Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Ε.Γ.: Αποφάσισα να γράψω το «Ακόμη θυμάμαι» με μια διάθεση να μιλήσω για πράγματα που αργοσβήνουν πλέον στις μέρες μας και χάνουν την πραγματική τους αξία, και μιλώ για την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την πίστη, την αλληλεγγύη, τη μία και μοναδική αγάπη, ενώ παράλληλα, ήθελα να θέσω ένα προβληματισμό για άγνωστες δυνάμεις που αναπτύσσουν ορισμένοι άνθρωποι. Στην βαθιά κρίση που βιώνουμε, που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και ανθρωπιστική, και κρίση αξιών, σκοπό είχα να ωθήσω τους αναγνώστες μου να αφήσουν για λίγο τα καθημερινά τους προβλήματα και να πάρουν μια ανάσα διαφορετική. Μέσα από την ιστορία μου, τους γυρίζω σε μια άλλη εποχή και τους δίνω μια εικόνα ονειρική, μια αίσθηση πιο τρυφερή, ένα μονοπάτι για να αναπολήσουν και να σκεφτούν, μια χαραμάδα φυγής.
Το «Ακόμη θυμάμαι» εκπέμπει αγάπη, σε παίρνει απ’ το χέρι για να σου δείξει πόσο μεγάλη δύναμη μπορείς να αντλήσεις από αυτήν σε δύσκολες ώρες.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ε.Γ.: Αγάπη!
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Ε.Γ.: Να αφεθεί στην ιστορία, να ταξιδέψει, να φιλοσοφήσει, να κοιτάξει μέσα του και να ανακαλύψει τις ξεχασμένες του ανάγκες. Να πάρει μια βαθιά ανάσα και να συνειδητοποιήσει πόση δύναμη μπορεί να αντλήσει από την αληθινή αγάπη και από τον ίδιο του τον εαυτό όταν την έχει ανάγκη.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ε.Γ.: Η ιστορία εκτυλίσσετε κάπου κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, κυρίως, μεταξύ 1920 και 1940 και φτάνει ως τις μέρες μας. Δεν δίνω πραγματικά ονόματα στα χωριά, επομένως θα μπορούσε να είναι ένα ταξίδι σε μέρη που κρατούν ακόμη εκείνο το χρώμα. Ωστόσο δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη τέτοια μέρη. Θα μπορούσε ωστόσο να είναι μια συναρπαστική ταινία, με μυστήριο και ανατροπές, που θα σε αποκόψει από την πραγματικότητα, θα σε ταξιδέψει στα φτερά της σε άλλους καιρούς, θα σε γεμίσει αγάπη, και θα σε κάνει να ονειρευτείς και να ξεχαστείς. Δεν ξέρω πόσες μέρες θα μπορούσε να κρατήσει αυτό το ταξίδι, ίσως, για όσες ο απόηχος της ιστορίας θα έβρισκε χώρο στην ψυχή του καθενός.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Ε.Γ.: Στο παραθύρι του ονείρου ξεχάστηκε χαζεύοντας μια ζωή που πέρασε και μια άλλη που δεν θα ερχόταν ποτέ. Μ’ ένα δεμάτι αναμνήσεις στον ώμο, έριχνε στη φωτιά κλαδάκι κλαδάκι να ζεσταθεί. Έβλεπε μες στις φλόγες να αναδύονται στιγμές όμορφες από το παρελθόν, κι ύστερα άλλες, σαν αναμνήσεις από κείνο το όμορφο μέλλον. Γρήγορα όμως καίγονταν αφήνοντας πίσω τους μια ήπειρο γκρίζας στάχτης, που την έπαιρνε ο αέρας και τη σκόρπιζε ολόγυρα.
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Στο οπισθόφυλλο...
1920. Μια νεαρή γυναίκα ζητάει καταφύγιο σε μια απομακρυσμένη μονή. Πριν πεθάνει, γεννάει ένα κοριτσάκι με σπάνιο χάρισμα.
Πέντε μοναχές, Μαρία, Δομινίκη, Ορθοδοξία, Χρυσοστόμη, Αικατερίνη, προστατεύουν και μεγαλώνουν το κορίτσι έχοντας πλήρη επίγνωση του δώρου που φέρει.
Μια άγνωστη μοίρα από τον έξω κόσμο περιμένει να τις δέσει περισσότερο με τη ζωή του κοριτσιού.
Χρόνια μετά το κορίτσι αυτό, η Χάρις, αφήνει το μοναστήρι για να προσφέρει το δώρο της στους ανθρώπους.
Οι ισορροπίες κλονίζονται όταν ο έρωτας εισβάλει στη ζωή της.
1940. Καθώς η Χάρις αναζητάει τον αγαπημένο της στη δίνη του πολέμου, έρχεται αντιμέτωπη με μεγάλες αλήθειες που ποτέ δεν είχε σκεφτεί.
Πόσο δύσκολος αποδεικνύεται ο νέος δρόμος;
Τι σκοτεινό και ανατρεπτικό απειλεί τη ζωή της;
Σήμερα. Η τελευταία ηγουμένη αποκαλύπτει τη συγκλονιστική ιστορία που ακόμη θυμάται.
Μια ιστορία σαν θρύλος.
Ένα μυθιστόρημα ύμνος στο μεγαλείο και στη δύναμη της αγάπης.
Δείτε κι αυτό:
Η Ελένη Γαληνού για το Όταν στέρεψε η αντοχή
Η Ελένη Γαληνού για το Όταν στέρεψε η αντοχή