Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης: Έγραφα για αρκετό καιρό διηγήματα. Δεν ήξερα βέβαια τι κοινό μπορεί να έχουν. Μετά από πολλούς μήνες, όταν ολοκλήρωσα και τα έξι, συνειδητοποίησα πως και τα έξι μιλούν για μοναξιά. Ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα που, λίγο πολύ, μας απασχολεί όλους. Τα έβαλα με τυχαία σειρά στο βιβλίο μου με τίτλο «Παράλληλες τροχιές» το οποίο κυκλοφόρησε από την Κάπα εκδοτική.
Πώς βιώνετε την εμπειρία της ανάγνωσης των έργων σας μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν αυτά έχουν τυπωθεί σε ένα βιβλίο και έχει περάσει καιρός από τη δημιουργία τους; Εξακολουθείτε να συμφωνείτε και να έχετε τον ίδιο ενθουσιασμό;
Κ.Ι.: Τα συναισθήματα είναι πάντα τα ίδια όπως και στο πρώτο βιβλίο και στο δεύτερο και στο τρίτο… Όχι μόνο ενθουσιασμός αλλά και χαρά και συγκίνηση. Νιώθω σαν μικρό παιδί που μόλις άνοιξε το δώρο του που του έφερε ο άγιος Βασίλης.
Έχετε διαφωνήσει ποτέ με τον δημιουργικό εαυτό σας;
Κ.Ι.: Σπάνια συμβαίνει αυτό. Ευτυχώς έχω έμπνευση πάντα. Έχω διάθεση να γράψω κάτι καινούργιο που να αρέσει στο αναγνωστικό κοινό που με ακολουθεί πιστά σε κάθε μου βήμα.
Υπάρχει κάποιο έργο που να το ξεχωρίζετε και γιατί;
Κ.Ι.: Ξεχωρίζω τις «Παράλληλες τροχιές» για πολλούς και διάφορους λόγους. Μου πήρε καιρό να το ολοκληρώσω αν και γεννήθηκε σχεδόν από μόνο του. Το αγάπησα από την αρχή αυτό το βιβλίο και έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου από το πρώτο λεπτό, που έγραψα το πρώτο διήγημα.
Υπάρχουν στιγμές που σας πυροδοτούν βάζοντάς σας σε δημιουργική κίνηση;
Κ.Ι.: Υπάρχουν πάρα πολλές στιγμές που ευτυχώς δεν ησυχάζω. Και λέω «ευτυχώς» γιατί έχω πολλούς φίλους συγγραφείς που μου λένε ότι δεν μπορούν να γράψουν άλλο και τα παρατάνε. Ευχαριστώ τον Θεό που μου δίνει έμπνευση και δύναμη να κάνω αυτό που αγαπάω.
Κι αντίστοιχα, υπάρχουν στιγμές για τις οποίες δεν θα γράφατε ποτέ τίποτα;
Κ.Ι.: Τέτοιες στιγμές δεν υπάρχουν. Είναι όλα θέμα στρατηγικής. Κάθε μέρα, ακόμα και κακοδιάθετος να είμαι, ανοίγω το laptop και γράφω έστω και δέκα σελίδες. Αν είμαι πολύ κουρασμένος τότε μόνο σταματώ.
Αν θα έπρεπε να περιγράψετε το εν λόγω πόνημα με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Κ.Ι.: ΜΟΝΑΞΙΑ. Και το γράφω με κεφαλαία γράμματα γιατί όλοι οι ήρωες που πρωταγωνιστούν στα διηγήματα τη βιώνουν στον υπέρτατο βαθμό.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Κ.Ι.: Θα πηγαίναμε σε έναν άλλον πιο φιλόξενο πλανήτη και θα μπορούσε άνετα να κρατήσει για πάντα. Χωρίς ζήλια, τοξικότητα και ψυχολογική φθορά.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας σε σχέση με την λογοτεχνία; Έχετε αγαπημένους Έλληνες συγγραφείς;
Κ.Ι.: Δυστυχώς ή ευτυχώς, κάθε μέρα κυκλοφορούν εκατοντάδες τίτλοι βιβλίων. Το δίκαιο θα ήταν οι αναγνώστες να στηρίζουν όλους τους συγγραφείς και να μην εστιάζουν στα ευυπόληπτα. Φυσικά και έχω αγαπημένους Έλληνες συγγραφείς αλλά η λίστα είναι μεγάλη. Θα αναφέρω μόνο τον Φρέντυ Γερμανό, τον Μενέλαο Λουντέμη, την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρρή.
Ευχαριστώ από καρδιάς το, πάντα φιλόξενο, koukidaki για την ευκαιρία που μου έδωσε να μιλήσω για το νέο μου βιβλίο και όχι μόνο.
Ο Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης, σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών μίλησε για –και με αφορμή– τη συλλογή διηγημάτων του Παράλληλες τροχιές, που κυκλοφόρησε από την Κάπα εκδοτική. Στην περίληψη διαβάζουμε:
Έξι ιστορίες σαν έξι διαφορετικοί αστερισμοί. Κανείς τους δεν συναντά τον άλλον, κι όμως όλοι φωτίζονται από το ίδιο φως: τη μοναξιά.Μια σκιά που πέφτει αθόρυβα, ένα κενό που απλώνεται σαν θάλασσα, μια σιωπή που άλλοτε συνθλίβει κι άλλοτε προσφέρει απροσδόκητη γαλήνη. Οι ήρωες αυτών των διηγημάτων αναζητούν δρόμους διαφυγής· παλεύουν με τις σκιές τους, πασχίζουν να σπάσουν τον κύκλο. Κάποιοι καταφέρνουν να συναντήσουν το φως∙ άλλοι χάνουν το μονοπάτι μέσα στο σκοτάδι. Μα όλοι αφήνουν πίσω τους το αποτύπωμα της προσπάθειας.Σε μια εποχή που οι φωνές πνίγονται μέσα στον θόρυβο, οι Παράλληλες τροχιές ψιθυρίζουν το πιο επίμονο ερώτημα: μπορεί η μοναξιά να ξορκιστεί ή είναι ο μυστικός μας συνοδοιπόρος;
Τα έξι αυτά διηγήματα θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηρισθούν και νουβελέτες (κάτι σαν μικρής έκτασης νουβέλα) καθώς, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι δύσκολο να ολοκληρωθούν με τη μία. Αν και, διαβάζοντας, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει το ύφος του συγγραφέα, που θα είναι ιδιαίτερα εμφανές σε όσους έχουν διαβάσει κάποιο από τα προηγούμενα πονήματά του, ωστόσο διακρίνουμε μια ποικιλία μυθοπλαστικών ειδών. Εξού και λέμε πως αυτές οι ιστορίες θα μπορούσαν να σταθούν αυτόνομα, σε ξεχωριστές εκδόσεις, καθώς δεν έχουν την ανάγκη η μία της άλλης ούτε συνδέονται υφολογικά, νοηματικά κ.ο.κ. Άρα, πρόκειται για συλλογή που διαβάζεται και σταδιακά, με παύσεις.
Παράλληλα, αναγνωρίζουμε μια θεατρικότητα στους διαλόγους και έναν ρεαλισμό, που αγγίζει τα όρια του νεορεαλισμού, όπως τον ξέρουμε από τον κινηματογράφο. Μόνο που στη δική μας περίπτωση, ο ρεαλισμός περιπλέκεται δημιουργικά με το παραμύθι και το μεταφυσικό ή το ονειρικό ενώ εισχωρούν μέσα το χιούμορ (κατά περίπτωση) και η κωμωδία με την αρχέγονη σημασία της και όχι εκείνη που στο σύγχρονο θέατρο σημαίνει κάνω πλάκα, λέω αστεία και χαρίζω γέλιο.
Οι ήρωες, πάλι, έχουν επίσης μια διττότητα: από τη μια είναι πολύ οικείοι, απλοί, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, καθόλα αναγνωρίσιμοι τριγύρω ενώ από την άλλη, είναι (και) εξωπραγματικοί.
Η γραφή είναι ευκολοδιάβαστη με αποτέλεσμα να ρέουν οι ιστορίες αβίαστα, προσφέροντας μια γκάμα συναισθηματικών φορτίων στον αναγνώστη.
Φωτογραφία συγγραφέα από τη Μαρία Γεωργαντά




