Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Ο πρίγκιπας του Βόρνεο: Το Φάντασμα * Το δέκατο τάγμα * Υπόσχεση * Οι Μαζαράκηδες, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Τα πέντε φαντάσματα * Το αίμα είναι για να χύνεται * Έξι τίτλοι πεζογραφίας των εκδόσεων Ελκυστής * Το χάλκινο νησί: Η δημιουργία των ανθρωποειδών * Labirinto * Επτά τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Για όλα φταις εσύ * Η Κιμ ξέρει και άλλες ιστορίες * Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου * Στιγμές ζωής ** Ποίηση: 62 ποιήματα * Ανατέλλουσα ψυχή * Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια *** Παιδικά: Από τη σοφίτα στα άστρα * Πίστεψέ το... και θα τα καταφέρεις *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas *** Εγκυκλοπαίδεια: Rock Around... Troubadours *** Δοκίμιο: Εν αρχή ην ο λόγος

Άγιος Νεόπλουτος

Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας


Πίνακας Θανάση Μυλωνά

Γιατί ο Πεσσόα με τον Σουάρες δεν έκανε κάτι άλλο από το να υμνεί τη ζωή που δεν γουστάρει, να αφοσιώνεται στη ζωή που απεχθάνεται, να προσκυνά ό,τι του προκαλεί μηδενισμό και να ειρωνεύεται με τέτοια δεξιοτεχνία, για να κρύβει το πραγματικό του πάθος για τη δράση στο κοσμικό, ακριβώς επειδή δεν έχει ούτε την ελάχιστη προσδοκία να αλλάξει κάτι σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα άνευ σημασίας. Είναι τραγικό να ζεις με ύψιστη αξία την ίδια τη ζωή γενικά και να μην την βρίσκεις στην δίκη σου συγκεκριμένη κατάσταση χωροχρονικά. Ο Σουάρες του Πεσσόα αποστραγγίζει έναν βάλτο και οργώνει με τις γραφίδες της σκέψης τη γη του αλλά δεν γνωρίζει τι να φυτέψει και σαρκάζει τον εαυτό του που δεν βγάζει άκρη μ' αυτό και άσκοπα περιφέρεται πάνω στο φρέσκο χώμα, κυλιέται μαζί με τις λάσπες του και γελά, κλαίει, γιατί δεν έχει τι άλλο να κάνει, μέχρι και στην ηλιοθεραπεία το ρίχνει φαντάζοντας πως βρίσκεται στην παραλία και κλείνει τα μάτια για ν' ακούσει τον ήχο του θαλασσινού κυματισμού. Σ' όλα αυτά έρχομαι ως ο ανύπαρκτος Σουάρες, ως αποκολλημένος σιαμαίος, και του απαντώ σε όλη αυτή την απελπισία, αφού έχω εγκαταλείψει την πατρίδα για να κάνω τον βαλτότοπό της δάσος δράσης. Πράγματι, μέσα σ' αυτό τον μικρό αστικό ιστό, στην αγκαλιά του κόλπου του Μιραμπέλου, εκεί που αντί για φοινικόδασος φύτρωσαν τσιμεντόδασα και τα δέντρα από συστατικό του περιβάλλοντος υποβαθμίστηκαν σε είδος διακόσμησης –κυριολεκτικά και μεταφορικά εντός γλάστρας– για να παραπλανούν τους πρόθυμους πολίτες και τουρίστες στην ψευδαίσθηση, με αντίτιμο πάντα κάποιο ποσό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πολλές φορές σε είδος ή δουλοπρέπεια, ανοχή, αποσιώπηση. Εκεί ακριβώς γεννήθηκε και ο σπόρος για τη νέα ζωή, μέσα στον λουσάτο βούρκο, τη λαϊκούρα του αγράμματου νεόπλουτου, τις μπομπαρδισμένες σάρκες με αλκοολούχα παραμυθιάσματα, τα οργιώδη ξεσαλώματα που πασσάλωναν την ελευθερία για να γευτούν την ψευδαίσθηση της κραιπάλης, μιας και η αυθεντική απαιτεί κότσια ώστε να γίνει μια κατάσταση έκστασης και παιχνίδια με τον σκοτεινό εαυτό μας, τον θανατηφόρο. Σ' αυτή την πόλη με την ελάχιστη παράδοση, την ταπεινή ιστορία, αποσιώπηση των στιγμάτων της λέπρας (πριν γίνουν εμπορεύσιμα και κερδοφόρα, διότι κατόπιν, χάρη στην τέχνη και την τουριστική προβολή, τα στόματα άνοιξαν να λαλούν τ' αλάλητα προς επίρρωση της αποδοτικής κερδοσκοπίας) και των φονικών (τόπος εξορίας φονιάδων ήταν), μάθανε όλοι οι άνθρωποι κυριολεκτικά να ζουν μαζί, να μιλιούνται όλες οι γλώσσες του κόσμου σαν να ρέουν ρεύματα από διαφορετικές θάλασσες, όλες οι μουσικές παίζονταν σε μια διαρκή αναζήτηση της αρμονίας στο χαβαλεδιάρικο άπειρο –όμως άπειρο– και όλες οι γεύσεις και τ' αρώματα φαγητών και κορμιών συνέθεταν μια πανδαισία που έδειχνε πως οι κοινωνίες δεν έχουν όρια και πως οι άνθρωποι μπορούν να συνευρίσκονται όλοι μαζί σαν να είναι ένα. Επιπλέον, το εύκολο χρήμα έδινε στους ρομαντικούς τη δυνατότητα ν' ασχοληθούν με το ψώνιο τους συστηματικά, κάτι που έφερε τον σπόρο της ζωντάνιας στον καθημερινό βίο και παρότι προξενούσε πολλές αυταπάτες εντούτοις έδινε τη δυνατότητα μιας άλλης οπτικής στην πραγματικότητα ώστε να διατηρούν τουλάχιστον μια ιδιαιτερότητα. Βέβαια, κινδύνευαν να καταντήσουν γραφικοί, αργόσχολοι και αιθεροβάμονες αλλά διατηρούσαν μια εσωτερική αυτονομία και αυτογνωσία. Γιατί αν η μόνη κατάκτηση που έχει νόημα είναι εκείνη του εαυτού μας, οφείλεται στο γεγονός πως με την απόκτηση της εσωτερικής γνώσης μάς κατακτά ο εαυτός μας με την απειροσύνη του και την πρωτοτυπία, ώστε στη φάση της ταύτισης με αυτόν να νιώθουμε το αίσθημα της κατάκτησης ως μια ευτυχή πληρότητα που οδηγεί στην συμπαντική αρμονία.

Ποιανού είναι το παιδί που πέταξε, αναρωτιόμουν τόσο έντονα και βυθιζόμουνα στον λήθαργο του αλκοόλ, για να μην τινάξω τα μυαλά, να μην σπάσω τα μούτρα αυτού που θα βρισκόταν μπρος στην έκρηξη της απελπισίας, να μην κατεδαφίσω μια τζαμαρία ή ανατινάξω ολόκληρη συνοικία με μασούρια δυναμίτη. Όταν μέσα της τελείωνα, ένιωθα πως έσταζε το σύμπαν, πως το σπέρμα μου ήταν το απόσταγμα όλου του καθολικού, είναι πέρα και μέσα στον χρόνο. Ναι, ήμουν τρελός για αυτήν, είχα την εντύπωση πως ξοδεύονταν στα λιγούρια τα γεροντοπαλίκαρα, μόνο και μόνο από φόβο να σταθεί δίπλα σε έναν συνομήλικό της. Νόμιζε πως με άλλαζε αλλά το μόνο που έκανε ήταν να μου κάνει πατητή στα θολά νερά της ματαιοδοξία της. Γιατί, αν μη τι άλλο εκείνη ήταν που από αναρχογκόμενα με τζινάκια και λευκά πουκαμισάκια στολισμένα από γιακαδάκια –μυτερά παρακαλώ– και τρίφυλλο στο χέρι μεταμορφώθηκε στο τσακ μπαμ σε σύζυγο, μητέρα, καθηγήτρια και ξενέρωτη. Από τα ουίσκια στις πάνες και από την τζαζ ροκ στα μωρουδίστικα, ένα χασισοτσίγαρο δρόμος σε μια ακρογιαλιά για πήδημα μέσα στο κατακαλόκαιρο. Το πιο ενδιαφέρον είναι πως ο καθηγητάκος και κοινός μας διδάσκων, που έστειλε την αγγελιοφόρο για να της κάνει το μπίρι μπίρι πως ντε και καλά ήταν ξετρελαμένος και την γούσταρε, γνωρίζοντας πως είχε χωρίσει και ήταν μαζί μου, έπαιξε τα χαρτιά της εξουσίας της πανεπιστημιακής έδρας του και την θώπευσε ώστε να πνίγομαι στο κλάμα, να τρώω κατσαρίδες, εφιάλτες στον ύπνο μου και να του ρίξω μια τέτοια άγρια μάτια που έκλασε μέντες μαζί με τον συμφοιτητάκο που έγλειψε κι αυτός τα κοκαλάκια του θηλυκού ζυγουριού. Αλλά βέβαια οι δικές τους κάψες είχαν τον ρυθμιστή του ακαδημαϊκού καθωσπρεπισμού και υποκρισίας. Η δίκη μου με στέλνει και ρίχνει στα σκοτάδια της υγρασίας των καταραμένων αναμνήσεων, εκεί που η μνήμη συνθέτει τη γεύση των υγρών χυμών μια καρμικής συνάντησης και κρατάει αρώματα και γεύσεις πάνω από είκοσι χρόνια. Έτσι λοιπόν άρχισα να γράφω σε χαρτάκια, πακέτα και χαρτοπετσέτες τα κουτσά λόγια που έβγαιναν με τις αναθυμιάσεις του ηφαιστείου μου γυρνώντας από μπαρ σε ταβέρνα και καφετέρια της μικρής μας πόλης με βλοσυρό βλέμμα και με βιβλίο ποιημάτων στη μασχάλη, πάντα κάποιου καταραμένου λογοτέχνη. Η ζύμωση της αυτοακύρωσής μου ξεκίνησε στην παραθαλάσσια μικρή γραφική πολιτεία και όχι η αναγέννησή μου, που δήθεν κόμπαζε η κυρία μετά των ακαδημαϊκών κουραμπιέδων. Η ρομαντική μου ροπή να εφαρμόσω όσα έμαθα στις σπουδές μου στο εστιατόριο που ανέλαβα, ήταν η αντίφαση της πρώτης επιτάχυνσης· η ένταξή μου στο ΚΚΕ έδωσε την ώθηση προς τη δεύτερη φάση της επαγγελματικής αποτυχίας μου ενώ η κρίση χρέους μού χτύπησε το καμπανάκι για την μεγάλη απόδραση, πριν βιώσω μεταφορικό ή κυριολεκτικό θάνατο. Όχι πως στην Γερμανία την γλίτωσα, αλλά τουλάχιστον είχα τα απαραίτητα μέσα για να ορθοποδήσω. Και τι ειρωνεία; Τι τρελό παιχνίδι της μοίρας; Το έτος που εγώ χαροπάλευα με την αυτοκτονική μου τάση, ο καθηγητάκος μας τα κακάρωσε. Λες και μονομαχούσαμε ακόμη και εξ αποστάσεως και με πλήρη άγνοια για το τι συμβαίνει στον καθένα μας με τα φαντάσματά μας.

Μια κούρσα στις λάμες των τραγουδιών και μια διαρκή φυγή· δεν θα γυρίσω, δεν θα επιστρέψω αν δεν μου επιστραφεί η ζωή που μου έκλεψαν. Όλοι κάτι μου σούφρωναν. Ώσπου γυμνός και χρεωμένος σύρθηκα στα σύνορα του θανάτου και μου σφύριξε ο χάρος γύρνα πίσω για να έρθεις ξανά σε μένα φορτωμένος. Όχι, θα είμαι ένας μόνιμος μετανάστης μέχρι να φτιάξω ό,τι μέσα μου πήγατε να πνίξετε και την γλίτωσε στο τσαφ και έκτοτε έχει βαλθεί να κάνει τον χρόνο ακίνητο και τον χώρο μια θάλασσα με πανιά τη φαντασία και σκαρί τη διαίσθηση. Μια βαθιά γαλήνη σε θάλασσα λάδι, να επιπλέουν οι αναμνήσεις και στοχαστικά να τις παρατηρώ, όπως ένα απλό κύμα που έρχεται και φεύγει. Και ξαναέρχεται όμοια κι αλλιώς. Ο αφρός, οι φωνές εκείνες που μιλάγαμε τότε και τα σώματα μια ανάσα του ανέμου. Φυσάνε οι σκέψεις, τα μηνύματα από τα βάθη, δίχως χρώμα, άλλο μαυρίλα κι άλλο σκοτεινιά. Πέρασα από τα δίχτυα της πρώτης στον λαβύρινθο της δεύτερης και πια είμαι ελεύθερος και δικαιωμένος γιατί μπορώ να υπάρχω, ενώ πριν ήμουν πρώτα μια αστοχία και μετά το φάντασμά της. Τα πλήθη διασχίζουν τις φλέβες μου και ο ιδρώτας τους το αίμα μου, μια υγρή υπόσταση να με διακατέχει σαν τα φώτα των ασυνείδητων να έχουν αναδυθεί από τις κρυψώνες τους και η ισχνή λάμψη τους σχηματίζει το φως των αστεριών. Μάτια παντού και κόρες πολύχρωμες περιφέρονται στα όνειρα της ανθρωπότητας για το μυστικό που ποτέ δεν ανακαλύπτεται αλλά μόνο οι σκιές υπονοούν. Ο Λευτερογιάννης μού ξεκλείδωνε τις πόρτες των φυλαχτών και οι θησαυροί έστελναν τα μηνύματά τους σε σιωπηρές αντανακλάσεις εικόνων κρυμμένων στα στήθια των γενναίων. Αυτός ο γέρος λες και πάσχιζε να εξαγνίσει την σκόνη για να μου την παραδώσει σε κόκκους γνώσης. Αγγελιοφόρος, ο Ερμής των αξιών και του δικαίου, μια υποδόρια υποψία του απόλυτου στα άπειρα εναλλακτικά σώματα που ακόμη δεν είχαν ολοκληρωθεί και πάσχιζαν να διαμορφωθούν στο αλλοτριωμένο κορμί ενός αποπροσανατολισμού. Αυτός ο γέρος μ' έσωσε όταν δεν έβλεπα, εκεί που κατέβαινα τυφλός τα χαλάσματα ενός αδιεξόδου και λίγο πριν γκρεμοτσακιστώ, η μικροσκοπική θωριά του με σήκωσε στην πλάτη, εξαντλημένος να σέρνομαι γύρω από σωρό σπασμένων αισθήσεων και αναπολήσεών τους, με πήρε από το χέρι και μου διηγήθηκε την ιστορία με την ευγένεια του μύστη και την καρδιά του πολεμιστή. Ο Μποτώρης λες και ήταν η κρυφή πηγή της αληθινής ιστορίας του τόπου. Όλη η οικογένεια κομμουνιστές, ελασίτες. Μια σπιθαμή άνθρωπος που σήκωνε τη γη των ιδεών στους ώμους του. Μίλησε μόνο σε μένα για πράγματα που δεν είχε ξεστομίσει ούτε στον αγαπημένο του ανιψιό. Η ανατριχίλα που μου προκάλεσε δεν έφυγε ποτέ, γιατί αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είχε πεθάνει άπειρες φορές, μα διάβηκε το παρθένο δάσος των κινδύνων με τρόπο όπως μια μελωδία των ξωτικών της φύσης. Μια διαρκή αγωνιστική έκσταση. Ιαχή της αλήθειας και της δικαιοσύνης με διαπασών τον βηματισμό στα όρια. Σαν να ακροπατούσε ο κατής στις στέγες των αρχοντικών και να τους πετούσε προκηρύξεις πάνω στο κρεβάτι ενώ κοιμόντουσαν. Ένας δαίμονας με ηθική που ήξερε να αρνείται εντολές του κόμματος αφού η ανθρωπιά του είχε ανάστημα ανώτερο από τα κομματικά όργανα. Έτσι και δεν εκτέλεσε τον αρχειομαρξιστή στον λόφο του Στρέφη. Δεν μου είχε κάνει τίποτα αυτός, τι μου έφταιγε, δεν μπορούσα να σηκώσω το όπλο, μου είπε. Και μιλάμε για τον άνθρωπο που έμπαινε στα κτήρια των ταγματασφαλιτών και πυροβολούσε στο ψαχνό, έπαιρνε το κάρο φορτωμένο με τουφέκια και διάσχιζε την Αθήνα. Ούτε τα πυρά του βρετανικού αεροπλάνου τον πέτυχαν όταν του επιτέθηκε ενώ μετέφερε αναγκαστικά Γερμανούς. Όταν διάβασε ο γιος της αδελφής του ότι ήταν μέλος της ΟΠΛΑ σάστισε. Δεν το πίστευε. Μου ζήτησε τις ηχογραφημένες κασέτες. Δεν έδωσα σε κανέναν και φυσικά ούτε σ' αυτόν, το πρωτότυπο υλικό. Μου είχαν διηγηθεί πράγματα που ήταν στην σφαίρα του ιδιωτικού ή των οικογενειακών ή των σογιών, διαφορές οι οποίες περιέπλεκαν αντί να διαφωτίζουν τις καταστάσεις. Σε τελική δεν υπήρχε λόγος αναμόχλευσης και πιθανής αναζωπύρωσης παλαιών εχθρών και συγκρούσεων σε τοπικό επίπεδο, που θα βάραινε τις επόμενες γενεές. Ελλόχευε ο κίνδυνος λανθάνουσας ή κυριολεκτικής βεντέτας. Ναι, πράγματι οι πολιτικές διάφορες ξεκινούσαν από τις οικογενειακές, όπως και ότι πολλοί βενιζελικοί διχάστηκαν στην Κρήτη, αρκετοί συντάχθηκαν με το ΕΑΜ-Ε.Λ.Α.Σ. και κάποιοι άλλοι με την ΕΟΚ και, πράγματι, μαζί έδρασαν και οι δυο οργανώσεις σε κάποιες περιπτώσεις και κουμπαριά υπήρχε μεταξύ τους αλλά οι Βρετανοί με τίποτα δεν θα εγκατέλειπαν την Κρήτη, άλλωστε κάπως έτσι σκότωσαν τον Ρώσο και κάπως έτσι εξόρισαν τους κομμουνιστές καπεταναίους μετά τα Δεκεμβριανά και όταν ξεκίνησε ο Εμφύλιος η εντολή ήταν ξεκάθαρη: αφανισμός τους. Έτσι υποχρεώθηκε να παραδοθεί ο Ρουκούνης· ο Μπαντουβάς μήνυσε το χωριό καίγεται αν δεν παραδοθεί ο καπετάνιος. Και ήταν και σύντεκνοι. Μάταια τον έψαχνε η γυναίκα του αργότερα, μάταια ζητούσε το κουφάρι του, μάταια όλα; Μάταιος ο αγώνας για τη λευτεριά της πατρίδας; Αυτή ήταν η πληρωμή της στην αντίστασή του. Και οι τόκοι, η δολοφονία του γιου του από το χουντικό παρακράτος. Το παρακλάδι που δολοφόνησε και τον Λαμπράκη. Κι ενώ είχε προηγηθεί ο βασανισμός και η δολοφονία του αδελφού του καπετάνιου από πρωτοπαλίκαρο του Μπαντουβά, ο οποίος με τέσσερα παιδιά δεν ήταν αναμειγμένος ούτε καν στην αντίσταση, κι όμως... Όποιος παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Χρυσή Αυγή και στα ακροδεξιά κόμματα του κοινοβουλίου καταλαβαίνει πως το νήμα ξεκινάει από τον Εμφύλιο. Τα πολιτικά τζάκια, οι βασιλικοί και οι μεγαλοεπιχειρηματίες/μαυραγορίτες/δοσίλογοι επέβαλαν έναν ιδιότυπο μειοδοτικό εθνικισμό σαν θηλιά στην λαϊκή βούληση. Γιατί το ΕΑΜ-Ε.Λ.Α.Σ. ήταν έκφραση αυτής και ελλόχευε ο κίνδυνος της αυτόβουλης δράσης, του αυτοπροσδιορισμού του λαού, της εδραίωσης της λαϊκής εξουσίας, δεν γινόταν η ελληνική πειρατική παρασιτική αστική τάξη να παραμερίσει τα φεουδαρχικά της προνόμια. Ακριβώς επειδή η αριστοκρατία στην Ελλάδα ήταν εξ αρχής ανθελληνική –είχε από την μια την φαναριώτικη βυζαντινοθωμανική χριστιανική οικουμενικότητα και από την άλλη την βαυαρική ή δανέζικη υπεροψία της γαλαζοαίματης παντοκρατορίας– αντιμετώπιζε την Ελλάδα σαν χωριό παρακατιανών και άξεστων που μόνο οι υπάκουοι καπεταναίοι, θάλασσας και ξηράς, καλά το κάνουν με τη δύναμη των όπλων και την άσκηση της ρουφηχτικής φορολογίας. Η πλέμπα οφείλει να πληρώνει τους εισπράκτορες. Πράγματι, ο κοινοτισμός στην Ελλάδα είχε μια ιδιαίτερη σημασία ως κύτταρο αυτο-οργάνωσης, αμεσο-δημοκρατίας και αυτο-έκφρασης του λαού, αλλά όσο κι αν η εκκλησία με τα μοναστήρια της κατείχε τεράστιες εκτάσεις, που καλλιεργούνταν συλλογικά σε πολλές περιπτώσεις, οι προεστοί είχαν το πάνω χέρι είτε με τη δεκάτη, που στην πράξη γινόταν πενήντα τοις εκατό στην τουρκοκρατία, είτε με τον έλεγχο της διοίκησης και το πελατειακό δίκτυο των κομμάτων επί ελληνικού κράτους. Το ΕΑΜ ουσιαστικά ριζοσπαστικοποιεί τον θεσμό της κοινότητας ως αυθεντικό πλαίσιο της λαϊκής βούλησης. Κοντά στις ιδεές του Ρουσσώ, δηλαδή. Στην περίπτωση δε του χωριού του Κρούστα, το οποίο ήταν στην συντριπτική του πλειονότητα βενιζελικό, με τοπικό βουλευτή τον Ρούσσο Κούνδουρο και με την οργανωτική ικανότητα του Ρουκούνη γρήγορα μετεξελίχθηκε σε προπύργιο του ΕΑΜ-Ε.Λ.Α.Σ. Άλλωστε είχαν την άνεση του βουνού και εύκολα την έκαναν για να οργανωθούν στην αντίσταση και το κυριότερο μπορούσαν να κρύβουν τρόφιμα, όπλα, πολεμοφόδια κι ανθρώπους σε σπηλιές και χαράδρες κι έτσι στήριζαν πολυδιάστατα τους αντάρτες, όπως το μετόχι της οικογένειας του ίδιου του Λευτερογιάννη στο οποίο περιθάλπηκαν ακόμη και οι Μπαντουβάδες της ΕΟΚ, ο αρχηγός των οποίων μετά την απελευθέρωση το κατέστρεψε ως λημέρι κομμουνιστών. Ο Κρούστας εξέφραζε την ριζοσπαστικοποίηση του ελληνικού λαού και τον μετασχηματισμό ενός τοπικού οικισμού σε αυτοδύναμη, αυτόφωτη, αυτεξούσια λαϊκή κοινότητα. Οι προεστοί στην μπάντα, οι αρχές της αυτοδιοίκησης και της αλληλεγγύης ήταν τα θεμέλια της συλλογικής δράσης.

Να ζούσα εκείνη την εποχή και να ήμουνα ο Σήφης. Μεθοδικά και ξεκάθαρα να αγωνίζομαι για τη ζωή, την αξία που της δίνει νόημα για να τουμπάρω τον θάνατο. Να βρίσκω πάντα ένα αποτελεσματικό βήμα για την εκπλήρωση του μεγάλου οράματος και να συναναστρέφομαι με τα όνειρα και τις ελπίδες ώστε η απελπισία μου να μεταμορφώνεται σε στωικότητα. Κριτσά, Άγιο Νικόλαο, τις πρωτοπόρες κι άγνωστες ιδέες, μέσω των πρώτων νεολαιίστικων οργανώσεων, η έκσταση των ελαχίστων μελών τους, τα όνειρα των τολμηρών ανατροπών και οι μεταξικοί να επιβάλλουν βίαια τη βουβαμάρα. Και ξανά νέα προσπάθεια με το ΕΑΜ, το βιβλίο του Γληνού σ' ένα ντενεκέ λάδι, δεν κράτησε η αδιάβροχη συσκευασία του, τα φύλλα του εαμικού σκοπού λιάζονται και στεγνώνουν, χτυπά την πόρτα της αυλής ένας Ιταλός και θέλει δωμάτιο, τα φύλλα του Γληνού αγέρωχα κυματίζουν τις σκέψεις τους στα μυαλά των ηττημένων, δεν υπάρχει χώρος αξιωματικέ, η οικογένεια έχει πολλά παιδιά και γριές γυναίκες, δεν χρειάζεται να δεις το σπίτι, άντε πήγαινε στο καλό πριν σ' εκτελέσουν τα φύλλα με την μελάνη των απόηχων της ελευθερίας. Ο θάνατος διπλώνεται στα δύο, αύριο θα σωθούν οι Ρώσοι και μεθαύριο η Εβραιοπούλα. Ο Σήφης ψάχνει τόπο να την κρύψει, στο σπίτι του Σιγανογιάννη, έχει κόρες πολλές για παρέα η κοπέλια, πολλά δωμάτια για κρυψώνες και περνά ζωή χαρισάμενη, τι ψέμα, ο χάρος σέρνεται παντού με οπλοπολυβόλα, μπλόκο και έλεγχο οι Γερμανοί, φυγαδεύεται η κοπέλα, δεν μπορεί να ξαναπάει εκεί, το επόμενο καταφύγιο απέναντι από την κομμαντατούρα, μια φορά την εβδομάδα ο Σήφης προμήθειες στο ίδιο, στα σκοτεινά, στα μουλωχτά, την νύχτα το μαγείρεμα και μόνη απασχόληση το ράψιμο κι αυτό διαόλου δάχτυλος και μολύνεται το δάχτυλο από τρύπημα καρφίτσας. Ο χάρος ντυμένος στα γυναικεία δραπετεύει κι ανεβαίνει στο βουνό την κοπέλα να κρύψει στο λημέρι των ανταρτών. Παντρεύτηκε μετά την απελευθέρωση ένα δικηγόρο Μαμαλάκη. Το υφάδι ξεκινά αυτήν τη φορά από την Γαύδο, ο Πορφυρογέννης δραπέτευσε, με τα απαλά χέρια της γυναίκας του ανοίγει μονοπάτι και με το βλέμμα της το ποτίζει διαφυγή, έτσι θα συναντήσει τον Ρούσσο Κούνδουρο για να πεισθεί ο τελευταίος για τα δίκαια του ΕΑΜ και από το οροπέδιο του Λασιθίου στην Κριτσά, ο Σήφης δρα για τη φροντίδα και προστασία τους. Κι όλη η οργάνωση τρέχει για τον ασύρματο, Καπετανάκης, Τζανόπουλος, τα νέα των μετώπων μπας και απλώσει λιγουλάκι το μέτωπο στον ορίζοντα της νίκης κι αυτή η παναθεματισμένη κεραία να μην πιάνει πια, μια ψηλά σε χαρουπιά, την άλλη σε μια ξέρα νησάκι στα παραλία, να πιάσει σήμα το ραδιόφωνο ασύρματος, να ετοιμαστεί το δελτίο ενημέρωσης και κάθε μέρα δρομολόγια, την μια στον Άγιο και την άλλη στην Κριτσά, με το ραδιόφωνο κρυμμένο να το κουβαλά ο Σήφης. Δεν τελειώνουν οι έγνοιες του, πολύγραφο ανεβάσανε από την Κριτσά στον Κρούστα και ίδρυση προμηθευτικού, καταναλωτικού συνεταιρισμού επαγγελματιών Κριτσάς για την εξασφάλιση των αναγκαίων των φτωχών κι εξαθλιωμένων, φύτρωσε ο εμπορικός σύλλογος, μα δεν αρκεί την πείνα να ημερέψει, συλλαλητήριο στην Νομαρχία και τον Ερυθρό Σταυρό με την απελευθέρωση, ο Ρουκούνης βράζει πατάτες για να κοροϊδέψουν την μπάκα τους· πάντως τα αιτήματα αναγνωρίστηκαν και κατέφτασαν 800 μερίδες από το Ηράκλειο.

Τώρα πια ξέρω πως πριν δεν μπορούσα να αμφισβητήσω τον εαυτό μου, τη ζωή του και την ύπαρξή μου με τον τρόπο του Πεσσόα, γιατί μου προκαλούσε βαθιά θλίψη. Θα διαπίστωνα με πανικό πως έχουν πολλές χαραμάδες τα στεγανά μου και μπάζουν από παντού το χάος ενός ανύπαρκτου διαστήματος. Σήμερα όμως δεν φοβάμαι γιατί τόσο οι γέροι της αντίστασης όσο και ο Μανιάς, ο πιλότος, με έπεισαν ποια είναι η κατεύθυνση για να αντιμετωπίσω την αυτοαμφισβήτησή μου και να πλάσω τον εαυτό μου έτσι ώστε να μπορώ μέσα από την αοριστία της μηδαμινότητάς μου να αντλώ τη δύναμη για να επιβεβαιώνω την παρουσία μου στη γη με τη ζωή που της δόθηκε. Ο Μιχάλης, με το παράδειγμά του, μ' έπεισε πως δεν έχουμε περιθώρια αναχωρητισμού από τα εγκόσμια, μήτε λογοτεχνική διαφυγή στο απροσδιόριστο ώστε να περνάμε απαρατήρητοι σαν φιγουράτες σκιές, γιατί πολύ απλά δεν μας αφήνουν οι άλλοι. Ο Πεσσόα, όσο κι αν παλεύει να βρεθεί στο αντισύμπαν του σύμπαντός μας, απλά μοιάζει σαν ένας κορμός δέντρου δίχως φύλλα που ξεραίνεται αργά και βασανιστικά, ενώ τα στοιχεία της φύσης σαν γλύπτες το μεταμορφώνουν σ' ένα μνημείο φυσικής αισθητικής υψηλού κάλλους. Ο αεροπόρος δεν ήταν κομμουνιστής ούτε καν υποστηρικτής του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλισμού, ήταν παραδοσιακός βενιζελικός μιας και ο παππούς του, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε κρύψει τον Βενιζέλο μετά την επανάσταση της Θερίσου, αφού η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν σφακιανή και είχε εκτοπιστεί ο ιδρυτής της στο Καλό Χωριό του Μεραμπέλου για τον κλασικά γνωστό λόγο, φονικό τιμής. Όπως και του Γιάννη, θιασώτη του Πεσσόα, ο πρόγονος. Και αυτό γιατί τα παράλια του κόλπου του Μεραμπέλου ήταν σχετικά αεροκατοικημένα, με περιορισμένη γόνιμη γη, έστω κι αν είχαν κίτρα, ενώ τα κεφαλοχώρια βρίσκονταν στα ορεινά όπου το έδαφος ήταν πρόσφορο στις αγροτικές καλλιέργειες και ταυτόχρονα ανθούσε η κτηνοτροφία. Το κυριότερο, οι ορεινοί όγκοι της Κρήτης, γενικά, πρόσφεραν κατάλληλες τοποθεσίες προστασίας από τις εισβολές και ευνοούσαν τη βιωσιμότητα των παραδοσιακών οικισμών. Ο Μιχάλης, την περίοδο της Χούντας, τα βρήκε ζόρικα γιατί δεν λούφαξε ούτε υποκλίθηκε όπως πολλοί κεντρώοι κι ενώ παρέμενε στο στράτευμα, ως πιλότος της πολεμικής αεροπορίας στις αερομεταφορές, ήταν υπό δυσμένεια. Διαρκώς μεταθέσεις ως μέσο πίεσης για να αναγνωρίσει το καθεστώς των συνταγματαρχών, αλλά αυτός δεν έκανε πίσω. Όταν, λοιπόν, τον κάλεσαν στην σχολή πολέμου πήρε την μεγάλη απόφαση της απόδρασης γιατί γνώριζε πολύ καλά πως η πρόσκληση αυτή σήμαινε υποταγή ή θάνατος. Έπρεπε να μην πάει και δεν πήγε, καβαλίκεψε το αεροπλάνο του, προσποιήθηκε πως κατευθύνεται από Κρήτη προς Αθήνα κι έστριψε για Ρόδο, κι όταν τον πήρα χαμπάρι ήδη περνούσε τα ελληνοτουρκικά σύνορα και, παρά την εντολή για κατάρριψή του από την νατοϊκή διοίκηση, πετώντας χαμηλά για την αποφυγή των ραντάρ διέσχισε όλη την Τουρκία και την Μαύρη Θάλασσα κι έξω από την Κριμαία τον υποδέχτηκαν τα σοβιετικά αεροπλάνα, όπου τον συνόδεψαν και του παραχώρησαν οι Σοβιετικοί άσυλο. Δεν πήγε προς Ιταλία γιατί φοβήθηκε πως θα τον υποπτεύονταν και θα τον κατάρριπταν πριν φτάσει εκεί. Ποιος να υπολόγιζε ότι θα πέρναγε από την αιθέρια αγκαλιά του διαχρονικού και μισητού εχθρού για να καταλήξει στους κομμουνιστές; Δικό του το ρίσκο, αλλά ο αιφνιδιασμός αποτελεσματικός. Έπιασε όλο τον μηχανισμό της συμμαχίας στον ύπνο· δεν συζητάμε για το ελληνικό τμήμα του, φάνηκε στην Κύπρο άλλωστε πόσο αναποτελεσματικό όφειλε να είναι. Παρότι έζησε στην Τασκένδη κάποια χρόνια και του πρόσφεραν διάφορες επιλογές εκείνος επέμενε πως με την πτώση της δικτατορίας επιθυμούσε διακαώς να επιστρέψει στην Ελλάδα. Παρέμενε πιστός δημοκράτης και όταν επαναπατρίστηκε εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ. Στην Μεταπολίτευση διετέλεσε πολλά χρόνια κοινοτάρχης του χωριού του, αλλά όταν πήρε χαμπάρι τη μούφα της σοσιαλδημοκρατίας δεν δίστασε να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα. Ήταν αυτός που με την στάση του ενίσχυσε την δίκη μου, γιατί κι εγώ υποτίθεται από βενιζελική οικογένεια καταγόμουν αλλά με συμπάθεια στον Μητσοτάκη και με απέχθεια στον Παπανδρέου – ο πατέρας μου τον χαρακτήριζε μάλιστα τον τελευταίο παπατζή. Παρεμπιπτόντως, ο γονέας μου ήταν αυτός που έκανε δουλειές με τον Παττακό, τον εκθείαζε μέχρι που του τα έχωσα γερά στην εφηβεία μου και γίναμε μαλλιά κουβάρια· ήταν η πρώτη κίνηση απεξάρτησης από τον οικογενειακό προσανατολισμό επιβιωτικού συμφεροντολογισμού. Ο Μανιάς, λοιπόν, μου επιβεβαίωνε την άποψή μου πως η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού έδινε νέα ώθηση και δυναμική στον κομμουνισμό και προσέλκυε ανθρώπους που ενώ αντιμετώπιζαν κριτικά την Σοβιετική Ένωση και τον σταλινισμό, διέβλεπαν στην κομμουνιστική ιδεολογία τη διέξοδο προς μια νέα πολιτική θεωρία για την αναζήτηση της ελευθερίας. Αυτός ο άνθρωπος, υποσυνείδητα, λειτούργησε ως αντιπρότυπο στο πατρικό μου. Είχα μια απτή και ξεκάθαρη εμπειρική σύγκριση να στηριχτώ: και οι δύο βενιζελικοί, με οικογενειακή αντάρτικη παράδοση αλλά στο πλαίσιο του κρητικού ελληνικού εθνικισμού, με μια βασική διαφορά: ο Μιχάλης δεν υπέκυπτε στους εκβιασμούς και στις απειλές, επέλεξε ν' αναπνέει ελεύθερα και διακινδύνευσε για αυτό, ενώ ο Νίκος, ο γονιός μου, σαν αλεπού όλο μ' ελιγμούς, ακολουθώντας την απολίτικη γραμμή. «Όλοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες», η καραμέλα του, έκανε δουλειές με την Χούντα στ' όνομα του τοπικιστικού πνεύματος, για το καλό της Κρήτης άνοιγε δρόμους ως εργολάβος δημοσίων έργων, χωρίς να πλουτίσει, μάλιστα στην Μεταπολίτευση τον χρεοκόπησαν και του πήραν και τα μηχανήματα. Αυτή την στάση του πατέρα μου σιχάθηκα, μου προκαλούσε εμετό όταν με δασκάλευε: «Κοιτά με πώς τους παίζω όλους στα δάκτυλά, δεξιούς, αριστερούς, κεντρώους, όλοι νομίζουν πως τους ψηφίζω, πώς αλλιώς όμως να τους μαζεύω στο μαγαζί για να συντηρήσω την οικογένεια μου;». Ακριβώς αυτή η αδιαφορία προς το κοινό καλό και ο καιροσκοπισμός με τρέλαινε. Γιατί μπρος στα μάτια μου συντελείτο μια πολύ περίεργη αλλαγή, από την απλοϊκή και πρωτότυπη νοοτροπία των αγράμματων Ελλήνων με μια διαρκή καχυποψία προς την κεντρική εξουσία λόγω αυθαιρεσίας των οργάνων της, μ' ένα κοινοτικό παραδοσιακό μοντέλο ζωής, άντληση αξιακού νοήματος και χρήση πρακτικών αλληλεγγύης στο πλαίσιο της κοινής εντόπιας καταγωγής, κατόπιν προέκυπτε η παραμόρφωση σε κακέκτυπα αλά Μποδοσάκη, προσφιλές πρόσωπο πλούσιου της μάνας μου, για να ολοκληρωθεί η μετάλλαξη σε εγωιστικά άτομα δίχως καν μια ολοκληρωμένη φιλελεύθερη θεώρηση, όπως οι περισσότεροι δήθεν έλεγαν ότι υποστήριζαν, και μ' ελαφρύ ζόρισμα πέταγαν το αμίμητο «μια Χούντα μωρέ μας χρειάζεται»! Γιατί ο βενιζελικός φιλελευθερισμός μόνο ταμπέλα επίφαση ήταν στα δίκτυα κεντρικής και τοπικής εξουσίας, και διαρκώς σε πελατειακά πλέγματα μικροσυμφερόντων στηριζόταν δίχως να ισχύει κάποιο κριτήριο αξιοκρατίας και αυτονομίας. Κι αναρωτιόμουν ήδη από έφηβος, παρατηρώντας αυτόν τον κοινωνικό μετασχηματισμό, πώς τα περί ΠΑΣΟΚ ζητήματα δημόσιας και κοινωνικής πολιτικής, εντελώς υποκριτικά και διαστρεβλωμένα, αντιμετωπίζονταν από τους θιασώτες και αντιπάλους του. Γιατί, κακά τα ψέματα, παπανδρεϊκοί και μητσοτακικοί στην ίδια κολυμπήθρα, τη βενιζελική, βαφτίστηκαν. Και μ' εξαίρεση τους αυθεντικούς δημοκράτες πατριώτες που συντάχθηκαν με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο όλοι οι άλλοι, δεξιοί και φιλελεύθεροι με τον βασιλιά, τους βρετανούς και τους πρώην φιλοναζιστές συνεργάστηκαν στενά και δόλια κατά του αυθεντικού λαϊκού αιτήματος, μια λαοκρατία. Γιατί η ελευθερία είχε περιεχόμενο και μορφή στην ελεύθερη Ελλάδα με λαϊκή αυτοδιοίκηση, αυτοοργάνωση, λαϊκά δικαστήρια, κοινοκτημονική διάθεση των αγαθών, εθελοντική εργασία στη μόρφωση, στη διασκέδαση... Άλλωστε οι κυβερνήσεις του ωραίου Κούλη είναι μια συνεργασία μητσοτακικού κυκλώματος με μεταρρυθμιστικό σημιτικό ΠΑΣΟΚ ώστε να περάσουν από τις συμπληγάδες καθεστωτικού εθνικισμού των Παπανδρέου, Καραμανλή και Σαμαρά, που δεν βολεύουν πια στο γρήγορο ξεπούλημα αλλά που συνυπέγραψαν με αίσθημα μειοδοτικής ευθύνης όλα τα μνημόνια. Για τις ψείρες τσακώνονται αλλά το κούρεμα γουλί το κάνουν όλοι μαζί, καλή ώρα όπως στις βουνοκορφές για τα αιολικά πάρκα. Ματζαδούρα, φαγοπότια και η ιδεολογία κουτάλα. Μέχρι και οι Αμερικάνοι φρίκαραν με τη διάθεση των πάκων του Μάρσαλ στην νέα ολιγαρχία των παρασίτων και δωσίλογων στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αλλά το κατάπιαν, οι βάσεις, η Κορέα και στο βάθος, ο κήπος της Κύπρου ιδανικός για νεκροταφείο.


Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.