Μαρίας Καρυτινού
Ηταν παραμονή Χριστουγέννων και ο ουρανός έλαμπε από ανήσυχα αστέρια που έμοιαζαν να τρέμουν από χαρά. Το χωριό κοιμόταν ήσυχα, σκεπασμένο με μια λεπτή κουβέρτα χιονιού και απ' τα τζάκια ανέβαιναν καπνοί που μύριζαν όνειρα, φύλλα δροσιάς, κανέλα και θαλπωρή. Μόνο η μικρή Αγνή δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Είχε ακουμπήσει το μάγουλό της στο παράθυρο και αγνάντευε το φως που τρεμόπαιζε από το μακρινό καμπαναριό. Από τότε που έφυγε ο παππούς της, τα Χριστούγεννα είχαν χάσει λίγη από τη μαγεία τους.
Κανείς δεν έλεγε πια τις ιστορίες του για αγγέλους που κατέβαιναν τη νύχτα, για τα δέντρα που ψιθύριζαν ευχές ή για τ' αστέρια που έκλαιγαν από χαρά.
Όμως εκείνη τη νύχτα συνέβη κάτι διαφορετικό. Ένα φως απαλό σαν ανάσα γλίστρησε μέσα από τη χαραμάδα του παραθύρου και κύλησε πάνω στα χέρια της. Δεν ήταν σαν το φως του φεγγαριού, γιατί η ζεστασιά του θύμιζε αγκαλιά. Η Αγνή ακούμπησε προσεκτικά την παλάμη της πάνω του και άφησε τα δάχτυλά της να παίξουν για λίγο μαζί του.
Μια απαλή μιλιά χάιδεψε το μάγουλο του κοριτσιού και της ψιθύρισε καλοσυνάτα.












