Η σκιά του πατέρα

Η σκιά του πατέρα, Άγγελου Χαριάτη

Ο Άγγελος Χαριάτης, ο καλός αφηγητής που είχα γνωρίσει στον Κύριο Χι έναν χρόνο πριν (και παλαιότερα όμως όταν συμμετείχε στο συλλογικό έργο Ο ιός), επιστρέφει στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα Η σκιά του πατέρα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις 24 γράμματα (όπως και ο προηγούμενος τίτλος). Τότε μιλούσαμε για ένα όμορφο αστυνομικό, υποχθόνιο, μυστήριο και σκοτεινό, με παραβατικούς ήρωες, ποδοσφαιρικό άρωμα, νουάρ αποχρώσεις και θριλερικές υφές. Αλλά το προκείμενο είναι κάτι τελείως διαφορετικό.

Αρχικά να σημειώσω πως πάρα πολύ σπάνια φτάνουν στα χέρια μου διαδοχικές μυθοπλασίες από τον ίδιο δημιουργό με μεγάλη απόκλιση ως προς το είδος τους και ακόμα πιο σπάνια ο συγγραφέας ανταποκρίνεται επάξια και στα δύο είδη. Κάτι που έχει λογική και είναι αναμενόμενο σε μεγάλο βαθμό για τους λόγους που όλοι κατανοούμε κι όταν συμβεί, ε, είναι κάτι διαφορετικό, έξω από τη ρουτίνα, και απέραντα συναρπαστικό –παράλληλα σε κάνει να σκέφτεσαι τι άλλο πρέπει/μπορείς να περιμένεις από τον ίδιο, πού θα σε «πάει» την επόμενη φορά. Και στην περίπτωση του κυρίου Χαριάτη το ξέρεις ότι θα υπάρξει επόμενη φορά.

Κλείνοντας την παρένθεση και για να εστιάσω στο συγκεκριμένο, τα πρώτα πράγματα που εντοπίζω διαβάζοντας, είναι η ωραία ροή της ιστόρησης και οι σχεδόν σιωπηλοί, λιγομίλητοι ήρωες, που θα αποφύγουν κάθε πλεονάζουσα λέξη, κάθε περιττολογία ή ανάπτυξη θέματος πέρα από το σημείο εστίασης, προβάλλοντας έτσι μια εσωτερικότητα παρά εξωτερίκευση των συναισθημάτων· και των όποιων σκέψεων, φυσικά. Όλα αυτά που δεν γίνονται διάλογοι ή αναλυτικές εξηγήσεις ενσωματώνονται από τον συγγραφέα στο κείμενό του και φιλτράρονται/εξάγονται συμπερασματικά από τον αναγνώστη.

Ένα παρόμοιο «σχήμα» ισχύει και για τη δράση. Η στατικότητα χαρακτηρίζει το πόνημα στο μεγαλύτερο μέρος του. Αίσθηση στην οποία συμβάλουν και οι περιγραφές στιγμή-τη-στιγμή.[1] Υπερεξηγούνται άπαντα αλλά σε μια βραδύνουσα διάσταση, σε σχέση με τον χρόνο, μέσω της οποίας σου επιτρέπει να «δεις» και την παραμικρή κίνηση, ματιά, λεπτομέρεια... Αν και υπάρχει πλοκή και μάλιστα άκρως ενδιαφέρουσα, ο Χαριάτης δεν ποντάρει εκεί (κατά τη γνώμη της γράφουσας δεν υπάρχει λόγος να ποντάρει και εκεί, εφόσον η υπόθεση είναι από μόνη της ενδιαφέρουσα, κι έτσι επιτρέπει στο κοινωνικό ψυχόδραμα μεγαλύτερη έκταση, σκιαγραφεί αρτιότερα τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και κάνει το σύνολο πιο συλλογιστικό).

Επιχειρεί ένα διακριτικό χιούμορ, πολύ διακριτικό ωστόσο, στα σημεία. Κάτι σαν έξτρα καρύκευμα που το διαχειρίζεται με εξαιρετική φειδώ προκειμένου να μη διαταράξει το δραματικό υπόβαθρο. Όμως όλο αυτό, στο σύνολο, είναι άκρως αξιόλογο και εθιστικό. Δεν θέλεις απλά να μάθεις την κατάληξη της ιστορίας κι αν θα σωθεί τελικά ο ήρωας, αλλά να απολαύσεις την ανάγνωση ενός βιβλίου που καταφέρνει να σε συναρπάζει.

Στην υπόθεση, ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Υάκινθος Πορδαφήκας. Ένας μεσήλικας που ζει μόνος, δεν έχει οικογένεια, δεν κάνει φίλους, δεν έχει κοινωνική ζωή ούτε χόμπι. Απομονωμένος, μονόχνοτος, στωικός απέναντι στα υπαρξιακά του ζητήματα, βιώνει τη ρουτίνα μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, που δεν του προσφέρει εντάσεις, εκπλήξεις ή ποικιλίες. Ο πατέρας του, που τον εγκατέλειψε πολύ γρήγορα σε μικρή ηλικία, αποτελεί το μεγάλο του ερωτηματικό, το άλυτο της ζωής του και τελικά, το ανυπέρβλητο θέμα του εαυτού του. Οι απαντήσεις που δεν έλαβε ποτέ συντηρούν την τυραννία του ενώ ο ίδιος έχει χάσει πια τον αυθορμητισμό και το πάθος της νιότης αν και δεν έχει ολοκληρώσει τον βίο του, βρίσκεται στο μέσο, οπότε έχει ακόμα τη φλόγα μέσα του.
Μια χρυσή μετριότητα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.

Ένας από τους πολλούς, σαν ένα από τα ασπρόμαυρα ανθρωπάκια του Γαΐτη μέσα στο ανώνυμο πλήθος.
Σε αυτή τη χρονική στιγμή, μέσα σε από το πλαίσιο, ξεκινά η «περιπέτειά» του, όταν επιστολές χωρίς γραμματόσημο έρχονται στην οικία του και τον προκαλούν να «κολυμπήσει» για να βρει το παρελθόν του, να συμπληρώσει τα κομμάτια της μνήμης, να δεχτεί επιτέλους τη γνώση για ό,τι τον πονά. Φυσικά, για να φτάσει στο τέρμα πρέπει να λύσει τον γρίφο της απουσίας του πατέρα (τι να του συνέβει; γιατί έφυγε; γιατί δεν ξανάρθε; πού πήγε; τι απέγινε;), κι έτσι να επαναπροσδιορίσει, να επανεκκινήσει και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο απομονωμένος, μονόχνοτος τύπος, που δεν έχει στάλα αυθορμητισμού ή πάθους, που ακολουθεί μια καθημερινότητα που δεν του προσφέρει καμία έκπληξη ή ποικιλία, καλείται να ζήσει την περιπέτεια, να βγει από το καβούκι του, να αποτινάξει τη σκιά που συντηρεί την τυραννία του, να βρει τις απαντήσεις του. Έλα όμως που είναι ένας από τους πολλούς είναι ο Υάκινθος, τίποτα το ξεχωριστό, μια χρυσή μετριότητα. Και κοιτάξτε τώρα την αντίστιξη του Άγγελου Χαριάτη: όλοι οι άλλοι χαρακτήρες έχουν μια σκοτεινιά γύρω τους, με την έννοια ενός νέφους που καλύπτει πτυχές τους, έχουν αθέατα σημεία, κάπως υπόγειοι, αντισυμβατικοί (αν ο συμβατικός αφορά τον μέσο Νεοέλληνα αστό), έχουν μυστικά, ιδιαιτερότητες… ξεχωρίζουν από τη μάζα –όχι απαραίτητα με θετικό πρόσημο, όμως ξεχωρίζουν. Ο μικρός, θνητός, ασήμαντος, ευαίσθητος Υάκινθος, χωρίς καμία πρόθεση ηρωισμού, με την νεορεαλιστική «αύρα» του, ένας από τα ολόιδια ανθρωπάκια του Γαΐτη καλείται να αντιμετωπίσει όλα τα μαύρα πρόβατα, τους ξεχωριστούς, τους έξω-από-το-κουτί.
Ποιος στ' αλήθεια ήταν ο πατέρας του;

Ένας παρόντας της απουσίας. Ένας απόντας της παρουσίας.

Έμοιαζε σαν να συμπλήρωνε τις ψηφίδες του ψηφιδωτού. Μόνο που κανένας δεν ήξερε ποια θα ήταν η τελική του μορφή, αν δηλαδή υπήρχε απτό αποτέλεσμα εικόνας.
Υφολογικά τού αρέσουν τα σχήματα όπου γειτνιάζουν ή επαναλαμβάνονται σε παραπλήσιες θέσεις ίδιες ή ομόριζες λέξεις ή ομοθεματικές (τρεις ή τέσσερις στην παράγραφο) κι όπου το χρησιμοποιεί δικαιώνεται.
Στη δομή της αφήγησης, η κάθε διαδρομή που κάνει ο κεντρικός χαρακτήρας (λόγω του αντίστοιχου γράμματος αλλά η «διαδρομή» έχει και μεταφορικό χαρακτήρα υπό την έννοια ότι πρέπει να φτάσει σε κάποια σημεία, να κατακτήσει κάποιες «κορυφές» και να γνωρίσει κάποια πρόσωπα για να επιτύχει τον στόχο του) μοιάζει με οδύσσεια ή αντιστοιχεί σε έναν άθλο (του) και όλες μαζί οδηγούν στο πολυπόθητο.
Το αστικό τοπίο του μυθιστορήματος και το γενικότερο γκρίζο χρώμα του «σπάει» από το γαλάζιο. Μια απόχρωση που έχει μεγάλη απήχηση σε όλη τη διάρκεια, απαντάται σε πολλές περιγραφές εικόνων και στιγμών για διάφορα πράγματα (υλικά και άυλα). Ο δε Υάκινθος παρουσιάζεται και με μια νεορεαλιστική «αύρα» τριγύρω του, έτσι «μικρός», θνητός και ευαίσθητος καθώς είναι κι αφού δεν υπάρχει καμία πρόθεση ηρωισμού ή εξιδανίκευσής του. Όλοι οι άλλοι χαρακτήρες έχουν μια σκοτεινιά γύρω τους, κρυφές πτυχές κι αθέατα σημεία... κάπως υπόγειοι, αντισυμβατικοί (αν ο συμβατικός αφορά τον μέσο όρο του Νεοέλληνα αστού), κρατούν μυστικά και ξεχωρίζουν από τη μάζα· όχι απαραίτητα με θετικό πρόσημο.
Ο χρόνος άλλωστε δεν είναι πάντοτε ο καθοριστικός παράγοντας στο σχέδιο. Μετράει το αποτέλεσμα.

Ένας δρόμος γαλήνης που περνούσε μέσα από το δάσος της αληθινής μεταμέλειας, της αληθινής συγγνώμης, της συγχώρεσης.

Η σιωπή σε όλα ήταν η κατάλληλη μελωδία.
Η μαεστρία του συγγραφέα με την οποία κεντά την ιστόρηση, ο γλωσσικός του πλούτος και η αριστοτεχνική αφήγηση αφήνουν απόηχο και μετά την ολοκλήρωση. Η σκιά του πατέρα θα μπορούσε να είναι μια νουβέλα αφού είναι εστιασμένη σε έναν (κι αν εξετάσουμε το αφήγημα κατά αυτόν τον τρόπο είναι) αλλά σίγουρα είναι ένα άκρως ατμοσφαιρικό ανάγνωσμα και κάπως θριλερικό στο τέλος, που σηματοδοτεί τη μεγάλη κορύφωση. Ο Άγγελος Χαριάτης ξέρει πώς να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μας, πώς να μορφοποιεί χαρακτήρες και πώς να γράφει μια ιστορία, που εξελίσσεται μέσα σε λίγες ημέρες, που κυλούν αργά και τέρμα ηδονικά.

Μεγάλο, ναι!



[1] Βλ. και Ο κύριος Χι, δεύτερη παράγραφο από το τέλος, όπου σχολιάζω την ημερολογιακή αφήγηση βήμα-το-βήμα, ένα υφολογικό χαρακτηριστικό του συγγραφέα ίσως, που ενδέχεται να βρούμε και σε επόμενα συγγράμματα.