Τα τελευταία χρόνια αποτυπώνεται μια αυξανόμενη πεποίθηση για τη δύναμη της τέχνης να επιφέρει την επιθυμητή αλλαγή στα σχολεία, στις ζωές μαθητών και εκπαιδευτικών (Miller & Bogatova, 2018). Η συμμετοχή στις τέχνες στο πλαίσιο του σχολείου προωθεί την ανάπτυξη μιας σειράς γνωστικών και κοινωνικών ικανοτήτων και ενός ευρέως φάσματος δεξιοτήτων, που μεταβιβάζονται έμμεσα ή άμεσα στα υπόλοιπα μαθήματα, με θετικό αντίκτυπο στη συνολική προσωπική επιτυχία. Οι τέχνες πρέπει να είναι κεντρικές στην εκπαίδευση, κάνουν το σχολείο ελκυστικότερο και έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν τις ζωές μαθητών και εκπαιδευτικών. Είναι μάλιστα τόσο ουσιαστικές για την ανάπτυξη και την κατανόηση του ανθρώπινου πολιτισμού, ώστε καμία εκπαίδευση χωρίς αυτές να μην θεωρείται πλήρης (Wakeford, 2004).
Η επίλυση προβλημάτων, η κριτική και δημιουργική σκέψη, η ενίσχυση της καινοτομίας, της δημιουργικότητας και του επιχειρηματικού πνεύματος, η ικανότητα δράσης πέρα από τα κλειστά όρια μιας συγκεκριμένης ειδικότητας έχουν στενά συνδεθεί με τις τέχνες. Σε διεθνές επίπεδο, ερευνητές και ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως η εκπαίδευση στην τέχνη αποφέρει οφέλη που τα άλλα μαθήματα δεν μπορούν να προσφέρουν, ενώ η συνεχιζόμενη περιθωριοποίησή της στα σχολεία εμποδίζει τα παιδιά να αποκτήσουν μια ευρεία και ολιστική εκπαίδευση. Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα έχει την ευθύνη να δημιουργήσει άτομα με φαντασία, δημιουργικότητα και επιχειρηματικότητα (Reyes & Gopinathan, 2015), ικανότητες που είναι απαραίτητες για την κοινωνία της γνώσης.
Τα αντικείμενα της αισθητικής αγωγής στο δημόσιο σχολείο δεν διδάσκονται με την ίδια συχνότητα όσο τα μαθήματα, που θεωρούνται κύρια. Ο χρόνος που τους αφιερώνεται είναι λίγος και η υποστήριξη από πλευράς πολιτείας και διοίκησης είναι πολύ περιορισμένη. Η ανάθεσή τους σε εκπαιδευτικούς που δεν έχουν εκπαιδευτεί στη διδασκαλία τους δείχνει επίσης πως προσεγγίζονται ως ένα ευέλικτο μάθημα, ενώ ο χρόνος που ορίζεται γι' αυτά, συχνά, χρησιμοποιείται για να γίνουν τα «κύρια» μαθήματα. Αν και τονίζεται η σημασία τους, αφιερώνεται σ' αυτές ελάχιστος χρόνος και το κύρος τους είναι χαμηλότερο από αυτό των άλλων επιστημών. Ο εβδομαδιαίος διδακτικός χρόνος κατανέμεται μεταξύ των αντικειμένων με βάση τη χρησιμότητά τους για τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της εκάστοτε εποχής (Matsangouras, 2002).
Παρά την άποψη ότι η εκπαίδευση στις τέχνες και δια μέσου των τεχνών είναι θεμελιώδης για τη γνωστική λειτουργία, τη μάθηση και την κοινωνικοποίηση και το αναπόσπαστο συστατικό μιας πολύπλευρης και σφαιρικής εκπαίδευσης, η κυρίαρχη αντίληψη ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς είναι πως τα μαθήματα των τεχνών είναι αναλώσιμα και διακοσμητικά, μια πολυτέλεια στο περιθώριο του σχολικού προγράμματος. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οδηγούν στην περιθωριοποίηση των αντικειμένων των τεχνών, λόγοι που έχουν να κάνουν με το σύστημα αξιών του εκπαιδευτικού συστήματος, με την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, την προκατάληψη απέναντι σε κάθε τι αντισυμβατικό, τη μεθοδολογία της διδασκαλίας τους, την αντίληψη για τη σημασία τους ανάμεσα σε γονείς και μαθητές, αλλά και τη δυσκολία ή απροθυμία αξιολόγησής τους.
Σύμφωνα με τον Eisner (2000), η θέση των τεχνών στα ωρολόγια προγράμματα συμβολίζει το τι είναι σημαντικό για τους ενηλίκους και η αξία που τους αποδίδεται, από την εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική, αποτυπώνεται στον χρόνο που τους αφιερώνεται. «Τα διδακτικά αντικείμενα που δεν φέρουν το χρίσμα των σημαντικών και δεν τοποθετούνται στην πρώτη γραμμή, γιατί θεωρούνται συμπληρωματικά και βοηθητικά, περιορίζονται ή μπορεί να παρακαμφθούν.» Η απροθυμία ή η πλήρης απουσία αξιολόγησής τους συμβάλλουν στην περιθωριοποίησή των μαθημάτων των τεχνών.
Οι τέχνες στο σχολείο μπορούν να παίξουν δύο ρόλους: είτε ως ανεξάρτητο αντικείμενο διδασκαλίας είτε ως μέσο διδασκαλίας (Sotiropoulou-Zormpala, 2019). Η πρώτη περίπτωση αφορά τη συστηματική μάθηση στις δεξιότητες και τρόπους σκέψης κάθε μορφής τέχνης, τη θετική στάση απέναντι στο σχολείο και την αίσθηση της προσωπικής ικανοποίησης κι ευημερίας. Η δεύτερη αφορά στη χρήση των τεχνών ως εργαλείων ή βοηθημάτων στη διδασκαλία άλλων γνωστικών αντικειμένων, με αποτέλεσμα τις καλύτερες ακαδημαϊκές επιδόσεις και την ενίσχυση της γνωστικής ικανότητας. Σύμφωνα με την UNESCO (2006) ως ανεξάρτητο μάθημα ειδικότητας αναπτύσσει τις καλλιτεχνικές δεξιότητες, την ευαισθησία και την εκτίμηση για την τέχνη, ενώ ως μέθοδος διδασκαλίας και μάθησης, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές διαστάσεις περιλαμβάνονται στα προγράμματα σπουδών άλλων διδακτικών αντικειμένων. Ο χρόνος που διδάσκονται στην πρώτη περίπτωση είναι ελάχιστος και όπως όλα τα μαθήματα ειδικότητας αντιμετωπίζονται ως μαθήματα δευτερεύοντα. Ως μέσο διδασκαλίας μπορούν να διαχυθούν στο σύνολο του ωρολογίου προγράμματος και να προσφέρουν ένα ελκυστικό σχολικό περιβάλλον, αλλά κινδυνεύουν να θεωρηθούν απλά βοηθήματα στη διδασκαλία άλλων αντικειμένων.
Η αξία της τέχνης είναι θεμελιώδης και για αυτόν τον λόγο θεωρείται άρρηκτα συνδεδεμένη με τον όρο «παιδεία», καθώς οδηγεί στην πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου, ιδιαίτερα του αναπτυσσόμενου παιδιού. Η τέχνη αναγνωρίζεται, αναμφίβολα, ότι μπορεί να προβάλει τις κοινωνικές και πολιτιστικές διαφορές και ομοιότητες, να δώσει μορφή και έκφραση στις συγκινήσεις και στις ιδέες, να συμβάλει στην ευρύτερη σύλληψη της καθημερινής ζωής και εκτίμησης της πολιτισμικής κληρονομιάς και, ιδίως, να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της αξίας της πολυπολιτισμικότητας. Η αξία της τέχνης, επομένως, από άποψη αγωγής, έγκειται στη δυνατότητά της να μορφοποιεί τα συναισθήματα και να υποδεικνύει ιδέες και συμβολισμούς.
Όπως υποστηρίζουν οι Burton, Horowitz και Abeles (2000), οι μαθητές με θετικό προς τις τέχνες προσανατολισμό δείχνουν ιδιαίτερα ικανοί ως προς την πολύπλοκη και δημιουργική σκέψη, την πρωτοτυπία, την εστιασμένη αντίληψη και τη φαντασία (Jensen, 2001). Οι τέχνες ενισχύουν τη διαδικασία μάθησης και τα οφέλη από τη διδασκαλία των τεχνών διακρίνονται συνήθως σε: α) προσωπικά, όπως η ενίσχυση της γνωστικής ανάπτυξης και της απόκτησης δεξιοτήτων ζωής, η δημιουργική σκέψη, ο κριτικός προβληματισμός οι διαπροσωπικές δεξιότητες και η ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης και β) κοινωνικά που ενδυναμώνουν την κοινωνική προσαρμοστικότητα και την πολιτισμική συνείδηση, επιτρέποντας την οικοδόμηση προσωπικών και συλλογικών ταυτοτήτων, καθώς και ανοχή και εκτίμηση των άλλων.
Τα οφέλη αυτά μπορούν να καρποφορήσουν και μέσα από τη διδασκαλία των τεχνών ως ανεξάρτητου αντικειμένου, αλλά και με τη διάχυσή τους στο σύνολο του προγράμματος σπουδών (Sotiropoulou-Zormpala, 2019). Οι τέχνες στο σχολείο εμπλέκουν ακόμα και τους μαθητές που δεν προσεγγίζονται με άλλους τρόπους, κρατώντας ψηλά τα επίπεδα συμμετοχής και την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης: α) Τους συνδέει με τον εαυτό τους και μεταξύ τους: συντροφικότητα, λιγότεροι καυγάδες, λιγότερη ειρωνεία και ρατσισμός, β) Μεταμορφώνει το πλαίσιο της μάθησης: μέσω του περιβάλλοντος ανακάλυψης που δημιουργεί, εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις, ώστε οι κουρασμένοι από την αποστήθιση και την παράθεση γεγονότων μαθητές να αγαπήσουν ξανά τη μάθηση και γ) Προσφέρει προκλήσεις για τους ήδη επιτυχημένους μαθητές και συνδέει την εμπειρία της μάθησης με τον πραγματικό κόσμο της εργασίας.
Οι τέχνες στην εκπαίδευση παρέχουν πλούσιες ευκαιρίες για κοινωνική-συναισθηματική ανάπτυξη και πολλούς τρόπους πρόσβασης στις κοινωνικο-συναισθηματικές ικανότητες των μαθητών (π.χ. ενσυναίσθηση, επιμονή, αυτογνωσία) από ό,τι συμβαίνει σε άλλους ακαδημαϊκούς τομείς. Είναι πιο πιθανό μέσα από το μάθημα του θεάτρου να εκφραστεί ο εσωτερικός κόσμος του μαθητή παρά μέσα από το μάθημα της ιστορίας ή μαθηματικών. Υπάρχουν τρεις περιοχές κοινωνικο-συναισθηματικών ικανοτήτων που αναπτύσσονται και ασκούνται μέσω των πρακτικών τέχνης: α) αυτοδιαχείριση και πειθαρχία (ενδοπροσωπικές), β) κοινωνικές δεξιότητες και δεξιότητες διαχείρισης των σχέσεων (διαπροσωπικές) και γ) αυτο-έκφραση και ταυτότητα· δεξιότητες που βοηθούν τους μαθητές να δημιουργήσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον εαυτό τους.
Η παρατήρηση ενός έργου τέχνης προϋποθέτει πολλές δεξιότητες, όπως την οπτική διεργασία, την αναλυτική σκέψη, τις ερωτήσεις-κλειδιά, τον έλεγχο των υποθέσεων, τη λεκτική επιχειρηματολογία κ.λπ.
Επίσης, η τέχνη ενθαρρύνει τη δημιουργία ποικίλων συνδέσεων με κοινωνικά θέματα, φιλοσοφικές θέσεις και απόψεις, αλλά και προσωπικές ανησυχίες. Όλα αυτά φανερώνουν ότι η τέχνη είναι μία σύνθετη δραστηριότητα. Η ικανότητα του έργου τέχνης να προκαλεί τη συγκίνηση, την έκπληξη και την απόλαυση είναι ένας έγκυρος δείκτης της καλλιτεχνικής του αξίας. Το έργο τέχνης δεν αποκαλύπτεται και δεν εξαντλείται με την πρώτη, απλή ματιά. Ο H. Gardner (1990) απέδειξε ότι η επαφή με την τέχνη είναι απαραίτητη για την καλλιέργεια του συνόλου των ειδών της νοημοσύνης, καθώς προσφέρει τη δυνατότητα να επεξεργαζόμαστε πλήθος συμβόλων μέσω των οποίων γίνεται δυνατή η έκφραση νοημάτων, η σκιαγράφηση συναισθηματικών καταστάσεων και γενικά, η έκφραση διαφόρων όψεων της πραγματικότητας.
Η τέχνη δεν συμβάλλει μόνο στην καλλιέργεια της δημιουργικότητας και της ευαισθησίας του ατόμου,
αλλά επηρεάζει και την ψυχοκινητική, νοητική, συναισθηματική, κοινωνική και ηθική ανάπτυξη. Η αισθητική αγωγή των μαθητών μέσω της εικαστικής, της μουσικής και της θεατρικής καλλιέργειας δεν
μπορεί παρά να προάγει την ολόπλευρη διαμόρφωσή τους και να αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού, καθώς επιτυγχάνει την ανάπτυξη κριτικά σκεπτόμενων ατόμων, συνειδητοποιημένων δημιουργών-πολιτών, που συμβάλλουν ενεργά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Η τέχνη, ως σύνθετη πνευματική λειτουργία και κατάκτηση, έχει τη δυνατότητα να καλλιεργεί και τη νοητική και την ηθική διάσταση του ανθρώπινου νου μέσω της αισθητικής εμπειρίας, να οδηγεί στην ανάπτυξη αισθητικού κριτηρίου και στην καλλιέργεια αισθητικών αξιών (Leontsini, 2010).
Επομένως, ως αντικείμενο διδασκαλίας πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος της γενικής παιδείας, καθώς στόχος της εκπαίδευσης δεν είναι να αναπτυχθούν μόνο γνωστικές ικανότητες, αλλά να αποκτήσουν τα παιδιά δεξιότητες, να κατανοούν τις ανθρώπινες εμπειρίες, να προσαρμόζονται και να σέβονται τη διαφορετικότητα του άλλου σε επίπεδο σκέψης, καθώς θα είναι σε θέση να κατανοούν τις επιδράσεις της τέχνης σε διαφορετικούς πολιτισμούς.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Jocasta M. [Χωρίς τίτλο, ακρυλικό σε καμβά]
Βιβλιογραφία:
Gardner H., Art Education and Human Development, Los Angeles, 1990, Getty Publications,
Eisner E., Learning and the Arts: Crossing Boundaries, Proceedings from a meeting for education, arts and youth funders, 2000,
Jensen E., Arts with the Brain in Mind, 2001, Alexandria, Virginia USA,
Τέχνη, αισθητικές αξίες και εκπαίδευση, Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου συνεδρίου επιστημών εκπαίδευσης, Αθήνα, Σμυρνιωτάκης,
Miller, J. & Bogatova A.T., Arts in Education: The Impact of the Arts Integration Program and Lessons Learned, Journal for Learning through the Arts, 2018,
Reyes, V. C. & Gopinathan Jr. S., A Critique of Knowledge-Based Economies: A Case Study of Singapore Education Stakeholders, International Journal of Educational Reform, 2015,
Sotiropoulou-Zormpala M., What Do We Expect from In-depth Arts Integration? Criteria for 6 “Aesthetic Teaching” Activities. In Artistic Thinking in the Schools Towards Innovative Arts /in/ Education Research for Future Ready Learners, 2019,
UNESCO, Road Map for Arts Education. The World Conference on Arts Education: Building Creative Capacities for the 21st Century, Lisbon, 6-9 March 2006,
Wakeford M., A Short Look at a Long Past. In Putting the Arts in the Picture: Reframing Education in the 21st Century (Ed), Center for Arts Policy, Columbia College, Chicago, 2004.
![Πίνακας της Jocasta M. [Χωρίς τίτλο, ακρυλικό σε καμβά] Πίνακας Jocasta M. [Χωρίς τίτλο, ακρυλικό σε καμβά]](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhYprfeTkjNqitT7y7_NaEXBWQuZLigibsINbJKmmIzZblcALaGXXg9VJQC0Wl_W-oPh3Q2aUXfQMRxuIozLjjVoz4RMQ__BD8vafQgq9nwCeCy5A9DYAdKEeMb3DFy8GLrLtx3KK9fBXSdjzBp_fY_p3Aal7UtygKF0GW_zsnYKtK2Iz2RFMDJ61ElwFuj/w320-h320/10.png)


