χωριού που μύριζε ψημένο ψωμί, καρυκεύματα, γλυκό κρασί και κουβέντες φορτωμένες φόβο. Ο πανδοχέας είχε ανάψει την πίπα του και στεκόταν δίπλα στο τζάκι καθώς κόκκινες γλώσσες φωτιάς έριχναν φως στις αδρές γωνίες του προσώπου του. Όρθιοι, μπροστά στο νοτισμένο παράθυρο από τη νυχτερινή βροχή, στέκονταν τρεις άντρες που μιλούσαν ζωηρά μεταξύ τους.
«Λοιπόν, τι αποφασίσατε;» ρώτησε το κορίτσι. Ο πανδοχέας στράφηκε με βλέμμα σκοτεινό προς το μέρος της.
«Εσύ φταις για όλα! Αν δεν ήσουν εσύ, ο αφέντης του κάμπου δεν θα 'ψαχνε για τις κρυμμένες αλήθειες μας».
Τα λόγια του έπεσαν σαν καμιτσιά στον αποπνιχτικό χώρο. Το κορίτσι στράφηκε στη μικρή ομήγυρη και τα λόγια της ακούστηκαν αποφασιστικά.
«Έχεις δίκιο. Το αδράχτι της μοίρας κανείς δεν το ξεπερνά. Τα μυστικά της ζωής σας θα σφαλιστούν. Ο άρχοντας δεν ψάχνει εσάς αλλά εμένα, γνωρίζοντας πως οι καρδιές μας δεν χτυπούν πια».
Μιλώντας, άγγιξε την μπότα της και τράβηξε από μέσα ένα στιλέτο με τρία πετράδια που η λάμψη τους έπεσε σαν λαβωμένη αχτίδα πάνω στη φωτιά του τζακιού. Η Άννα τρύπησε το δάχτυλό της και γλυκές σταγόνες αίματος έσταξαν στις βρόμικες σανίδες. Όλοι γεύτηκαν όνειρα και λησμονημένες ευχές.
Η παγωνιά τύλιξε την κόρη, βγαίνοντας από το πανδοχείο του χωριού. Ο αέρας έγινε βαρύς σαν τα φύλλα στροβιλίστηκαν γύρω της.
Στο πανδοχείο, ο Σαμ, ο Χάκερ και ο Άραν κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Η φωνή του Άραν ακούστηκε θυμωμένη.
«Γιατί εκείνη να φορτωθεί τις τύχες μας; Η Άννα κατέχει τη μαγεία κι εμείς τη θυσία. Θα λουφάξουμε στη φωλιά μας; Ο άρχοντας είναι αρχαίος, θα την κομματιάσει και θα μείνουμε μια αγέλη λύκων χωρίς οδηγό». Ο Σαμ και ο Χάκερ κούνησαν το κεφάλι τους. Ο Άραν άνοιξε την πόρτα του πανδοχείου κι ένιωσε τη μυρωδιά της μαγείας. Αγνόησε τον φόβο του και καβαλίκεψε γρήγορα το άλογό του. Πίσω του άκουσε τους φίλους του να τον ακολουθούν.
Οι άντρες σπιρούνιζαν λαχανιασμένοι τ' άλογά τους. Ο ιδρώτας έσταζε σκονισμένος στα πολυκαιρισμένα ρούχα τους, σημάδι οσμής θανάτου. Κάλπαζαν δυο μερόνυχτα με τους μανδύες τους ν' ανεμίζουν, σηκώνοντας χώμα και πέτρες κάτω από τις οπλές των ζώων τους. Τα πρόσωπά τους σκυθρωπά, με βαθιά χαραγμένες ρυτίδες, φανέρωναν τρόμο και τρέλα. Συχνά πυκνά, γυρνούσαν αλαφιασμένοι πάνω στη σέλα τους, ψάχνοντας με το βλέμμα τους σκιές που θα τους καταδίωκαν και θα τους κύκλωναν ανελέητα μες στην ερημιά των γυμνών λόφων, ρημάζοντας την τελευταία τους πνοή πάνω σε παγερές κοφτερές ράχες. Η σιωπή είχε σταθεί ανάμεσά τους, αλλά ο νους τους έτρεχε σαν τα μαύρα νέφη που άγγιζαν εδώ και ώρα τα υπολείμματα απ' το ξεψύχισμα του ήλιου που βουτούσε στη δύση του.
Ο Άραν τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του. Έσκυψε κοντά στη χαίτη του, μουρμουρίζοντάς του λέξεις χαμένες στον χρόνο, που τους έκαμαν έναν νου, λύνοντας τον κόμπο της βούλησης του ζώου, και άδραξε τη μοίρα του. Ο κόπος του έγινε μεμιάς μια αυτοσχέδια ύπαρξη στον παγωμένο αγέρα. Οι άλλοι δύο σταμάτησαν να καλπάζουν και στάθηκαν σιμά του καθώς οι νυχτερινοί λόφοι άνοιξαν τα μυστικά τους, φανερώνοντας κρυμμένα περάσματα του παρελθόντος.
Ο άντρας, γαντζωμένος από τη χαίτη του ζώου του, αγκάλιασε με τον νου του κάθε γωνιά του κόσμου τούτου, σκορπίζοντας φως όπου βασίλευε η σκοτεινιά. Τα γένια του άσπρισαν, τα μαλλιά του έπεφταν τούφες τούφες, ενώ η σάρκα του σωριαζόταν στα οστά του, που κι αυτά βουτούσαν στο χείλος του κενού. Το ζώο του παρασύρθηκε στην άβυσσο, αφήνοντας πίσω τον χιτώνα του άντρα που θυσιάστηκε, για ν' ανοίξουν λησμονημένα τείχη.
Ξεραμένα φύλλα παραδόθηκαν στο διάβα της ψυχής του, καθώς κάστρα και πολεμίστρες ορθώθηκαν εμπρός από τους δύο άντρες. Κοιτάχτηκαν σιωπηλά και τράβηξαν γρήγορα τα ζώα τους ψάχνοντας για καταφύγιο. Τα βήματά τους τους οδήγησαν βαθιά σε μια αρχαία πόλη, την ώρα που αθέατες πύλες σφράγιζαν κάθε έξοδο. Η ομίχλη έσβηνε τα χνάρια τους, ενώ ένας ελαφρύς ψίθυρος άγγιζε τις άφθαρτες πέτρες ενός μεγαλόπρεπου παρελθόντος. Το μονοπάτι που ακολουθούσαν κατάληγε σ' έναν ογκώδη πύργο που έκοβε την ανάσα. Ο περίβολός του, γεμάτος από ακανθώδη άνθη, τρύπωσε μέσα τους ως ξεψυχισμένη ανάσα. Μια απεγνωσμένη ελπίδα στάθηκε φιλικά πάνω στο βλέμμα τους, για να τσακιστεί στη ματιά της γυναίκας που έστεκε χλομή μπροστά στο πεπρωμένο της.
«Μην σιμώνετε!» είπε η Άννα, και η φωνή της νανούρισε σαν μελίσσι τους άντρες. Ανάλαφρα, χωρίς ν' ακουμπά στη γη, μουρμούρισε μια πανάρχαια μελωδία με αρμονική αγαλλίαση και οδηγήθηκε στη λύτρωση. Οι δύο άντρες χύθηκαν εμπρός. Ο πύργος, όμοιος με λεπτοδουλεμένο θόλο, γκρεμίστηκε σαν πνιχτή ανάσα, καθώς τα μαλλιά των αντρών άσπριζαν και τα οστά τους, ως αποκαΐδια, αρπάχτηκαν από τον άνεμο. Κάθε σκοτεινή πτυχή του χρόνου ονομάτιζε τη θυσία τους.
Το σούρουπο έσταξε στ' ακροδάχτυλα των φύλλων της γέρικης ιτιάς, που κρεμόταν προστατευτικά πάνω από το σπίτι της Άννας, βλέποντας το όραμά της. Ο ιδρώτας μούσκεψε το μεσοφόρι της. Εκείνη άνοιξε τα βλέφαρά της ενώ ο αφέντης του κάμπου διέσχιζε το γεφύρι. Το βροντοκόπημα της καρδιάς της έσβησε τη λάμπα του λαδιού. Σηκώθηκε, στάθηκε στον παραστάτη της πόρτας της και μια κηλίδα αίματος έσταξε στο χώμα. Ο χρόνος αργοπέθαινε καθώς τα πλοκάμια μιας καχύποπτης ομίχλης κουλουριάστηκαν στα πόδια του αλόγου του άρχοντα, την ώρα που τα δάχτυλά της έσκαψαν το σκοτάδι, καλώντας έναν κύκλο φωτός γύρω από τα Ψηλά δέντρα.
Copyright © Μαρία Καρυτινού All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Georgios Manouzas