Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Όταν το μαζί πληγώνει * Δίχως ένα αντίο * Κλουαζονέ * Οι Ελληνίδες: Η υποδόρια επανάσταση * Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Οικογένεια Πελτιέ, Η κατάρα, Ροζ, Ανθοπωλείον ο Έρως * Το δάσος των ψυχών * Ρε μπαγάσα * Σε είδα * Μέθεξη * Άννα * Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Εν αρχή ην ο έρως ** Διηγήματα: Στερνό μελάνι * Τέσσερις συλλογές διηγημάτων από τις εκδόσεις Βακχικόν * Ένα πιο σκοτεινό φως * Η οργή του Θεού και άλλες ιστορίες ** Διάφορα άλλα: Οι πουτ@νες κι εγώ * Πέντε βιβλία από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Μουσικό άλμπουμ: Worthless Treasures

Μπες στο παιχνίδι

Θεοχάρη Λιβιεράτου

Πίνακας ζωγραφικής Edvard Munch (Murder, 1906, λάδι σε καμβά)

Αντικρίζοντας την Δανάη Σαββοπούλου το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν τα μάτια της. Προσπάθησα να βρω τι χρώμα είχαν. Μενεξελιά; Ναι, μόνο που κάποιες στιγμές έπαιρναν απόχρωση χρυσαφί.
Ήταν ψηλή και όμορφη. Τα μαλλιά της, καστανά, σκέπαζαν τους ώμους της. Φορούσε ένα μάλλινο πουλόβερ που σε συνδυασμό με το εφαρμοστό τζιν παντελόνι της τόνιζαν τις άψογες γραμμές του λεπτού κορμιού της. Το δέρμα στο πρόσωπό της νόμιζες ότι ήταν διάφανο. Οι κινήσεις της είχαν αέρα αριστοκρατικό, όπως ακριβώς μαρτυρούσε και ο φάκελός της.
Αποφοίτησε το 1999 με άριστα από το Λύκειο, μπήκε πρώτη στη Νομική Σχολή Αθηνών όπου και αποφοίτησε με άριστα τον Ιούνιο του 2003. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο κοινοτικό δίκαιο σε Γαλλία και Γερμανία. Διατηρούσε γραφείο στο Κολωνάκι κι είχε σημαντική παρουσία σε σοβαρές υποθέσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όλα αυτά μέχρι χθες το μεσημέρι όταν την συνέλαβαν για τη δολοφονία του άνδρα με τον οποίον συζούσε τα τελευταία πέντε χρόνια. Τον είχε σκοτώσει με πέντε μαχαιριές, στον θώρακα και στον λαιμό, τη ώρα που κοιμόταν. Η ίδια είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία και είχε ομολογήσει το έγκλημά της.

Μου ανέθεσαν το έργο της κύριας ανάκρισης.
— «Ομολογήσατε ότι σκοτώσατε τον Στέφανο Αμπαδιωτάκη, σωστά;» ρώτησα.
Με κοίταξε με ήρεμο βλέμμα χωρίς να μου απαντήσει.
— «Για ποιο λόγο;» συνέχισα.
Το βλέμμα της κοίταξε για λίγο το κενό.
— «Έπρεπε» μου απάντησε με φωνή στερημένη από κάθε συναίσθημα.
— «Έπρεπε;» επανέλαβα με έκδηλη απορία.
— «Ήταν ένα παιχνίδι» συνέχισε εντελώς ανέκφραστη.
— «Τι είδους παιχνίδι;»
Μου φάνηκε πως τα χείλη της σχημάτισαν ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο.
— «Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι συμβαίνει ξαφνικά κι ένας γιος σκοτώνει τον πατέρα του, ή κάποιος πέφτει στη θάλασσα με μια πέτρα δεμένη στον λαιμό του, ή ένα αυτοκίνητο παρασύρει κάποιον πεζό διαβάτη εγκαταλείποντάς τον αβοήθητο στην άσφαλτο;»
— «Μήπως ξέρετε να μου πείτε εσείς;» ρώτησα με κάπως ειρωνικό τρόπο πιστεύοντας ότι με κορόιδευε.
— «Όλα είναι μέρος ενός παιχνιδιού» συνέχισε. Έγειρε μπροστά και με κοίταξε για λίγο επίμονα στα μάτια. Το χαμόγελο στα χείλη της έγινε ζωηρότερο. «Δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτα κύριε ανακριτά, αν δεν μπεις στο παιχνίδι!»
Για πρώτη φορά μου μίλησε στον ενικό.
— «Ωραία. Μπορείτε να μου πείτε πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι;»
Η απάθεια και ο κυνισμός της είχαν αρχίσει να μου τη δίνουν στα νεύρα. Αντιστάθηκα στην παρόρμηση να περάσω τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά μου. Θα ήταν σα να φανέρωνα τον εκνευρισμό μου.
Θα πρέπει να με κατάλαβε γιατί με κάρφωσε με το βλέμμα της. Ένιωσα ξαφνικά παράξενα χωρίς να μπορέσω να προσδιορίσω την αιτία.
— «Έξι, έξι, έξι». Είπε με σταθερή φωνή.
— «Εννοείτε τον αριθμό που αναφέρεται στην Αγία Γραφή;» Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήλθε στο μυαλό.
— «Τον είδα γραμμένο στον τοίχο της τουαλέτας σε ένα από τα πολλά καφέ, που υπάρχουν κατά μήκος της Εθνικής οδού και δίπλα τη φράση: μπες στο παιχνίδι. Από περιέργεια τον κάλεσα από το κινητό μου καθώς έπινα τον καφέ μου».
— «Και σας απάντησαν;» είπα προσπαθώντας να κρύψω ένα ειρωνικό χαμόγελο.
— «Όχι ακριβώς. Μου έστειλαν έναν γρίφο.»
— «Μάλιστα. Και τι έλεγε αυτός ο γρίφος;»
Δεν μου απάντησε αμέσως. Δεν ήμουν σίγουρος αν προσπαθούσε να σκεφτεί τον γρίφο ή ήθελε να εντείνει την αγωνία μου.
— «Τι υφαίνει η αράχνη που δεν έχει μάτια κι όμως βλέπει;» είπε στο τέλος κι έγειρε ελαφρώς το κορμί της προς το μέρος μου. Ένιωσα το άρωμά της να με τυλίγει. «Γνωρίζεις την απάντηση κ. ανακριτά;»
— «Ο ιστός» είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
Άφησε να της ξεφύγει ένα μικρό γέλιο.
— «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ αλλά ήταν λάθος. Ο ιστός της αράχνης βλέπει; Κι εξάλλου θα ήταν πολύ εύκολο για γρίφο. Δεν νομίζεις;»
Ακούμπησε τη πλάτη της στη ράχη της καρέκλας κι έδειχνε να απολαμβάνει την αμηχανία μου.
— «Εγώ ξέρω ότι η αράχνη υφαίνει ιστό» επέμεινα.
— «Σκέψου λίγο καλύτερα. Ποιος ιστός δεν έχει μάτια κι όμως βλέπει;»
Καθώς το βλέμμα της καρφώθηκε πάλι πάνω μου πρόσεξα τα μάτια της, που άλλαζαν συνέχεια χρώματα, μενεξελί, χρυσαφί, καστανά, μαύρα… Κι έπειτα αυτή η παράξενη αίσθηση που ένιωθα, σαν το βλέμμα της να απορροφούσε τη σκέψη μου.
— «Λοιπόν; Ποιος ιστός δεν έχει μάτια κι όμως βλέπει;» με ξαναρώτησε κι έδειχνε να το διασκεδάζει.
Παίζει μαζί μου, σκέφτηκα. Έπρεπε να την σταματήσω, αλλά η περιέργειά μου νίκησε τη λογική. Περίμενα να ακούσω την απάντησή της.
— «Μια ιστοσελίδα. Ένας παγκόσμιος ιστός».
Η φωνή της ακούστηκε δυνατή, η φράση «παγκόσμιος ιστός» τύλιξε το δωμάτιο. — «Όλοι είμαστε μπλεγμένοι σε έναν παγκόσμιο ιστό» συνέχισε. «Κι όλοι παίζουμε κάποιο ρόλο». Κι έπειτα τόνισε μία προς μία τις λέξεις. «Εσύ, έχεις βρει το δικό σου ρόλο κ. ανακριτά;»
— «Δεν συμμετέχω σε κανένα παιχνίδι» είπα με το βλέμμα της ακόμα καρφωμένο πάνω μου.
— «Όχι ακόμα».
Τα λόγια της ειπώθηκαν με τέτοια σιγουριά, που με εξέπληξε.
— «Θέλεις να ακούσεις τη συνέχεια;» με ρώτησε.
Ήμουν περίεργος. Πρέπει να το είδε στα μάτια μου, δεν περίμενε για να της απαντήσω.
— «Δυο μέρες μετά, στάλθηκε στο κινητό μου ένας άλλος γρίφος μαζί με τους όρους συμμετοχής στο παιχνίδι».
— «Και ποιοι ήταν οι όροι συμμετοχής;» ρώτησα με έκδηλη απορία.
— «Την απάντηση σε κάθε γρίφο έπρεπε να την γράφω σε τοίχους κοινόχρηστων χώρων και δίπλα τον αριθμό έξι, έξι, έξι. Έτσι, ο κάθε παίχτης θα μπορούσε να δει τις διάφορες απαντήσεις κι αν είναι προσεχτικός κι επιμελής, μια μέρα θα βρει έναν γρίφο, που αν τον λύσει θα είναι ο μεγάλος νικητής. Εκείνος που θα μάθει για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά γύρω μας. Η απάντηση ότι δεχόσουν τους όρους του παιχνιδιού ήταν η λύση του δεύτερου γρίφου».
— «Και ποιος ήταν ο δεύτερος γρίφος;» ρώτησα αυθόρμητα. Μετά συνειδητοποίησα ότι συνέχιζα να παίζω το παιχνίδι της.
Άφησε να κυλήσουν μερικά δευτερόλεπτα προτού μου απαντήσει.
— «Μπορείς να με έχεις, αλλά δεν μπορείς να με κρατήσεις. Όσο εύκολα με κερδίζεις, έτσι εύκολα μπορείς και να με χάσεις».
— «Και βρήκατε την απάντηση;»
— «Φυσικά. Με πήρε δύο ολόκληρες μέρες. Το σκεφτόμουν παντού. Στη δουλειά, στο δρόμο, στο σπίτι, σε όλες τις κοινωνικές μου εκδηλώσεις. Ο γρίφος μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω την απάντηση. Ήθελα να μπω στο παιχνίδι».
— «Και ποια ήταν;» δεν προσπάθησα καθόλου να κρύψω την περιέργειά μου.
— «Η εμπιστοσύνη. Αργότερα κατάλαβα ότι σήμαινε την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους παίχτες αλλά και στους κανόνες του παιχνιδιού».
— «Γνωρίζετε ποιος σας έστελνε τους γρίφους;»
— «Ο ένας παίχτης στον άλλον. Μόλις απαντούσες στον δεύτερο γρίφο ελάμβανες έναν κωδικό παίχτη και με αυτόν έστελνες τους γρίφους σου στους άλλους. Έτσι κανένας δεν γνώριζε κανέναν αλλά μπορούσε να μαθαίνει τις απαντήσεις, που έγραφε ο κάθε παίχτης στους τοίχους».
Έκανε μια παύση σαν να ήθελε να εκτιμήσει την εντύπωση που έκαναν τα λόγια της και συνέχισε. «Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί υπάρχουν όλα αυτά τα συνθήματα στους τοίχους; Μήπως κρύβουν απαντήσεις κάποιων γρίφων; Μήπως αποτελούν μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού;»

Την κοιτούσα αποσβολωμένος. Μπορεί κάποια συνθήματα να μου άρεσαν και κάποια όχι. Ποτέ δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Πίστευα ότι τα έγραφαν άνθρωποι που ήθελαν να ξεδώσουν για κάποιο προσωπικό τους λόγο.
— «Λέτε ότι τα συνθήματα στους τοίχους έχουν τις απαντήσεις σε κάποιους γρίφους ενός παιχνιδιού;» τη ρώτησα.
— «Ακριβώς. Αν ξέρεις τους γρίφους μπορείς να εντοπίσεις και τις απαντήσεις».
Συνέχιζα να την κοιτάζω σαν υπνωτισμένος. Μου φαίνονταν απίθανα όσα μου έλεγε η γυναίκα απέναντί μου.
— «Κι αν κάποιος μετανιώσει και δεν θελήσει να συνεχίσει;» τη ρώτησα.
— «Από τη στιγμή που θα μπεις στο παιχνίδι είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις μέχρι να βγει κάποιος νικητής».
— «Διαφορετικά;»
— «Χάνεται η εμπιστοσύνη. Αποκαλύπτεται η ταυτότητα του παίχτη και τότε κάποιος άλλος παίχτης αναλαμβάνει να επαναφέρει την ισορροπία».
— «Και στην περίπτωση του Στέφανου Αμπαδιωτάκη να υποθέσω ότι διαταράχτηκε αυτή η ισορροπία;»
Δεν μου απάντησε. Από την έκφραση του προσώπου της όμως κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβη.
— «Έχετε τίποτε άλλο να προσθέσετε;» ρώτησα αναλαμβάνοντας πάλι τον ρόλο του ανακριτή.
Σκέφτηκε για λίγο.
— «Δεν υπάρχει καλό ή κακό, σωστό ή λάθος. Ή όλα έχουν νόημα ή τίποτα δεν έχει» μου είπε αινιγματικά.

Χτύπησα το εσωτερικό κουδούνι. Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ένας νεαρός αστυνομικός, που την οδήγησε έξω από το γραφείο μου. Προτού βγει γύρισε και με κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Στα μάτια της διέκρινα μια λάμψη σα να είχε απολαύσει κάθε στιγμή και κάθε λέξη της κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.

Μένοντας μόνος στο δωμάτιο, επανέφερα στη μνήμη μου όλη τη συζήτηση, που είχα μαζί της. Όλα όσα μου είπε. Αναρωτήθηκα αν ήταν η λογική μιας διαταραγμένης προσωπικότητας ή η φαντασία ενός λογικού ανθρώπου. Ό,τι κι αν ίσχυε, το μόνο σίγουρο ήταν ότι σκότωσε τον σύντροφό της.

Σηκώθηκα και πήγα στις αντρικές τουαλέτες του κτηρίου της Εισαγγελίας. Το δωμάτιο μύριζε αμμωνία. Η καθαρίστρια μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά της κι ετοιμαζόταν να φύγει. Προχώρησα προς τους νιπτήρες κι άνοιξα τη βρύση περιμένοντας την καθαρίστρια να φύγει.
Έπειτα κοίταξα προσεχτικά τους τοίχους της τουαλέτας, έλεγξα όλες τις πόρτες. Άκουγα τα λόγια της κατηγορούμενης ξανά και ξανά να σφυροκοπούν το μυαλό μου. «Έξι, έξι, έξι». Δεν υπήρχε τίποτα. Όλα ήταν πεντακάθαρα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη πάνω από τους νιπτήρες.

— «Είσαι ηλίθιος», φώναξα. Εκείνη τη στιγμή μίσησα τον εαυτό μου. «Ηλίθιος που πίστεψες έστω και μια λέξη από μια αδίστακτη δολοφόνο. Τα είπε για να δικαιολογήσει το έγκλημά της, βλάκα». Έσφιξα τη γροθιά μου και χτύπησα με τόση δύναμη το ψυχρό μάρμαρο του νιπτήρα, που μούδιασε το χέρι μου από τον πόνο.

Γύρισα στο γραφείο μου σίγουρος ότι όσα είχε ισχυριστεί ήταν λόγια της φαντασίας της.


Δύο εβδομάδες αργότερα ζήτησα και πήρα δέκα μέρες άδεια. Ο φόρτος δουλειάς τους τελευταίους τρεις μήνες με είχε κουράσει. Είχα σκοπό να περάσω όλη μου την άδεια στο εξοχικό μου.
Σταμάτησα σε ένα καφέ στην Εθνική οδό. Παρήγγειλα έναν εσπρέσσο και βρήκα ελεύθερο τραπέζι απέναντι από το κτήριο με τις τουαλέτες. Χάζευα την κίνηση και τη φύση, που δειλά δειλά άρχιζε να ξυπνάει από την χειμερινή της νάρκη. Ήταν αρχές Μάρτη. Το βλέμμα μου έπεσε σε ένα σύνθημα στον εξωτερικό τοίχο της τουαλέτας: Ό,τι κρατάτε μέσα σας βγαίνει από τα μάτια σας.

Τέλειωσα βιαστικά τον καφέ μου και μπήκα στις τουαλέτες. Δύο πελάτες έπλεναν τα χέρια τους στους νιπτήρες, δύο από τις πόρτες ήταν κλειστές. Μπήκα στην μοναδική ελεύθερη τουαλέτα κι έκλεισα την πόρτα.
Παντού υπήρχαν συνθήματα, στον τοίχο, στα χωρίσματα, άλλα μονολεκτικά, άλλα έξυπνα. Κοίταξα και την κλειστή πόρτα πίσω μου. Κι αυτή γεμάτη συνθήματα. Τα διάβασα επισταμένως. Και τότε πρόσεξα τον αριθμό έξι, έξι, έξι. Ήταν γραμμένος με κόκκινο χρώμα, έντονο σαν το αίμα. Και δίπλα η φράση: μπες στο παιχνίδι. Έμεινα εκεί να τον κοιτάζω αποσβολωμένος. Δεν ξέρω για πόσο χρόνο. Με επανέφερε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Την άνοιξα και αντίκρισα έναν σωματώδη άνδρα με σφιγμένα χείλη και ζαρωμένο πρόσωπο. Μπήκε βιαστικά στην τουαλέτα. Έπλυνα αδιάφορα τα χέρια μου στον νιπτήρα και βγήκα.

Έξι, έξι, έξι. Το πληκτρολόγησα στο κινητό μου και περίμενα. Δέκα λεπτά αργότερα είδα στην οθόνη τον γρίφο:

Τι υφαίνει η αράχνη που
δεν έχει μάτια κι όμως βλέπει;

Ξαφνικά ένιωσα τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη μου κι ένα παγωμένο χέρι να χαϊδεύει τη ραχοκοκαλιά μου. Ήταν αλήθεια. Όσα μου είχε πει η Δανάη Σαββοπούλου ήταν αλήθεια. Έγραψα «ιστοσελίδα» και το έστειλα στο έξι, έξι, έξι.

Πήρα έναν δεύτερο εσπρέσσο και κάθισα σε ένα γωνιακό τραπέζι.
Απομονωμένος. Κοιτούσα κάθε τόσο την οθόνη του κινητού μου περιμένοντας το επόμενο μήνυμα. Ο χρόνος κυλούσε αργά, βασανιστικά.
Οι χτύποι της καρδιάς μου είχαν αρχίσει να χορεύουν σε τρελούς ρυθμούς.
Οι όροι συμμετοχής στο παιχνίδι μού εστάλησαν μετά από μια ώρα. Πέντε λεπτά αργότερα μου ήλθε κι ο δεύτερος γρίφος:

Μπορείς να με έχεις, αλλά δεν μπορείς να με κρατήσεις.
Όσο εύκολα με κερδίζεις, έτσι εύκολα μπορείς και να με χάσεις.

Έγραψα αυθόρμητα «εμπιστοσύνη» και το έστειλα. Κοίταξα γύρω μου. Ένιωσα τα περίεργα βλέμματα ενός ζευγαριού να πέφτουν πάνω μου. Είδα τη γυναίκα, που έσκυψε και κάτι είπε στον άνδρα κι έπειτα κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες. Άκουσα τον ήχο του μηνύματος στο κινητό μου και κοίταξα την οθόνη: «Ο προσωπικός σας αριθμός είναι ΑΕΖ145».

Μπήκα στο αυτοκίνητό μου. Ετοιμάστηκα να βάλω μπροστά τη μηχανή όταν άκουσα τον ήχο του μηνύματος στο κινητό. Κοίταξα την οθόνη. Μου είχε σταλεί ένας καινούργιος γρίφος:

Mε βλέπεις χωρίς να με προσέξεις
Γιατί ψάχνεις ό,τι βρίσκεται πίσω μου.

Δύο μέρες τώρα απομονωμένος στο εξοχικό μου προσπαθώ να βρω τη λύση και αποφεύγω να σκέπτομαι ότι η Δανάη Σαββοπούλου ομολόγησε τη δολοφονία του συντρόφου της επειδή ήθελε να βγει από το παιχνίδι.


Copyright © Θεοχάρης Λιβιεράτος All rights reserved, 2011
Απόσπασμα εξαντλημένης συλλογής
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής Edvard Munch (Murder, 1906, λάδι σε καμβά)
Σημ. επιμ.: Έχει διατηρηθεί η προφορά των χαρακτήρων όπως στο πρωτότυπο. Π.χ. μενεξελί (για το χρώμα)
Λύση του γρίφου: Παράθυρο

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Νόστος, Εν ονόματι της μούσας Ερατώς, Διόρθωση Ημαρτημένων, Η χρυσή κληρονόμος και ΦρουτίνοWorthless Treasures, Temple Music΄Σε είδα, Ιωάννη ΜαρίνουΗ οργή του Θεού και άλλες ιστορίες, Ιωάννας ΣερίφηΈνα πιο σκοτεινό φως, Μαρίας ΣυλαϊδήΟ καπετάνιος τση ΖάκυθοςΔίχως ένα αντίο, Γωγώς Ψαχούλια
Ρε μπαγάσα, Θεόδωρου ΟρφανίδηΤέσσερις συλλογές διηγημάτων από τις εκδόσεις ΒακχικόνΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΚλουαζονέ, Λίνας ΒαλετοπούλουΤο δάσος των ψυχών, Ιωάννη ΜαρίνουΟι πουτ@νες κι εγώ, Γιάννη Ράμνου
Μέθεξη, Μαρίας ΠορταράκηΟι Ελληνίδες: Η υποδόρια επανάσταση, Χρύσας ΜαρδάκηΡοζ, Ανθοπωλείον ο Έρως, Οικογένεια Πελτιέ, Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Η κατάραΣτερνό μελάνι, Άγγελου Αναγνωστόπουλου
Εν αρχή ην ο έρως, Ευαγγελίας ΤσακίρογλουΆννα, Μαρίας ΚέιτζΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη