Πέντε δημιουργοί, πέντε βιβλία, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Βακχικόν, πέντε πρώτες εκδοτικές απόπειρες και, παράλληλα, πέντε νέες φωνές αλλά και πέντε πρώτες δοκιμασίες στη συγγραφική αρένα.
Διαβάζω πολύ και πολλά και ποικίλα –όλα τα είδη, ό,τι κυκλοφορεί σε σχέση με τη λογοτεχνία– και μ' αρέσει η εξερεύνηση σε άγνωστα νερά, που στην περίπτωσή μας υπονοούν τους πρωτόφαντους συγγραφείς. Το παρακάτω κείμενο αποτελείται από τέτοια ταξίδια, αφού όλοι οι δημιουργοί εμφανίζονται για πρώτη τους φορά στα ελληνικά γράμματα. Τα διάβασα, τα ξεχώρισα και σας τα παρουσιάζω.
Η συλλογή διηγημάτων της Μυρσίνης Καλογεροπούλου Ένα χαμένο κλειδί αποτελεί το πρώτο προσωπικό της βιβλίο αφού τα μέχρι τώρα συγγραφικά της δείγματα ήταν είτε σε συλλογικές εκδόσεις είτε στο διαδίκτυο. Τα δέκα αυτά διηγήματα αποτελούν κάτι σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα για τους χαρακτήρες και αφορούν σε στιγμές μεγάλης έντασης, συναισθηματικής φόρτισης ή άλλης αξίας. Είναι στιγμές όπου ο χρόνος παύει –όπως θα λέγαμε χαρακτηριστικά για τις σημαντικές μας στιγμές– αλλά οι ίδιοι όχι. Το αντίθετο· ζουν, σκέφτονται και δρουν.
Ο χρόνος, υπολογισμένος σε ημερολογιακά έτη, δεν αφορά τα έτη που διανύουμε, ούτε καν την τελευταία δεκαετία. Παντού διαφαίνεται η δεκαετία του '80 –είτε επειδή προσδιορίζεται από τη συγγραφέα είτε επειδή εισπράττεις την αύρα της στις λέξεις– οπότε μιλάμε για διηγήματα εποχής αν και οι συνθήκες τους είναι διαχρονικές ή άχρονες.
Οι απλοί ήρωες σου μιλούν κατευθείαν στην ψυχή αφού μπορείς και να τους κατανοήσεις, και να τους συμπαθήσεις αλλά και να τους συμπαρασταθείς. Κι αυτή η λειτουργία είναι κάτι που καταχωρείται στα προσόντα ενός συγγράμματος.
Μερικοί στίχοι από το οπισθόφυλλο της ποιητικής συλλογής του Σταμάτη Μπαρμπαγιαννάκου Αποπραγματοποίηση θα μπορούσαν να λύσουν το θέμα της περιγραφής του βιβλίου:
Μοιάζει με ποίημα – αλλά δεν είναι.
Μοιάζει με πίνακα – αλλά δεν είναι.
Μοιάζει με εμένα – αλλά δεν είμαι.
Το σίγουρο είναι πως αυτή η κατασκευή
ανασαίνει και μόνη της.
Κι αυτό επειδή, έτσι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και με την εντύπωση της ειλικρίνειας που αντανακλά, το βιβλίο δίνει την αίσθηση ότι αποτελείται από αληθινές καταγραφές, πολύ κοντά ή ταυτόσημες με την ιδιοσυγκρασία του δημιουργού και χωρίς την έννοια του στίχου: δηλαδή του μέτρου, της ρίμας, της φόρμας ή της νόρμας κ.ο.κ. Φαίνεται ότι γράφει πηγαία κι αυθεντικά χωρίς να υποβάλλεται σε λογοκρισία κανενός είδους. Κι επειδή είναι και γήινος, στο περνάει.
Κι αφού καταπιάστηκα με την ποίηση, η συλλογή Ο τόπος, ξένε, που ζητάς του Άγγελου Παλληκαράκη έρχεται, ως επόμενο ανάγνωσμα, σε μια αντιδιαστολή με την προηγούμενη αφού, εδώ, ο δημιουργός είναι πιο παραμυθένιος, εννοώντας (και) πιο ανοιχτός στα λογοτεχνουργήματα, και πολύ πιο δοτικός αφού δεν φείδεται αράδων. Τα πολύστιχα έργα του, γραμμένα σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, ιαμβικού μέτρου –οπότε εσωκλείει πολιτικό στίχο το βιβλίο αυτό– ξυπνούν μνήμες από την ελληνική παράδοση και εμπειρίες από πασίγνωστα δημοτικά – ή/και από τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου, φυσικά, που αν τον έχεις διαβάσει ή αν θυμάσαι τα μελοποιημένα εδάφια οπωσδήποτε θα κάνεις τη σύνδεση. Άρα, μιλάμε για σύγχρονη παράδοση, ικανή να αγγίξει άπαντες αφού η γράφουσα θεωρεί πως τέτοιες συνδέσεις είναι περασμένες μέσα μας «εργοστασιακά», εννοώ γονιδιακά.
Απού γυρεύει τα πολλά και στα πολλά καθόταν,
στο τέλος λίγα θα βαστά, απ' όσα θα καυχιόταν.
Και ο καιρός γυρίσματα, να ξέρει πως θα έχει,
απ' τα ψηλά στα χαμηλά, μισή στιγμή απέχει.
Το επόμενο βιβλίο είναι το μυθιστόρημα Καλοκαίρια βαθιά χωμένα στην άμμο της Κατερίνας Λιασή που αν και μιλάει για καλοκαίρι, δεν τόλμησα να σας το προτείνω μέσα στον Αύγουστο καθώς η δραματική ιστορία του εξελίσσεται τη δεκαετία του '70 στην Κύπρο με τις γνωστές σε όλους πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις. Η σκληρή πραγματικότητα στην οποία καλείται να ανταπεξέλθει η ηρωίδα αλλά και ένας ξαφνικός έρωτας έχουν ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση κάθε δεδομένου και το χάσιμο κάθε ισορροπίας. Η συγγραφέας –διαβάζω στο βιογραφικό σημείωμα– γεννήθηκε στο νησί της Κύπρου κι εκεί ζει, οπότε η συνθήκη της έχει βαρύνουσα βιωματική αξία και συναισθηματική φόρτιση.
Τέλος, με έναν άλλο έρωτα, αυτόν ενός καθηγητή με τη νεαρή Ρεγγίνα, που χάρισε το όνομά της στον τίτλο του μυθιστορήματος της Χρύσας Σταυροπούλου, συνεχίζω το αναγνωστικό μου ταξίδεμα. Γρήγορα η υπόθεση εξελίσσεται σε θρίλερ καθώς, πέντε χρόνια μετά, σε μια βουνοπλαγιά θα βρεθούν τα πειστήρια της εξαφάνισής της ενώ κανείς δεν γνωρίζει αν πρόκειται για αυτοκτονία, φόνο ή σκηνοθετημένη απόπειρα εκτός του ηγούμενου μιας μονής. Η Ρεγγίνα είναι παρούσα και στοιχειώνει τις ζωές τους και η κυρία Σταυροπούλου κερδίζει ένα μεγάλο στοίχημα με τη μυθοπλασία.


