Βραδιές (το βράδυ συνήθως κάποιοι αναζητούν ν' ανακαλύψουν κρυμμένα μυστικά και άλλοι κάνουν ίντριγκες)
Σ' αυτό το μυθιστόρημα, ο Πανσέληνος, ενώ φέρνει τον αναγνώστη σ' επαφή με την ιστορία της Μάχης της Αθήνας, έχει όλους τους ήρωες μη ηρωικούς.
Οι ηλικιωμένοι άνδρες είναι όλοι «καμένες λαμπάδες» που αναθυμούνται τότε που ήταν κάπως στητοί – αν και επιφανειακά. Για την ακρίβεια ήταν πιο εύρωστοι, με πιο έντονες φιλοδοξίες. Ως πατεράδες απλώς βλέπουν τα αγόρια σαν γονιδιακά αντίτυπα με ελλειμματικούς χαρακτήρες, χωρίς προσωπικότητες, χωρίς κάποιες ποιότητες και αναφέρονται σε αυτά πάντα ή σε σύγκριση με κάποιον άλλο ή σαν να τους έχουν φορτωθεί. Στις συζύγους κάνουν κάποια ανταπόδοση που τους αποδέχθηκαν κι αυτές απ' την πλευρά τους. Ο έρωτας απών, όπως και ο αλληλοθαυμασμός ή η πραγματική εκτίμηση.
Οι γυναίκες μελαγχολικές ή αποτυχημένες. Εξαρτημένες πολύ από κάποιο (ποιο;) οικογενειακό παρελθόν και από τους διπρόσωπους συζύγους ή τον συμβίο με τον οποίο δεν σύναψαν γάμο και δεν μπορούν ούτε να υπογράψουν για τη νοσηλεία τους. Κι αυτές με την σειρά τους δεν έπαιξαν θετικό ρόλο μητέρας για τους γιους.
Οι γιοι (δεν υπάρχουν κόρες) της κοινωνίας, ως έφηβοι που δεν ονειρεύτηκαν, δεν εργάσθηκαν αν και τριαντάρηδες και με άγνοια του πολιτικού. Ίσως μόνο να έχουν σποραδικά κομματική ένταξη. Ίσως αφήνουν τον χρόνο να περνά ως να χάσουν οι γονείς την ισχύ ή και να πεθάνουν για κάποιο άγνωστο συμφέρον εκτός βέβαια της οικειοποίησης της οικονομικής ασφάλειας, κληρονομώντας χρήματα ή ακίνητα.
Οι άνθρωποι της τέχνης, πάλι, όλοι περιμένουν μια ανάκληση από το εξωτερικό για να βελτιώσουν τις παραστάσεις (κρατικοδίαιτες) που προετοιμάζονται γι' αυτήν πριν καν προγραμματισθούν.
Όλοι σε μια ταλάντευση. Ζωές σε μια παλάντζα.
Ενώ η γλώσσα της λογοτεχνίας του είναι το καλό υλικό του και επίσης γλώσσα στην αισθητική της ύπαρξη, όπως θεωρεί αναγκαίο ο θεωρητικός Gerard Genetτe, λείπει όπως έλειπε και στην Μεγάλη Πομπή η ικανότητα που είχε ο Πανσέληνος στα διηγήματα Ιστορίες με σκύλους να γράφει και απ' την πλευρά των γυναικών. Εξαίρεση, η χορεύτρια Κάτια. Αναλώνεται σε μικρούς ρόλους και συχνότερα στο μπαλέτο της πάλαι ποτέ Λυρικής Σκηνής της Αθήνας. Διαφορετική, δεν επιδιώκει υλικά οφέλη, δεν κάνει ίντριγκες, δεν πατά επί των λαθών των άλλων για να πάρει καλύτερο ρόλο. Σαν να γνωρίζει το εφήμερο όλων αυτών. Δεν θέλει να χάσει τον αυτοσεβασμό της. Κι έτσι έχει γύρω της αντιπάλους και μόνο επειδή σκέφτεται έτσι και δεν πράττει αλλιώς.
Τουλάχιστον, ή κυρίως, ο Σωτήρης θυμίζει ένα στίχο του Μανώλη Αναγνωστάκη: Ο τελευταίος αναντίρρητα μιας παρακμής.
Ένας απ' τους κύριους χαρακτήρες είναι ο Σωτήρης, όπως τον αποκαλούσε και ο μοναχογιός του, που δεν τον εκτιμούσε ένας διαμεσολαβημένος άνθρωπος –λόγω φόβου ή πίκρας ή ιδιαιτερότητας ή μη συγκρότησης εαυτού– από την παρέα στο βιβλίο του Αλ. Πανσέληνου Βραδιές μπαλέτου, που παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του βιβλίου.
Άνθρωποι που στα νιάτα τους έζησαν στον απόηχο, αλλά και για ένα ανεξίτηλο βράδυ γι' αυτούς, σ' όλη την μετέπειτα ζωή τους, μέσα στη περιοχή της Μάχης της Αθήνας. Ποιοι φοβήθηκαν, ποιοι παράτησαν τον φίλο τους που αν και δημόσιος υπάλληλος είχε έρθει τρέμοντας εκείνο το βράδυ στο σημείο που θα συναντιόνταν οι υπόλοιποι.
Ο Μαρκέας νυμφεύθηκε βιαστικά την οργανωμένη στην Αναγέννηση κι ετοιμόγεννη στο παιδί τους. Παραχώρησε κατά την άποψή του στον φίλο του –κι εκείνος την παντρεύτηκε– την πραγματική αγαπημένη του. Μετέπειτα η γυναίκα με την οποία συζεί χρόνια, νιώθοντάς το αλλά κι έχοντας ψύχωση ή κάτι τέτοιο, νοσηλεύεται σε δημόσιο νοσηλευτήριο. Ο ίδιος παίζει ρόλο μεταδίδοντας κρυφές πληροφορίες ή απλά κοσμικά νέα, που τις αποκτούν από κέντρα εξουσίας μέσω γνωριμιών του συμβιβασμένου γέρου πατέρα δημοσιογράφου ή εραστή της βασίλισσας ή κατάσκοπου, αλλά και μέσω της έλξης που του ασκεί η ζωή των απογόνων εφοπλιστών ή πολιτικών και του συγχρωτισμού του μ' αυτούς, όμως ο ίδιος λιώνει από τον αλκοολισμό και τα παρεπόμενα εξ αιτίας αυτής της ασθένειας άλλα προβλήματα υγείας. Κάποτε διασκεδάζει τους άλλους σε σαλόνια και μπαρ, όμως στο σπίτι δεν έχει κουράγιο να ασχοληθεί με το παιδί του, όταν αναπτυσσόταν, ή να κάνει συχνά μπάνιο και να φροντίζει τα του οίκου. Στα όρια ή εντός της κατάθλιψης. Είναι αυτός, τέλος, που σε όνειρο ανακαλύπτει τις δυο λέξεις από το ημερολόγιο του θανόντος φίλου, που είχε αφήσει στην άσημη χορεύτρια Κάτια – σε κινηματογραφικό σενάριο θα αποκαλούσαμε και τους δύο πρωταγωνιστές, μια και παρακινούν τους χαρακτήρες· κατανοούσα τον κόσμο με κάποιο θαυμασμό, από το δικό της σημείο άποψης.
Σαν προς εμάς τους διαμεσολαβημένους απ' την Ιστορία Έλληνες, να εξηγεί ο Αριστοτέλης. Γράφει ο φιλόσοφος ότι κάθε διαμεσολάβηση ενέχει βία, πόσο μάλλον αν ο ίδιος ο άνθρωπος ζημιώνει εαυτόν, όπως εδώ, για να τον «παίζουν» οι παίκτες της ζωής και πως ένας συγγραφέας καθιστά μέσον τον εαυτό, αλλά και ότι το σημείο άποψης ενός ανθρώπου βάζει έγνοια και ομορφιά στο περιβάλλον και στον κόσμο... αν και είναι (ήταν) αδύναμοι να τις μεταδώσουν στα ίδια τους τ' αντίτυπα, όπως αποκαλεί ο πλασματικός αφηγητής του Πανσέληνου τους γιους που διαιωνίζουν το μίσος ή την αδιαφορία.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου