Σοφία Τουτσίδου: Καλώς σας βρήκα! Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου για την τιμή που μου κάνετε και την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω για εμένα και τα βιβλία μου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Φλώρινα. Τελείωσα την Παιδαγωγική Ακαδημία στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκα περίπου δέκα χρόνια στην περιοχή Γιαννιτσών και Θεσσαλονίκης. Κατόπιν έφυγα στη Γερμανία όπου ζω μέχρι και σήμερα. Είμαι παντρεμένη, έχω τρία παιδιά και τέσσερα εγγόνια.
Η κοινωνική νουβέλα Της μοίρας τα φτερά... κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γράφημα. Μιλήστε μας για το συγγραφικό έργο σας. Πώς ήρθε η έμπνευση;
Σ.Τ.: Με τη συγγραφή ασχολούμαι πολλά χρόνια, λόγω της δουλειάς μου. Τα πρώτα που έγραψα ήταν ποιήματα και θεατρικά για τις ανάγκες των σχολικών μας εκδηλώσεων. Στη συνέχεια έγραψα δύο παραμυθάκια για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ακολούθησαν δύο παιδικά βιβλία «Το άσπρο συννεφάκι με τα κόκκινα μαγουλάκια», «Ο Ρούλης ο Χταποδούλης» και η νουβέλα για παιδιά στην εφηβεία «Νιάτα χαμένα στην άμμο». Η κοινωνική νουβέλα «Της μοίρας τα φτερά» κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Γράφημα. Θα σας μιλήσω για τη συγκεκριμένη νουβέλα. Εγώ ως παιδί έζησα από κοντά τη μετανάστευση. Ήμουν έξι χρονών όταν ο πατέρας μου έφυγε μετανάστης στη Γερμανία. Μεγάλωσα με πατρικό πρότυπο τον παππού μου, τον παππούλη μου, όπως τον αποκαλούσα. Για μένα αυτός ήταν ο παππούς-βράχος, όπως για άλλα παιδιά ήταν η γιαγιά-βράχος. Ο πατέρας μου γύρισε από την Γερμανία όταν εγώ ήμουν ήδη παντρεμένη και με παιδιά. Αλλά όπως η μοίρα ορίζει, όταν γύρισε ο πατέρας μου, έφυγα εγώ με τα παιδιά μου στη Γερμανία. Όταν τα καλοκαίρια ερχόμουν στην πατρίδα και τον επισκεπτόμουν μου έλεγε «ήρθε το ξενιτεμένο μου πουλί». Για μένα αυτός ήταν το ξενιτεμένο πουλί και γι' αυτόν ήμουν εγώ. Αυτό ήταν και η έμπνευση για αυτό το βιβλίο.
Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στο έργο σας;
Σ.Τ.: Δεν θα έλεγα αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά σίγουρα υπάρχουν σκηνές στο βιβλίο που είναι αυτοαναφορικές. Δηλαδή στο βιβλίο υπάρχουν φράσεις που είναι όπως ακριβώς ελέγχθηκαν σε μένα από τον μπαμπά μου ή τον παππού μου. Υπάρχει, επίσης, κάποια σκηνή με την απώλεια ενός παιδιού, που το έζησα και εγώ.
Η γιαγιά της Άννας παρουσιάζεται ως «βράχος», μοναδικό της στήριγμα. Θα λέγατε πως η φιγούρα της γιαγιάς λειτουργεί ως σύμβολο; Κι αν ναι, τι εκπροσωπεί για εσάς;
Σ.Τ.: Για την εποχή που μιλάει το βιβλίο, δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη γιαγιά ως σύμβολο. Η γιαγιά ήταν πραγματικός βράχος, ήταν το στήριγμα της οικογένειας. Πάνω στις πλάτες της στηρίζονταν οι γονείς που άφηναν τα παιδιά τους και έφευγαν στην ξενιτιά.
Πώς επιλέξατε τον τίτλο, Της μοίρας τα φτερά; Τι είναι για εσάς η μοίρα;
Σ.Τ.: Προσωπικά πιστεύω ότι κάποια πράγματα στη ζωή μας είναι γραμμένο να γίνονται και δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Όχι βέβαια όλα· τη μοίρα μας μπορούμε να την φτιάξουμε εμείς, σύμφωνα με τα δικά μας θέλω, τις δικές μας δυνάμεις και τα δικά μας όνειρα. Τώρα για τον τίτλο του βιβλίου, ρόλο έπαιξε μια φράση του παππού μου. Μου είχε πει «όταν σου λείπει ο μπαμπάς σου άνοιγε τα φτερά σου, σαν άγγελος που είσαι, και ταξίδευε στα όνειρά σου μέχρι τη Γερμανία. Έτσι ήταν η μοίρα σου παιδί μου να ταξιδεύεις με τα φτερά της φαντασίας σου».
Στο έργο σας αγγίζετε ένα βαθιά ανθρώπινο και διαχρονικό θέμα: τη μετανάστευση. Τι σας ώθησε να εστιάσετε σε αυτή την πτυχή της ελληνικής μα και παγκόσμιας πραγματικότητας;
Σ.Τ.: Όπως ανέφερα και παραπάνω ήταν κάτι που το έζησα εγώ, το έζησε και τόσος κόσμος. Κάτι που βιώνεις στα παιδικά σου χρόνια, μένει για πάντα φυλακισμένο μέσα στην καρδιά σου. Μεγαλώνοντας ίσως να μην πονάει τόσο πολύ, όμως δεν σβήνει τελείως. Και έρχεται κάποια στιγμή που αισθάνεσαι την ανάγκη να το μοιραστείς ή έστω να ελαφρύνεις την ψυχή σου μέσα από τα γραφόμενά σου. Ο έρωτας εμφανίζεται ως μια αχτίδα φωτός στη σκοτεινή διαδρομή της Άννας.
Πιστεύετε πως έχει τη δύναμη να θεραπεύσει τις πληγές της ψυχής;
Σ.Τ.: Οι πληγές μιας παιδικής ψυχής από την εγκατάλειψη των γονέων δεν επουλώνονται εύκολα. Και λέω εγκατάλειψη γιατί ένα παιδί δεν μπορεί να καταλάβει μια τέτοια απόφαση όσο και αν οι άλλοι του λένε πως είναι για το καλό του. Ο έρωτας όμως, αν είναι πραγματικός, πιστεύω ότι μπορεί να απαλύνει τον πόνο, όχι όμως να τον θεραπεύσει. Για την ηρωίδα του βιβλίου μου ο έρωτας δεν θεράπευσε δυστυχώς τα τραύματα της ψυχής της, το αντίθετο μάλιστα, τα έκανε να αιμορραγούν.
Εστιάζετε στη δύναμη της μνήμης. Είναι άραγε οι μνήμες λύτρωση ή βάρος;
Σ.Τ.: Εξαρτάται από τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου... Για άλλους οι μνήμες είναι λύτρωση και για άλλους είναι βάρος. Για μένα προσωπικά είναι λύτρωση, γιατί κρατά μέσα μου ζωντανά όσα έζησα, πρόσωπα, εμπειρίες, συναισθήματα. Πιστεύω ότι είναι ο συνδετικός κρίκος με το παρελθόν μου. Χωρίς τη δύναμη της μνήμης νομίζω ότι θα ήμουν δέντρο χωρίς ρίζες.
Τι διαβάζει αυτή την εποχή η Σοφία Τουτσίδου; Ποιο είδος προτιμά γενικά;
Σ.Τ.: Διαβάζω όλα τα είδη των βιβλίων αλλά προτιμώ τα κοινωνικά. Με συγκινούν ιδιαίτερα ιστορίες από την καθημερινότητα. Μου αρέσουν και τα αστυνομικά. Αυτήν την εποχή διαβάζω το «Φως μέσα στη θύελλα» του Κώστα Κρομμύδα και ένα γερμανικό με τίτλο «Πρόσεχε δίπλα σε ποιον ξυπνάς», που είναι αστυνομικό.
Θα θέλατε να μας πείτε το αγαπημένο σας βιβλίο, τραγούδι και ταινία;
Σ.Τ.: Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο αγαπημένο βιβλίο, τα αγαπώ όλα, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο. Ταινίες στον κινηματογράφο δεν έχω δει πολλές αλλά με είχε συγκινήσει αφάνταστα η ταινία Forrest Gump. Για το τραγούδι αγαπώ το έντεχνο ελληνικό και τραγουδάω πολύ... αγαπώ το τραγούδι. Για κάθε βιβλίο γράφω και ένα τραγούδι και το τραγουδώ στις παρουσιάσεις που κάνω.
Η μαμά μου, που πάντα τραγουδούσε, μου έλεγε «να τραγουδάς τα προβλήματά σου κόρη μου.. το τραγούδι δεν θα σου τα λύσει, όμως θα μαλακώσει την καρδιά σου, θα καθαρίσει το μυαλό σου και θα βρεις τη λύση τους». Η δύναμη της μνήμης που λέγαμε παραπάνω.
Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Σ.Τ.: Ήδη έχω ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Θαμμένα μυστικά» και δύο παιδικά παραμύθια: «Ο χιονάνθρωπος με τη ζεστή καρδιά» και «Ένα αλλιώτικο πεφταστέρι». Εύχομαι να εκδοθούν σύντομα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον αγαπημένο συγγραφέα John Emmans και το περιοδικό koukidaki για την ευκαιρία που μου έδωσαν να ανοίξω την καρδιά μου και να πετάξω με τα φτερά όχι της μοίρας αλλά της μνήμης.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου



