Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθοπλασίες: Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι * Έξι τίτλοι των εκδόσεων Ελκυστής * Ασμοδαίος * Ετοιμόρροποι: Αναζητώντας τα μυστικά της σύντηξης * Ο κύριος Σάλβο και η πριγκίπισσα που ταξίδεψε στο φως * Ταξίδι προς την ελευθερία: Αξίζει(;!) * Η εφημερίδα της λέσχης των φαντασμάτων * Άμμος και Λιανή = Αμμουλιανή * Στο Camping: Πυρ, γυνή και θάλασσα ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Στιγμές ζωής * Ακατάσχετη ψυχορραγία ** Ποίηση: Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια * Τριθέκτη Ώρα * Οδυσσέας * Ναι, αρνούμαι

Εις Άδου κάθοδος

Εις Άδου κάθοδος, Ανδρέα Πολυκάρπου

Η ποιητική συλλογή Εις Άδου κάθοδος, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη, θα έλεγα ότι προκαλεί, εκ πρώτης, με τον μινιμαλιστικό σχεδιασμό του εξωφύλλου της. Η μικρή φωτογραφία στο εξώφυλλο της συλλογής, με τίτλο Temple de Pluton των Rauchdel και Schroedeuse, λειτουργεί ως εισαγωγή στο σκοτεινό και υπαρξιακό σύμπαν του ποιητικού έργου. Η ατμόσφαιρα της εικόνας, με τις σκιερές μορφές, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, που παραπέμπουν σε αρχαία ιερά και τον πυκνό σκοτεινό φωτισμό, προδιαθέτει τον αναγνώστη για ένα ταξίδι στον Άδη και στον ψυχικό κόσμο του πένθους, της μοναξιάς και της φθοράς. Ο Ναός του Πλούτωνα συνδέεται συμβολικά με τη θεότητα του κάτω κόσμου, υπογραμμίζοντας τα θεματικά μοτίβα της συλλογής: τον θάνατο, την απώλεια, την υπαρξιακή αναζήτηση και τη μυστικιστική σχέση ανθρώπου και θείου. Με αυτόν τον τρόπο, το εξώφυλλο δεν είναι απλώς διακοσμητικό καθώς, μαζί με τον τίτλο, καλεί τον αναγνώστη να εισέλθει σε έναν κόσμο όπου η σκοτεινή ομορφιά της ποίησης συναντά τον μεταφυσικό στοχασμό, δημιουργώντας την πρώτη σύνδεση ανάμεσα στην εικόνα και το λεκτικό περιεχόμενο της συλλογής. Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στην πρώτη σελίδα, δημιουργεί η ανάγνωση της παύλειας ρήσης: Τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν.[1] Η φράση υψώνεται σαν προμετωπίδα και σαν προστατευτικό σύνθημα: εκεί όπου ο τίτλος προαναγγέλλει το ταξίδι στη σκιά, στον θάνατο και στον Άδη, η φωνή του αποστόλου Παύλου διακηρύσσει την τελική αθωότητα. Ο ποιητής μάς καλεί να κατέλθουμε μαζί του στα βάθη του ανθρώπινου δράματος, με την υπόμνηση πως καμία κατηγορία, καμία ενοχή, καμία δύναμη δεν έχει τον τελευταίο λόγο· γιατί η δικαίωση ανήκει στον Θεό. Έτσι, πριν ακόμη αρχίσει η πορεία μέσα στο σκοτάδι, το αναγνωστικό βλέμμα οπλίζεται με φως.

Παρακολουθούμε, με αγωνία και δέος συνάμα, μια «καταβύθιση» στον κόσμο του Άδη, όμως όχι με μια μυθολογική αφοπλιστική γοητεία· η κάθοδος εδώ είναι σκληρή, υπαρξιακή και αδυσώπητη. Ο θάνατος δεν εμφανίζεται ως κατάληξη, αλλά ως χώρος σύγκρουσης, όπου η πίστη, η ηθική και οι κοινωνικές νόρμες καταρρέουν, αφήνοντας γυμνή την ανθρώπινη ψυχή. Στους στίχους του Α. Πολυκάρπου αντικατοπτρίζεται η εικόνα της ανθρωπότητας, όπου δυστυχώς –κι αυτό το επιβεβαιώνουμε καθημερινά στα απλά δελτία ειδήσεων– η πολιτική και οι θρησκείες, οι τέχνες και τα γράμματα έχουν αποτύχει να προσφέρουν νόημα ή προστασία στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ποιητική συλλογή Εις Άδου κάθοδος συμβολίζει, στην πραγματικότητα, μια ποιητική καθοδική πορεία στα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης, όπου ο ποιητής επιχειρεί να συμφιλιώσει τη φθορά, την απώλεια και τη μνήμη μέσα από ένα τελετουργικό, λυρικό και φιλοσοφικό ταξίδι.

Η γλώσσα του είναι πλούσια, εικονοπλαστική, συχνά οραματική, γεμάτη βιβλικές, μυθολογικές και ερωτικές αναφορές, που συνθέτουν ένα ενιαίο σύμπαν σκοτεινού λυρισμού. Συνολικά, τα ποιήματα λειτουργούν ως στάδια μιας ποιητικής καθόδου από την ιστορική και σωματική πληγή προς την υπαρξιακή συνειδητοποίηση, αποκαλύπτοντας την ποίηση ως πράξη κάθαρσης και επανεύρεσης του εαυτού. Γράφει στο ποίημα Του θανάτου VI, ο Α. Πολυκάρπου: Του Θανάτου οι σκιές από τα κοιμητήρια βγαίνουν τα βράδια. / Στα δαιδαλώδη τρίστρατα αφαιμάσσουν τον λυράρη.

Από το εναρκτήριο ποίημα Τα κύμβαλα της Γερονήσου, με τον ιερό, πληγωμένο χώρο της κυπριακής γης να λειτουργεί ως μήτρα μνήμης και πνευματικής πληγής, η συλλογή θέτει το υπαρξιακό της στίγμα: η Κύπρος, τόπος εξορίας και ιερότητας, γίνεται το πρώτο πεδίο καθόδου, όπου ο πόνος και η ιστορία συναντούν την ποίηση. Η γραφή κινείται ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, το μεταφυσικό και το πολιτικό. Στον Διάλογο με τον Κ. Καρυωτάκη, ο ποιητής συνομιλεί με το υπαρξιακό τραύμα και τη μοναξιά της δημιουργίας, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική μοίρα του ποιητικού ανθρώπου και αναζητά μια νέα φωνή μέσα από τη σιωπή και την εσωτερική φθορά (Όλα είναι ίδια. / Όλοι είναι εδώ. / Εσύ είσαι αλλιώτικος. / Εσύ είσαι αλλού.). Στο ποίημα Ζώσιμος ο Φαληρέας, ο περιθωριακός ποιητής γίνεται σύμβολο της κοινωνικής απόρριψης και της αποτυχίας της θρησκείας να προσφέρει σωτηρία (Καταραμένε Ζώσιμε! Την ψυχή μαγάρισες του θεόπεμπτου Υιού. / Άθλιε εσύ γραφιά, μην ψάξεις την ψυχή σου να σώσεις! / Καμιά επιτύμβια στον Κεραμεικό στήλη δεν θα ορθωθεί για σένα. / Καταραμένε Ζώσιμε! / Μην ακουμπάς σε μένα τα κρίματά σου.).

Παράλληλα, μέσα από τα ποιήματα Ερωτικό και Σε κάποια, ο έρωτας αποκτά διττή υπόσταση, σωματική και πνευματική, λειτουργώντας άλλοτε ως λύτρωση κι άλλοτε ως πληγή:
Σε είδα στο νεκτροτομείο.
[...]
και σε είδα να χαμογελάς
[...]
Θυμάσαι την κηδεία;
Θυμάμαι τα λουλούδια.
Τι όμορφα που ευωδίαζαν θάνατο
[...]
Σαν πεθάνεις, θα γελάς;
Στο ποίημα Τα δικά σου μάτια, η μνήμη γίνεται ο μόνος τρόπος αντίστασης απέναντι στη λήθη και τον χρόνο, διασώζοντας την ταυτότητα μέσα από την ποίηση. (Τα μάτια δεν σου έκλεισα. / Τη μοναξιά σου δεν μέρεψα στις στέγες / όταν κρεμούσες το σώμα σου από τον ήλιο… / Τα δικά μου να θυμάσαι μάτια που δεν τα έκλεισε κανείς / Τα δικά μου μάτια ακόμη χάσκουν ανοιχτά.) ενώ στα Φύλακας άγγελος και Μη μας λησμονείς εξερευνά τη σχέση του ανθρώπου με το θείο, μετατρέποντας τη βλασφημία σε μορφή προσευχής και τη σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης σε δρόμο λύτρωσης:
Όταν γεννιέται ο άνθρωπος,
έναν άγγελο τού κληρώνουν οι Μοίρες
[...]
Έναν άγγελο να του απλώνει το χέρι,
να τον σηκώνει από τον βούρκο των ανθρώπων.
Ο δικός μου, όμως, έχει ένα δαιμόνιο στην ψυχή του
μια καταραμένη όψη και ελαττώματα φρικτά.
Μέθυσος
[...]
Πάσχει από σύφιλη
[...]
Στη στέγη του δωματίου μου διαβάζει ύμνους στον Σατανά
[...]
Ο φύλακας άγγελός μου, όμως, με προστατεύει.
Με απομακρύνει από όλους εσάς.
Με κρατάει στο περιθώριο της σάπιας κοινωνίας.
Στο περιθώριο, αμόλυντος και καθαρός καθώς είμαι,
αδύνατον από τους ανθρώπους να λεκιαστώ.
Η συλλογή συνδέει τον μύθο, τις θρησκευτικές αντιλήψεις και την κοινωνική πραγματικότητα με έναν τρόπο τόσο σκληρό που σοκάρει. Οι θεοί δεν είναι σωτήρες· οι ήρωες και οι προφήτες μετατρέπονται σε φαντάσματα ή καρικατούρες (Ο αρλεκίνος ήταν του Θεού. / Τις ώρες που ο Ύψιστος μελαγχολούσε / ο αρλεκίνος έξυνε με τα γαμψά του νύχια – ίδια με του αρπακτικού που ξελόγιασε τον Προμηθέα). Ο Σατανάς, η Παναγία (Μόνο η Παρθένος ήξερε την αλήθεια. / Μα αυτή από χρόνια αγαπούσε σαν δικό της παιδί τον Εωσφόρο) ο Ιησούς και ο Απόλλωνας εμφανίζονται σε νέα, σχεδόν βίαιη εκδοχή που αμφισβητεί την αυθεντία και παραθέτει την ανθρώπινη αδυναμία ως κεντρικό θέμα. Στο πλαίσιο της συλλογής, ο χριστιανισμός και τα θρησκευτικά του σύμβολα προβάλλονται ως αντανάκλαση ιστορικών και κοινωνικών δομών, όπου η πίστη λειτουργεί όχι ως πηγή λύτρωσης, αλλά ως εργαλείο εξουσίας ή ως ένδειξη της ανθρώπινης αποτυχίας.

Στο έργο του Α. Πολυκάρπου το ανθρώπινο σώμα αναδεικνύεται, ταυτόχρονα, σε μάρτυρα προσωπικού πόνου και σε σύμβολο των κοινωνικών καταπιέσεων και αδικιών: ακρωτηριασμοί, ασθένειες, λέπρα, σήψη· όλα γίνονται μεταφορά της περιθωριοποίησης, της πολιτικής καταπίεσης και της αποτυχίας των θεσμών. Οι νεκροί δεν είναι παθητικοί, επιστρέφουν σαν φαντάσματα της ιστορίας για να διεκδικήσουν τον χώρο που τους ανήκει, καταδεικνύοντας την αποτυχία της δικαιοσύνης και της ηθικής.

Η Εις Άδου κάθοδος δεν είναι απλώς συλλογή για τον θάνατο· είναι μία βαθιά αντανάκλαση της ανθρώπινης αδυναμίας, της μοναξιάς (Πού να σ' εγκαταλείψω, ψυχή μου; / Έρμαιο είσαι της μοναξιάς.) και της πολιτικής ή κοινωνικής αδικίας. Μέσα από την καταστροφή και την αποσύνθεση, ο Α. Πολυκάρπου αναδεικνύει ένα καθαρά σύγχρονο, τραγικό τοπίο: έναν κόσμο όπου η μόνη σταθερά είναι η θνησιμότητα και η αδυναμία των ανθρώπων να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους χωρίς να πληγωθούν. Η συλλογή λειτουργεί σαν κάλεσμα στο σκοτάδι, όπου η ποίηση γίνεται τελετουργία και η σιωπή των νεκρών αποκτά φωνή:
Σκαπανέας στα ορυχεία των λέξεων.
Σαπίζει η ψυχή στην ασφυξία των ενστίκτων που μου όρισε η Μούσα.
[...]
Κι εγώ σκυφτός στη γαλαρία των λέξεων
ν' ανασκαλεύω τον αιώνιο στίχο.
(Του θανάτου ΙΙΙ)
Η γλώσσα της συλλογής είναι έντονα θεατρική και σκληρή, με εικόνες που συνδυάζουν το ιερό και το βλάσφημο, το αρχαίο και το σύγχρονο, το υψηλό και το καθημερινό. Ο Ανδρέας Πολυκάρπου συνδυάζει την αρχαϊκή έκφραση με τη σύγχρονη ωμότητα, δημιουργώντας μια γλωσσική σύγκρουση που αντανακλά τη θεματική του έργου: τη συνύπαρξη του ιερού με το βέβηλο, της πίστης με τη φθορά. Στο Ζώσιμος ο Φαληρέας, η γλώσσα αποκτά θεατρικό χαρακτήρα, γεμάτη προσφωνήσεις και επιφωνήματα: Καταραμένε Ζώσιμε! Η επανάληψη αυτής της φράσης λειτουργεί ως λεκτικός λίθος, ένα είδος λιθοβολισμού του ποιητή από την κοινωνία. Ο συνδυασμός της αρχαΐζουσας μορφής (καταραμένε) με την ωμή καταγγελία αποκαλύπτει την ειρωνική σύζευξη θρησκευτικού ύφους και κοινωνικής απόρριψης. Ο λόγος είναι πυκνός, σχεδόν λειτουργικός, θυμίζοντας προφητεία ή ψαλμό, αλλά διαβρωμένος από ειρωνεία.

ΣΤα κύμβαλα της Γερονήσου, ο Πολυκάρπου αξιοποιεί ένα λεξιλόγιο ιεροτελεστίας και αίματος: Ένας του Διονύσου ταύρος κουβαλούσε τις πέτρες / αναμένοντας κι αυτός το χυμένο δικό του αίμα.

Η χρήση του ρήματος «κουβαλούσε» μέσα σε ένα υψηλό, τελετουργικό περιβάλλον δημιουργεί δραματική αντίθεση ανάμεσα στο ταπεινό και το ιερό. Το ρήμα είναι καθημερινό, σχεδόν πεζό, όμως μέσα στο συμφραζόμενο αποκτά μυθικό βάρος. Αυτή η ένταση ανάμεσα σε απλές λέξεις και ιερούς συμβολισμούς διαπερνά όλη τη συλλογή.

Στο ποίημα Εκείνο το πρωινό, η γλώσσα αποκτά πιο οικεία, χαμηλόφωνη χροιά, όπου το μεταφυσικό αγγίζει την καθημερινότητα (Ένα πρωινό θα ανοίξεις την πόρτα / κι από μέσα θα βγει ο θάνατος. /Κρατώντας ένα αναποδογυρισμένο φλιτζάνι καφέ.). Εδώ, η μεταφορά του καφέ, στοιχείο της πρωινής ρουτίνας, μετατρέπει τη συνάντηση με τον θάνατο σε καθημερινό τελετουργικό. Η επιλογή ενός απλού αντικειμένου για να δηλώσει την έλευση του ανείπωτου δείχνει τη δύναμη της ποιητικής οικονομίας του Πολυκάρπου: ο θάνατος χάνει το υπερβατικό του πρόσωπο και γίνεται ανθρώπινος, σχεδόν οικείος.

Στον Διάλογο με τον Κ. Καρυωτάκη, ο τόνος είναι εξομολογητικός αλλά και διδακτικός, σαν εσωτερικός μονόλογος ή φωνή συνείδησης, με φράσεις που συνδιαλέγονται με την καρυωτακική μελαγχολία. Η γλώσσα του ποιήματος είναι απλή, καθαρή και στοχαστική, με έναν ήπιο λυρισμό που αποδίδει το εσωτερικό δράμα του ποιητικού υποκειμένου.

Χρησιμοποιεί κυρίως δημοτική, με κάποιους πιο λόγιους τόνους, και βασίζεται σε καθημερινό, κατανοητό λεξιλόγιο (σπίτια, φίλοι, ψυχή, πόλη). Οι επαναλήψεις και οι αντιθέσεις (όλα ίδια – εσύ αλλιώτικος) δίνουν ρυθμό και ένταση, ενώ οι μεταφορές (άρρωστη ψυχή, της ψυχής τα μάτια) αποδίδουν την ψυχική αλλοτρίωση με ποιητικό τρόπο. Συνολικά, η γλώσσα είναι λιτή αλλά βαθιά εκφραστική, υπηρετώντας τον εσωτερικό, υπαρξιακό τόνο του ποιήματος.

Στο Ερωτικό, η γλώσσα μετατρέπεται σε σάρκα· οι λέξεις είναι γεμάτες αφή και θάνατο. Η χρήση του πρώτου προσώπου ενισχύει την αμεσότητα, ενώ το ρήμα «ανάβω» –συνήθως συνδεδεμένο με φως ή φωτιά– αποκτά ερωτικό και ταυτόχρονα νεκρικό φορτίο. Η σύνδεση έρωτα και θανάτου επιτυγχάνεται όχι με περιγραφή, αλλά με την ίδια τη λειτουργία της γλώσσας.

Στο Φύλακας Άγγελος, το λεξιλόγιο αποκτά θρησκευτική πυκνότητα, αλλά απογυμνώνεται από τη θεϊκή του βεβαιότητα. Η αντίθεση ανάμεσα στην ιερή μορφή και το σωματικά τραυματισμένο στοιχείο αναδεικνύει το ύφος της συλλογής: μια ιερότητα πληγωμένη, αλλά όχι νεκρή.

Τέλος, στο Μη μας λησμονείς, η γλώσσα αποκτά λειτουργία επίκλησης:
Μη μας λησμονείς, μη μας εγκαταλείπεις
[...]
Αποδόμησε για μια στιγμή την υψηλή μορφή Σου
και άρχισε να αποκωδικοποιείς την ψυχή μας.
Το ύφος εδώ είναι παρακλητικό, χωρίς στόμφο, με εσωτερική καθαρότητα. Η απλότητα των λέξεων μεταφέρει συγκίνηση χωρίς λεκτική υπερβολή.

Η συλλογή συνολικά διακρίνεται για την υφολογική ποικιλία: άλλοτε λιτή και εξομολογητική, άλλοτε τελετουργική και υπερβατική. Η χρήση αρχαϊσμών (εις, αφέθηκα στο ιερό), βιβλικών φράσεων και σύγχρονων ρημάτων (Πρωτότοκε, του Θεού Υιέ, της Παρθένου, σάπισα, αναστήθηκα απ' τη λάσπη) δημιουργεί μια συνεχή γλωσσική ένταση. Το ύφος λειτουργεί ως καθρέφτης της ίδιας της θεματικής καθόδου: ο λόγος άλλοτε ανυψώνεται, άλλοτε καταρρέει, όπως ακριβώς και ο ποιητικός άνθρωπος που περιγράφει.

Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο που σοκάρει και ξαφνιάζει, αλλά ταυτόχρονα συγκροτεί έναν κόσμο πλούσιο σε συμβολισμούς και υπαρξιακή ένταση. Ο Α. Πολυκάρπου δείχνει ότι η μόνη πραγματική ελευθερία βρίσκεται στην αποδοχή της φθοράς και της θνητότητας, στην αναμέτρηση με το τέλος ως τελετουργία λύτρωσης.
Μα εγώ τον αδερφό του, τον Θάνατο, αγαπούσα.
Μαζί του ήθελα στο χώμα να πλαγιάσω.
Αυτόν μου φύτεψαν στην ψυχή
τότε που είδα το φως της καλοκαιρινής μεσημβρίας·
Κλείνω την παρούσα κριτική προσέγγιση με ένα στοιχείο που διάβασα στο βιογραφικό του Α. Πολυκάρπου και με οδήγησε ακόμη πιο κοντά σ' αυτό που αντιλαμβανόμουν όσο μελετούσα την Εις Άδου κάθοδο, δηλαδή πως ο κόσμος του έργου δεν είναι μονάχα σκοτεινός, αλλά και βαθιά ανθρώπινος. Πίσω από τον σκοτεινό και δραματικό κόσμο της Εἰς Ἅδου κάθοδον, διακρίνεται ο ίδιος ο Ανδρέας Πολυκάρπου: ένας ποιητής που, παρά τη συνομιλία του με τον θάνατο, παραμένει βαθιά στραμμένος προς τη ζωή. Η αγάπη του για τη θάλασσα και τις γάτες δεν είναι μια απλή προσωπική λεπτομέρεια· είναι μια ένδειξη της τρυφερότητας και της παρατήρησης που διαπερνούν και την πιο βίαιη εικόνα της ποίησής του. Όπως η θάλασσα ενώνει το φως και το σκοτάδι, έτσι κι εκείνος αναζητά μέσα από τη γραφή του την ισορροπία ανάμεσα στο κάλλος και τη φθορά. Κι αν, όπως ο ίδιος λέει, ακόμα προσπαθεί να καταλάβει τον άνθρωπο, ίσως αυτή ακριβώς η αναζήτηση, δηλαδή η αδυναμία κατανόησης και ταυτόχρονα η βαθιά ανάγκη γι' αυτήν, να είναι το ουσιαστικότερο νόημα της ποιητικής του καθόδου στον Άδη.


Μαρία Καραθανάση

Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
[1] Μετάφραση: Ποιος θα κατηγορήσει τους εκλεκτούς του Θεού; Ο Θεός είναι αυτός που τους δικαιώνει.