Το βιβλίο «Άγρια Λεβάντα», της Belinda Alexandra, είναι ένα βιβλίο εποχής. Το πρώτο πράγμα που σου κεντρίζει το ενδιαφέρον αντικρίζοντας το είναι το ιδιαίτερο βλέμμα του κοριτσιού στο εξώφυλλο και δευτερευόντως το μέγεθος του βιβλίου. Είναι ένα φανερά πληθωρικό μυθιστόρημα.
Η συγγραφέας μας γνωρίζει τη Σιμόν. Μια μικρή κοπέλα, μοναχοκόρη, που ζει με την οικογένεια της σε ένα χωριό της Προβηγκίας. Είναι αγρότες, καλλιεργητές λεβάντας κυρίως. Ο πατέρας της είναι επιζήσαντας τραυματίας του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και η αδυναμία της Σιμόν. Η μητέρα της μια γυναίκα ιδιαίτερη, τυλιγμένη με ένα πέπλο μυστηρίου που φροντίζει η ίδια να διατηρεί. Η ζωή φαίνεται να κυλά αρμονικά για τη Σιμόν μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας της χάνει τη ζωή του αιφνιδίως.
Η Σιμόν στέλνεται από τον αδερφό του πατέρας της, που αρνείται να την αναλάβει, να δουλέψει ως καμαριέρα στο πανδοχείο μιας θείας της στη Μασσαλία. Το δωμάτιο που της παραχωρείται από τη θεία άθλιο και η δουλειά σκληρή για ελάχιστα χρήματα. Εκεί όμως γνωρίζει την Καμίλ, αρτίστα με μεγάλες βλέψεις και προσδοκίες. Η συναναστροφή της με την Καμίλ θα της δώσει την ευκαιρία να γνωρίσει και να αγαπήσει το χώρο του θεάματος και να τολμήσει για πρώτη φορά να ονειρευτεί. Εκεί, στη Μασσαλία, θα ξεκινήσει δειλά δειλά τα πρώτα της βήματα στην υποκριτική και το χορό.
Η Σιμόν είναι ένα ανερχόμενο αστέρι. Πηγαίνει στο Παρίσι έπειτα από την πρόσκληση ενός μάνατζερ και ξεκινάει τον δύσκολο δρόμο προς την κορυφή.
Αλλεπάλληλες οντισιόν, άλλες επιτυχημένες και άλλες όχι, και μια καριέρα που ξεκινάει να χτίζεται βήμα το βήμα με πολύ κόπο, όχι μόνο για να τα καταφέρει αλλά και για να γλιτώσει από το σύστημα που ήθελε τις αρτίστες ερωμένες των πλούσιων γόνων. Θα περάσει διά πυρός και σιδήρου προτού δει την καριέρα της να απογειώνεται.
Κάπου εκεί, στο απόγειο της δόξας της, βρισκόμαστε στις αρχές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Η Σιμόν, ανεξάρτητο πνεύμα πάντοτε, αρνείται να σκύψει το κεφάλι στον κατακτητή. Θέτει τον εαυτό της στη υπηρεσία της πατρίδας και, με κίνδυνο της ζωής της, φυγαδεύει απελευθερωμένους αιχμαλώτους πολέμου. Θα βρεθεί κι η ίδια κρατούμενη και κακοποιημένη από τους άντρες των Ες Ες, αλλά θα γλιτώσει. Για να νιώσει την προδοσία και να βρεθεί φυλακισμένη εκ νέου μετά την απελευθέρωση της χώρας με την ύστατη κατηγορία της συνέργειας με τον εχθρό.
Κρατώντας στα χέρια μου το βιβλίο «Άγρια Λεβάντα» είχα πάρα πολλές προσδοκίες από την αναγνωστική εμπειρία που θα μου προσέφερε. Προσδοκίες που δεν κατάφερε να δικαιώσει πλήρως.
Είναι ένα βιβλίο καλογραμμένο, με στρωτή ροή, αλλά γεμάτο λεπτομέρειες κάθε είδους. Λεπτομέρειες για τις οδούς, την αρχιτεκτονική των κτιρίων, την επίπλωση, τα διάφορα μαγαζιά, τις συγκοινωνίες. Τα άτομα, τις στιλιστικές τους επιλογές, τις επιλογές του φαγητού, τις ιδέες και τα στερεότυπα που καθόριζαν τις συμπεριφορές τους.
Αν και η ιστορία παρουσίαζε συνεχώς ενδιαφέρον, παρόλα αυτά η υπερβολή στις δοθείσες πληροφορίες και τις λεπτομέρειες δεν μου επέτρεψε να το απολαύσω. Δεν κατάφερα να μπω μέσα στην ιστορία, να σταθώ στο πλευρό της Σιμόν και να περπατήσουμε μαζί στους δρόμους του Παρισίου του μεσοπολέμου. Αντίθετα στεκόμουν απλός παρατηρητής, ακόμα και όταν οι περιγραφές θα έπρεπε να μου φέρνουν δάκρυα.
Ήταν σε γενικές γραμμές ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά επ’ ουδενί λόγω ένα βιβλίο συγκλονιστικό όπως το περίμενα.
Το μυθιστόρημα της Belinda Alexandra, Άγρια λεβάντα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Περισσότερα για το βιβλίο θα βρείτε εδώ! Διαβάστε κι ένα απόσπασμα!