Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν συζητήσεις για ένα ριμέικ της ταινίας The Mummy του 1932. Πολλά ονόματα πέρασαν από το τραπέζι των παραγώγων (Γουές Κρέιβεν, Τζορτζ Ρομέρο, Τζο Ντάντε, Κλάιβ Μπάρκερ... οι οποίοι οραματίζονταν ένα βαρύ σκοτεινό τρομακτικό φιλμ) πριν καταλήξουν στον σκηνοθέτη Στίβεν Σόμερς. Ο Σόμερς ήθελε να δώσει στην ταινία εμπορική χροιά (δράση και χιούμορ) κάτι σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς, όμως τελικά το αποτέλεσμα ήταν σαφώς πολύ κατώτερο, μια ταινία ευρείας κατανάλωσης.
Το The Mummy κυκλοφόρησε στις 7 Μαΐου του 1999, μια εβδομάδα πριν την επίσημη πρεμιέρα του οδοστρωτήρα Star Wars: Episode I, The Phantom Menace, για να πετύχουν ένα ικανοποιητικό άνοιγμα στο Box Office. Τελικά κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 400 εκατομμύρια παγκοσμίως παίρνοντας το εισιτήριο για συνέχεια. Το 2001, το σίκουελ The Mummy Returns ξεπέρασε εισπρακτικά το πρώτο ενώ εξίσου καλά πήγε και η τρίτη ταινία του 2008 The Mummy: Tomb of the Dragon Emperor φτάνοντας κι αυτή με τη σειρά της τα 400 εκατομμύρια παγκοσμίως. Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, του Ρικ, είχαν προσεγγίσει αρχικά τους Τομ Κρουζ, Μπεν Άφλεκ και Ματ Ντέιμον, πριν καταλήξουν στον Μπρένταν Φρέιζερ. Το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι του Στίβεν Σόμερς (Deep Rising του 1998, Van Helsing του 2004). Πρωταγωνιστούν: Μπρένταν Φρέιζερ, Ρέιτσελ Βάις, Τζον Χάνα, Άρνολντ Βοσλόου κ.α.
Ο αείμνηστος Τζέρι Γκολντσμίθ (απεβίωσε τον Ιουλίου του 2004, σε ηλικία 75 ετών) ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους καλύτερους, καινοτόμους και πιο παραγωγικούς συνθέτες του κινηματογράφου. Πειραματιζόταν συχνά, ψάχνοντας νέα μουσικά μονοπάτια, τολμώντας να ρισκάρει, να ενσωματώσει ποικίλους ήχους στις παρτιτούρες του. Από το βραβευμένο με Όσκαρ Πρωτότυπης Μουσικής The Omen (1976) ή το Star Trek: The Motion Picture (1979) μέχρι και την τελευταία του σύνθεση Looney Tunes: Back in Action (2003), το φάσμα της δουλειάς του, ποικίλο και πλούσιο, διακατέχεται από τούτο το μοναδικό ύφος, την ευκολία να συνυπάρχει αρμονικά με την ορχήστρα, τους ηλεκτρονικούς ήχους και το συνθεσάιζερ.
Ένας εξαιρετικός ενορχηστρωτής, δεν έπαψε ποτέ να αναζητά νέες προκλήσεις, όπως το –σκοτεινά– παιχνιδιάρικο Gremlins (1984) ή ακόμα και οι παιδικές ταινίες The Secret of NIMH (1982) και Mulan (1998) τις οποίες αντιμετώπισε με σοβαρότητα και επαγγελματισμό χωρίς να νοιάζεται για εύκολες αρπαχτές. Είχε επιλέξει συνειδητά να εργάζεται σκληρά βάζοντας αγάπη και μεράκι σε αυτό που έκανε.
Μπορούσε να ελίσσεται σε όλα τα είδη μουσικής, από νουάρ Chinatown (1974), επιστημονικής φαντασίας Planet of the Apes (1971), κωμωδίες τύπου Mr Baseball (1992), τρόμου Poltergeist (1982), περιπέτειες First Blood (1982), φαντασίας Legend (1985), γουέστερν Wild Rovers (1971) αλλά και ρομαντικές Players (1979).
Η δεκαετία του 1990 έφερε μια ενδιαφέρουσα αύρα για τον Τζέρι Γκολντσμίθ, ο οποίος συνέθεσε αξιόλογα σάουντρακ όπως το Total Recall (1990), ένα από τα αγαπημένα του συνθέτη. Πειραματίστηκε με αφρικάνικο ηχόχρωμα στα Congo (1995) και The Ghost and the Darkness (1996), ενώ στο Basic Instinct (1992) δημιούργησε σκοτεινή ατμόσφαιρα μυστηρίου. Για τους σκηνοθέτες ταινιών δράσης ο Γκολντσμίθ ήταν πάντα μια ασφαλής επιλογή, γι' αυτό και τον επέλεγαν συχνά (The Shadow το 1994, First Knight το 1995, Air Force One το 1997, L.A. Confidential το 1997).
Ίσως αυτό τράβηξε και το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη Στίβεν Σόμερς, ο οποίος μετά τη συνεργασία του με τους εκπληκτικούς συνθέτες Μπιλ Κόντι, για την ταινία του The Adventures of Huck Finn (1993) και Βασίλη Πολυδούρη για το The Jungle Book (1994), στράφηκε στον Τζέρι Γκολντσμίθ για την ταινία Deep Rising του 1998. Μετά την επιτυχημένη και άκρως ενδιαφέρουσα συνεργασία τους, δούλεψαν ξανά μαζί στη Μούμια.
Το 1999 ήταν μια ενδιαφέρουσα χρονιά για τον Γκολντσμίθ. Έγραψε τη μουσική για το σκοτεινό The Haunting και τα ανατολίτικα The Mummy και The 13th Warrior. Παρότι τα δυο τελευταία κινούνται στο ίδιο ύφος, το The Mummy είναι πιο επικό και έντονο από το συγκρατημένο, αλλά εξίσου μοναδικό, The 13th Warrior.
Το σάουντρακ της Μούμιας μπορεί να έχει δύο αναγνώσεις. Η πρώτη είναι μια παραδοχή της μεγαλοπρέπειας τούτου του άλμπουμ, στο οποίο ο Γκολντσμίθ κατάφερε να κάνει κάτι πραγματικά μοναδικό, να διατηρήσει το σοβαρό ύφος του προσθέτοντας μικρές κοφτές χιουμοριστικές νότες για να συμβαδίσει με την ταινία και την ίδια στιγμή γίνεται απειλητικά σκοτεινός με βαριές χορωδίες. Η δεύτερη ανάγνωση είναι πιο αποκαρδιωτική (και προσωπικά διαφωνώ) βρίσκοντάς το φασαριόζικο και ρηχό, ακολουθώντας εύκολα ξεσπάσματα της ορχήστρας, ένα οχληρό υπερθέαμα φτηνού εντυπωσιασμού.
Κι όμως, το σάουντρακ της Μούμιας είναι ένα πλούσιο και αξιόλογο ταξίδι όμορφης και ποιοτικής ορχηστρικής μουσικής, με αιγυπτιακό ηχόχρωμα, που όμοιό του δεν έχει ξαναειπωθεί, ακολουθώντας πιστά την εικόνα χωρίς να την προδίδει· αντιθέτως, κάνει την ταινία ομορφότερη. Η πομπώδης αφήγηση (σε σημεία θυμίζει το σάουντρακ, του ίδιου του συνθέτη, King Solomon's Mines του 1985, το οποίο είναι σαφώς πιο προσγειωμένο) δίνει την ευκαιρία στα έγχορδα, τα χάλκινα πνευστά, τα κρουστά και το συνθεσάιζερ να συνυπάρξουν αρμονικά, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, κάνοντας τη μουσική να στροβιλίζεται από την ένταση και το λυρισμό.
Ο Τζέρι Γκολντσμίθ κατάφερε να δημιουργήσει εικόνες της ερήμου, ακόμα κι όταν η μουσική απομονώνεται από την ταινία, κάτι που έκανε και ο Μορίς Ζαρ στον αξεπέραστο Λόρενς της Αραβίας (1962). Τα θέματά του, κυρίως τα πιο ρομαντικά Giza Port ή τα επικά The Caravan και Camel Race έχουν παραδοσιακή χροιά αιγυπτιακής μουσικής. Η χρήση μπουζουκιού, με τον τρόπο που ενσωματώνεται στην ορχήστρα, κάνει εντονότερη την αίσθηση της μέσης ανατολής, δίχως να θυμίζει την ελληνικότητά του.
Η ταινία ανοίγει με ένα εντυπωσιακό πλάνο του αιγυπτιακού πολιτισμού, με τα –συμπαθητικά για την εποχή– ψηφιακά εφέ της Industrial Light & Magic (της Lucasfilm) και η μουσική μάς εισάγει αμέσως στον κόσμο του Φαραώ Σέτι, με το θέμα του αρχιερέα του Imhotep, ο οποίος αργότερα θα γίνει η Μούμια. Όταν ο Ιμχοτέπ αγκαλιάζει την Ανκ-σου-ναμούν, το ερωτικό θέμα –τόσο όμορφο, τόσο ταιριαστό!– κυκλώνει τους εραστές και μας δίνει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα όλη την ουσία της σκηνής.
Αργότερα, όταν τους πιάνει αυτοφώρω ο Φαραώ, η μουσική γίνεται πιο επική, τονίζοντας τη δύναμη του ηγεμόνα. Μετά τη δολοφονία του ισχυρού άντρα, ο Ιμχοτέπ φυλακίζεται και μουμιοποιείται. Η μουσική γίνεται σκοτεινή, τα φωνητικά δίνουν μια αίσθηση τρόμου καθώς ο αρχιερέας βασανίζεται...
Στις σκηνές δράσης, Night Boarders ή Mumia Attack, ο Τζέρι Γκολντσμίθ φαίνεται να το διασκεδάζει, ανεβάζει την ένταση πατώντας συνεχώς γκάζι, δίχως να αισθάνεται τύψεις, αφήνοντας τη μουσική να περιγράψει όσα δεν μπορεί η εικόνα.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το soundtrack κυκλοφόρησε από την Decca Records τον Μάιο του 1999
Συνθέτης: Jerry Goldsmith
Tracklisting:
1. Imhotep
2. The Sarcophagus
3. Tauger Attack
4. Giza Port
5. Night Boarders
6. The Caravan
7. Camel Race
8. The Crypt
9. Mumia Attack
10. Discoveries
11. My Favorite Plague
12. Crowd Control
13. Rebirth
14. The Mummy
15. The Sand Volcano