Συνεχίζοντας τα άρθρα μου για τους αφανείς ήρωες μιας παράστασης (όπως είχε γίνει και με τον κορυφαίο ενδυματολόγο Αντώνη Φωκά), δεν θα μπορούσα να μην σταθώ σε άλλη μια προσωπικότητα του ελληνικού θεάτρου, που το υπηρέτησε με αυστηρότητα, δικαιοσύνη και αγάπη από τη θέση του μεταγραφέα αρχαίων τραγωδιών αλλά και ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Ασφαλώς η προσφορά του Γρυπάρη στα γράμματα και τον πολιτισμό επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, αυτό που έμεινε, όμως, πιο πολύ από την πορεία του είναι οι μεταγραφές του, τόσο κοντά στο πρωτότυπο κείμενο αλλά με τεράστιο βαθμό δυσκολίας που απαιτούσε άψογη χρήση της ελληνικής γλώσσας· αν και από τότε πολλοί άνθρωποι του θεάτρου είχαν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους...
Ο Ιωάννης Γρυπάρης γεννήθηκε το 1870 στην Σίφνο αλλά γρήγορα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή, που ήταν στην Κωνσταντινούπολη, και εν συνεχεία στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Διετέλεσε στην μέση εκπαίδευση αλλά και στο Υπουργείο πολιτισμού. Μετάγραψε την Ορέστεια του Αισχύλου (που αποτελείται από τον Αγαμέμνονα, τις Χοηφόρες και τις Ευμενίδες), τον Προμηθέα Δεσμώτη, τον Οιδίποδα επί Κολωνό, τις Ικέτιδες, τους Επτά επί Θήβας, όλο τον Αισχύλο, από τον Σοφοκλή τον Οιδίποδα Τύραννο, την Αντιγόνη, τον Αίαντα, την Ηλέκτρα, τον Φιλοκτήτη, τις Τραχίνιαι, τον Οιδίποδα επί Κολωνό και όλο τον Σοφοκλή. Από τις ευριπίδειες τραγωδίες μετάφρασε μόνο τις Βάκχες. Οι μεταγραφές του, την εποχή εκείνη, χρησιμοποιήθηκαν πολύ από το Εθνικό Θέατρο ενώ πολύ νωρίτερα είχε στενή συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο Φέξη. Έγραψε, επίσης, και μία ποιητική συλλογή με τον τίτλο Σκαραβαίοι και τερρακότες.
Ο Γρυπάρης προτίμησε στις μεταγραφές του να μην βάλει κανένα νεωτεριστικό στοιχείο προσπαθώντας να κάνει μια πίστη μεταγραφή στο πνεύμα και στο ύφος του τραγικού ποιητή. Αυτό επαινέθηκε από πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και είχαν την ίδια άποψη για το πώς πρέπει να γίνεται μια μεταγραφή/μετάφραση. Ο Φώτος Πολίτης ήταν από τους πρώτους που επαίνεσαν τις μεταγραφές αυτές και έτσι στο εναρκτήριο έργο του Εθνικού Θεάτρου (19 Μαρτίου 1932) χρησιμοποίησε τη μεταγραφή του Γρυπάρη για τον Αγαμέμνονα. Η παράσταση παίχτηκε, ως γνωστόν, στο Εθνικό Θέατρο της Αγίου Κωνσταντίνου. Η παράσταση επαινέθηκε από κοινό και κριτικούς χωρίς όμως να λείψουν και οι παραφωνίες με πρώτη και καλύτερη της Μαρίκας Κοτοπούλη. Η σχέση του Γρυπάρη όμως με το Εθνικό Θέατρο θα συνεχιστεί επί μακρόν με τις μεταγραφές του να καλύπτουν σχεδόν όλο τον 20ό αιώνα.
Υπηρέτησε και από τη θέση του διευθυντή το Εθνικό Θέατρο προσφέροντας πολλά για την ανάδειξή του ως ένα θέατρο με υψηλές προδιαγραφές. Άνθρωποι της εποχής, που γνώρισαν ή συνεργάστηκαν με τον Γρυπάρη, κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο σοβαρό, αυστηρό και δίκαιο που υπηρετούσε βάσει αξιοκρατίας το Εθνικό Θέατρο και φροντίζοντας ουσιαστικά για αυτό.
Κριτική του Μιχ. Ροδά για την μεταγραφή του Αγαμέμνονα: «Η μετάφραση του κ. Γρυπάρη υποδειγματική, έργο ρωμαλέας πνευματικής και ποιητικής δημιουργίας.».
Ποιήματα: Εστιάδες, Το ωραίο νησί, Τρελή χαρά, Γιατί η χαρά, Ο κισσός, Ο λύχνος της ψυχής, Ύπνου δάκρυα, Δυο λαμπάδες, Μάθε τον πόνο, Κάποιο τάμα.
Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος αναφέρει σχετικά με τον Γρυπάρη: «Η ποίηση του Γρυπάρη πέρασε στην αιωνιότητα, προβάλλοντας το αθάνατο ελληνικό πνεύμα, το άσβεστο ελληνικό φως που αναβλύζει από το καταγάλανο Αιγαίο και κυρίως την πλούσια, ποικίλη, ενιαία, ελληνική γλώσσα.».
Τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των τεχνών.
Παρόλη την μεγάλη προσφορά του στην τέχνη του θεάτρου και στα γράμματα, υπήρξε και αυτός –όπως και πολλοί άλλοι– θύμα βασικών ελλείψεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Ο Ιωάννης Γρυπάρης έφυγε από τη ζωή το 1942.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το ετήσιο περιοδικό Θέατρο του Θεόδωρου Κρίτα καθώς επίσης και από το περιοδικό Θέατρο του Κώστα Νίτσου.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε διάφορες φωτογραφίες του Ιωάννη Γρυπάρη με την κεντρική από το ηλεκτρονικό αρχείο του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.



