Γεωργίου Κονίδη
Μια πευκοβελόνα σαν καρφίτσα στεκόμενη στο πέτο του φορέματος.
Η πέτρα μόλις κατρακύλησε από την πλαγιά για να δροσιστεί στη θάλασσα.
Ταραχή και τρόμος, θλίψη στις λιγοστές σταγόνες βροχής, θλίψη και στα μάτια του ουρανού.
Αμαρτίες.
Το πτώμα στην σιγή του μυρίζει ηδονικά στα αχόρταγα ρουθούνια του δολοφόνου της.
Τα χέρια της ζωής υψωμένα ζητούν λίγο θάνατο, αρκετά έζησε, αρκετά είδε, αρκετά έκλαψε...
Το δάκρυ ενώνεται με τη βροχή και τον αέρα που το παίρνει μακριά από το πρόσωπό της.
Ο έρωτας νυσταγμένος και γυμνός, λυπημένος και άβουλος, μόλις γεννήθηκε στην καρδιά της.
Αυτή όμως κοιμάται, δεν τον αισθάνεται, κυριευμένη από ένα σκοτεινό όνειρο.
Και αυτός πεθαίνει, έξω από την πόρτα της από το κρύο.
Η παγωνιά τού καρφώνει τα νύχια της στον λαιμό και τον αποτελειώνει.
Όμως όταν πίνει το αίμα του, γεννιέται εκείνη έρωτας.
Όμως η μικρή κοπέλα, που κοιμάται, θα μείνει μόνο με τον εφιάλτη της που θα την κυριεύει για πολλά χρόνια.
Μαρτυρίες.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved, 2025
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε φωτογραφία Δημήτρη Μυτά [από την ατομική του έκθεση Ελέφαντας]