Μπορεί να μην έχετε προφίλ εκεί, όμως είναι πολύ πιθανό να γνωρίζετε το Tinder, δηλαδή την online πλατφόρμα dating όπου βάζεις τα στοιχεία σου, τα ενδιαφέροντά σου και τι ψάχνεις και αναλαμβάνει να σου κάνει ματσαρίσματα με ανθρώπους που βρίσκονται κοντά σου και αναζητούν έναν/μία σαν εσένα. Η νέα εποχή –του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα– των ραντεβού, των γνωριμιών και του φλερτ μέσω του διαδικτύου δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τη δραματουργία.
Ο Νίκος Φυτάς, με το νέο του έργο, «βλέπει» αυτή τη διασύνδεση με όλες τις πτυχές της, δομεί μια ανθρωποκεντρική πρόταση με έξυπνες και πνευματώδεις στιχομυθίες αντανακλώντας όλο το πλαίσιο της συνθήκης πολύπλευρα: κοινωνικά, αισθηματικά, πολιτικά... αφουγκραζόμενος το άτομο, τις ανάγκες του αλλά και βλέποντας και προβάλλοντας παράλληλα τις παθογένειές του, τα προβλήματα, τις αναποδιές, τα παθήματά του...
Βάζοντας εκείνο το love me μπροστά από το όνομα του κοινωνικού δικτύου είναι σαν να βάζει σε πρώτο επίπεδο την μεγαλύτερη από τις ανάγκες του ανθρώπου διαχρονικά, την αγάπη, και μαζί να αφήνει μια σύνδεση-παράφραση με το Love me tender του Έλβις Πρίσλεϊ, του πιο αισθηματικού του κομματιού, το οποίο έρχεται από μία άλλη εποχή, ίσως όχι τόσο μακρινή ημερολογιακά όμως σίγουρα μακρινή τυπολογικά. Ειλικρινά, νομίζω ότι αυτό ήταν το ζητούμενο πίσω από τη νέα γενιά, τα νέα ήθη, τα νέα έθιμα, τη νέα κουλτούρα, άρα και το νέο φλερτ κ.ο.κ. Ο κύριος Φυτάς αποφάσισε να κρατήσει τον άνθρωπο ψηλά παρά τις αλλαγές της εποχής, πόνταρε περισσότερο στο αυθεντικό συναίσθημα (παρόλο που αυτό δεν εξωτερικεύεται πια μέσω του ρομαντισμού και της κατ' ιδίαν επαφής ενώ έχει ξεπεράσει συστολές, ντροπές, ταμπού και άλλα τέτοια χαρακτηριστικά) κι έτσι παρατηρούμε ότι απουσιάζουν οι αθυροστομίες (που εύκολα εισχωρούν –πλέον– στα θεατρικά έργα άνευ ουσιαστικού λόγου και χωρίς μέτρο), οι μοντερνιές (όχι μόνο κειμενικά αλλά και στα κοστούμια κι αλλού), οι προχώ καταστάσεις (δεν προκαλεί σε κανένα επίπεδο, πουθενά)... ενώ, αντιθέτως, παρακολουθούμε μια πολύ μοντέρνα, φρέσκια παράσταση-ματιά, όπου η πρόζα εμπλουτίζεται με χορό, τραγούδι, performance και άλλα σύγχρονα οπτικά και ακουστικά μέσα (βιντεοπροβολές, data leaks, ηχητικά...) με το σύνολο να αποτελεί ένα βλέμμα στις σύγχρονες σχέσεις.
Τι συμβαίνει όμως στο Theatre of the No; Στην υπόθεση, πέντε πρόσωπα μαζεύονται στο σπίτι μιας meta-pop star από το σούρουπο έως την αυγή. Μία ολόκληρη νύχτα με ποτό σε αφθονία και τις σχέσεις και τους χαρακτήρες να δοκιμάζονται. Σε μια εποχή όπου η ζωή φιλτράρεται από αλγόριθμους, η οντότητα αποτελείται από data και η επιθυμία και η έκφραση γίνονται ειδοποιήσεις, πώς προχωρά η εμπειρία; Πώς αλλάζει η τεχνολογία τα δεδομένα; Πόσο;
Η δίγλωσση παράσταση (ελληνικά και αγγλικά) είναι μια κωμωδία με στοιχεία φάρσας που εκμεταλλεύεται πολλές νέες τεχνολογικές νόρμες και πραγματεύεται θεμελιώδη ανθρώπινα ζητήματα όπως απαντώνται σήμερα. Η επικαιρότητα της συνθήκης και μόνο αρκεί για να την κατατάξουμε στις χρήσιμες παραστάσεις πέρα όλων των άλλων δομικών της στοιχείων. Η αισθητική της είναι φρέσκια όμως διαπερνά μέσα από κάθε κλασική μανιέρα που ξέρουμε φτάνοντας σε εμάς νέα, κομψή και άρτια.
Μια γενναία μνεία οφείλουμε να κάνουμε για τη μουσική. Αρχικά επειδή πρόκειται για πρωτότυπη μουσική από την Νάλια Ζήκου η οποία κατάφερε να μας προσφέρει όλη την αντανάκλαση χωρίς να μοιάζει με τίποτα γνωστό αλλά και χωρίς να «προχωρά» σε ένα άκομψο, παράφωνο βουητό – πρακτικές που έχουμε δει σε ανάλογες περιπτώσεις ένεκα εντυπώσεων και μιας προσπάθειας να «φύγει» η μουσική μπροστά βγάζοντας καινοτόμα ηχοτόπια. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί εδώ είναι ότι η κακοφωνία ένεκα μετα-μοντερνισμού δεν αποτελεί σοβαρή επιλογή ή, αν θέλετε, δεν προσφέρει λύση ούτε μπορεί να αγαπηθεί από τον θεατή. Αντιθέτως, η μουσική υφίσταται για να γεμίζει, να ομορφαίνει, να ολοκληρώνει, να ενθουσιάζει κ.ο.κ. δηλαδή καθόλου για να συγχύζει, να μπερδεύει ή να κακοποιεί τ' αφτιά μας. Αυτή η μουσική, της κυρίας Ζήκου, είναι ιδανική για την πρόκληση και την κατάσταση που είχε να διαχειριστεί και –αν με ρωτάτε– φεύγοντας από τον χώρο είχα την αίσθηση ότι η μουσική αποτέλεσε το ήμισυ της εμπειρίας. Δηλαδή, χωρίς εκείνη η παράσταση θα ήταν μισή.
Το θέαμα [επίτηδες το γράφω έτσι γιατί δεν πρόκειται για κλασικό θέατρο] είναι αξιολογότατο, οι συντελεστές του κερδίζουν τις εντυπώσεις και το σύνολο ενδείκνυται για όλες τις ηλικίες αλλά –αυτό είναι ένα ακόμα ενδιαφέρον σημείο– και για τις μικρότερες, όπως τους έφηβους. Η γλώσσα μην σας προβληματίσει καθώς θα υπάρχουν υπέρτιτλοι αλλά και οι ίδιοι οι ηθοποιοί διαθέτουν καθαρή άρθρωση και παρακολουθούνται άνετα.


