Είδαμε πρόσφατα την Αγγέλα, του Γ. Σεβαστίκογλου, στο θέατρο Altera Pars, σε σκηνοθεσία του κ. Π. Νάκου.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο, γραμμένο του 1957, στην Μόσχα -χρονιά που εγκαταστάθηκε το ζεύγος Σεβαστίκογλου-Ζέη εκεί, ύστερα από την παραμονή τους στην Τασκένδη. Ο Σεβαστίκογλου ήθελε να γράψει ένα κείμενο για να το ανεβάσει ο Κουν, καίτοι γνώριζε πολύ καλά πως αυτό ήταν αδύνατο να συμβεί την εποχή εκείνη. Κι έγραψε την Αγγέλα. Γνωρίζουμε πως το έργο είχε τελειώσει μέχρι το καλοκαίρι του ’57 κι έως το φθινόπωρο του ιδίου χρόνου ήταν έτοιμη και η ρωσική μετάφρασή του. Ανέβηκε με επιτυχία από το θέατρο Βαχτάγκοφ. Το 1964 το ανεβάζει κι ο Κουν στην Ελλάδα με την κ. Μάγια Λυμπεροπούλου σε ένα από τους βασικούς ρόλους. Κι από κει και πέρα το έργο παίρνει τον δρόμο του, για να φτάσει σήμερα να θεωρείται ένα από το κορυφαία -για να μην πω το καλύτερο- έργα της νεοελληνικής δραματουργίας.
Είναι ένα κοινωνικό δράμα, πολύ δυνατό, με κλιμακωτές εντάσεις, με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις -και πως άλλως- που διαδραματίζεται στις ταράτσες και στις σκάλες υπηρεσίας, σε κάποια από τις νεόδμητες πολυκατοικίες των Αθηνών της εποχής -αν και το σκηνικό εναλλάσσεται στην εξέλιξη της πλοκής, και εστιάζει πάνω στις ζωές των υπηρετριών που έρχονταν από την ελληνική επαρχία να δουλέψουν στα σπίτια των «αστών» της εποχής. Έχει χαρακτηριστεί επίσης ως μετεμφυλιακό δράμα, πολιτικό δράμα, μια βίαιη ιστορία ενηλικίωσης. Κι όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί σαφώς κι ευσταθούν, πλην όμως αν τους προσλάβουμε κατά μόνας, ίσως και να χάσουμε το ζουμί του έργου. Γι’ αυτό το λόγο κι επιμένω στον χαρακτηρισμό «κοινωνικό δράμα» και θα προσέθετα με σαφείς προεκτάσεις αστυνομικού δράματος -θα μπορούσε…
Το έργο ξεκινάει με την αυτοκτονία της Τασίας, μιας 17χρονης υπηρέτριας, για άγνωστους, αρχικά, λόγους. Την αντικαθιστά η Αγγέλα, μια άλλη δεκαεπτάχρονη, που έρχεται από την επαρχία, μέσω πρακτορείου να πιάσει δουλειά. Ορφανή, μεγαλωμένη σε συγγενείς και με έναν αδερφό αντάρτη νεκρό. Κι από κάπου εδώ αρχίζουν κι εξελίσσονται οι ζωές τη Αγγέλας και των άλλων υπηρετριών -οι επονομαζόμενες και «δούλες»- ζωές υποταγμένες, καταρρακωμένες, μίζερες, φτωχές, απελπισμένες, με όνειρα και φρούδες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, με βεβαρυμμένο παρελθόν κι απροσδιόριστο μέλλον, ζωές ανακατεμένες είτε με τον υπόκοσμο είτε με την αστυνομία, που ζουν κάτω από συνθήκες ψυχολογικής και έμπρακτης βίας και που στην ουσία δεν ζουν ούτε για το τώρα, ούτε για το χθες, ούτε για το αύριο.
Η Γεωργία, υπηρέτρια γύρω στα τριάντα, που κάνει πλάτες στο ξάδερφο κι αγαπητικό της Στράτο, κάποια χρόνια μικρότερό της κι αμφιβόλου ποιότητας και ηθικής χαρακτήρα. Έναν τύπο ανακατεμένο με πορνεία, προαγωγό, με άκρες στην καλή κοινωνία και την αστυνομία, που εκμεταλλεύεται τον έρωτά της για να κάνει τις δουλειές του -και ηθικό αυτουργό, όπως αποκαλύπτεται στην εξέλιξη, της αυτοκτονίας της Τασίας. Η Φανή, 18χρονη που παντρεύεται έγκυος τον Μένιο, αστυφύλακα της περιοχής και που αναγκάζεται να κάνει έκτρωση όταν διώχνουν τον άντρα της απ’ την υπηρεσία και τα αφεντικά της δηλώνουν πως μέχρι να γεννήσει θα την έχουν απλήρωτη. Η Άννα, «δούλα» στα σαράντα, που κατηγορείται τελικά για κλοπή και την συλλαμβάνουν. Ο Λάμπρος, αδερφός της Τασίας, που τον ερωτεύεται η Αγγέλα και προσπαθεί, εις μάτην, να τον γλιτώσει απ’ την πλεκτάνη που του στήνει ο Στράτος για να την εκμεταλλευτεί, ενώ αυτός ψάχνει απεγνωσμένα τον ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας της αδερφής του. Η Νέρα, που θέλει να γίνει σταρ του κινηματογράφου και στο τέλος την «πουλάει» ο Στράτος σε κάποιον Αμερικανό ναύτη. Κι όλα αυτά δοσμένα είτε υπαινικτικά είτε ευθέως απ’ τον συγγραφέα συνθέτουν ένα σκηνικό, που καμιά ταινία αργότερα, παρόμοιας υφής, δεν κατάφερε να μας δώσει σε τέτοιο ψυχολογικό βάθος, όσον αφορά τους χαρακτήρες των κατωτέρων κοινωνικών τάξεων που αγγίζουν τα όρια του περιθωρίου.
Η Γεωργία, υπηρέτρια γύρω στα τριάντα, που κάνει πλάτες στο ξάδερφο κι αγαπητικό της Στράτο, κάποια χρόνια μικρότερό της κι αμφιβόλου ποιότητας και ηθικής χαρακτήρα. Έναν τύπο ανακατεμένο με πορνεία, προαγωγό, με άκρες στην καλή κοινωνία και την αστυνομία, που εκμεταλλεύεται τον έρωτά της για να κάνει τις δουλειές του -και ηθικό αυτουργό, όπως αποκαλύπτεται στην εξέλιξη, της αυτοκτονίας της Τασίας. Η Φανή, 18χρονη που παντρεύεται έγκυος τον Μένιο, αστυφύλακα της περιοχής και που αναγκάζεται να κάνει έκτρωση όταν διώχνουν τον άντρα της απ’ την υπηρεσία και τα αφεντικά της δηλώνουν πως μέχρι να γεννήσει θα την έχουν απλήρωτη. Η Άννα, «δούλα» στα σαράντα, που κατηγορείται τελικά για κλοπή και την συλλαμβάνουν. Ο Λάμπρος, αδερφός της Τασίας, που τον ερωτεύεται η Αγγέλα και προσπαθεί, εις μάτην, να τον γλιτώσει απ’ την πλεκτάνη που του στήνει ο Στράτος για να την εκμεταλλευτεί, ενώ αυτός ψάχνει απεγνωσμένα τον ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας της αδερφής του. Η Νέρα, που θέλει να γίνει σταρ του κινηματογράφου και στο τέλος την «πουλάει» ο Στράτος σε κάποιον Αμερικανό ναύτη. Κι όλα αυτά δοσμένα είτε υπαινικτικά είτε ευθέως απ’ τον συγγραφέα συνθέτουν ένα σκηνικό, που καμιά ταινία αργότερα, παρόμοιας υφής, δεν κατάφερε να μας δώσει σε τέτοιο ψυχολογικό βάθος, όσον αφορά τους χαρακτήρες των κατωτέρων κοινωνικών τάξεων που αγγίζουν τα όρια του περιθωρίου.
Πρόκειται πράγματι για ένα δυνατό έργο -στα όρια της γροθιάς στο μαλακό υπογάστριο. Κατάφερε όμως η παράσταση να αποδώσει αυτά και πολλά άλλα που περιλαμβάνει το έργο;
Εκτός από την Αγγέλα υπάρχουν δύο-τρεις ακόμα χαρακτήρες κλειδιά του έργου. Η Γεωργία, ο Στράτος και ο Λάμπρος. Απ’ αυτούς, εκείνος που στάθηκε στο ύψος του έργου ήταν ο Λάμπρος, κατά κόσμον Π. Νάκος, που σκηνοθετούσε και την παράσταση. Φαινόταν πως ήταν κι ο μοναδικός που βρισκόταν στο πετσί του ρόλου. Γεγονός παράταιρο, αφού συνήθως αυτοί που σκηνοθετούν και παίζουν δεν τα καταφέρνουν πάντα και τόσο καλά, στο δεύτερο κομμάτι. Όσο για το πρώτο, την σκηνοθεσία, ο κ. Νάκος τα πήγε περίφημα -πλην του τέλους. Η κορύφωση του δράματος ήταν στεγνή, άνευρη, σε σχέση πάντα με το κείμενο. Κι ενώ με το κινηματογραφικό εφέ και την έντονη μουσική προσπάθησε να δώσει περισσότερη ένταση, τα αποτελέσματα ήταν διαφορετικά. Η Γεωργία αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση για το έργο αλλά και ως παίξιμο. Έξυπνοι οι υστερισμοί της, έδεναν με τον ρόλο, πλην όμως κινούνταν πάντα στα όρια, σε σημείο μάλιστα, αρκετές φορές, να μην καταλαβαίνουμε και τι ακριβώς έλεγε, κάνοντας μας να αναρωτηθούμε μέχρι και για μια κακή άρθρωση. Κι όμως, φαινόταν πως θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα. Ο Στράτος ήταν η μεγάλη απογοήτευση. Δεν κατάφερε να πείσει ούτε μια στιγμή ως άνθρωπος του υποκόσμου, νταβατζής, ρουφιάνος, προαγωγός κ.λ.π. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν το παίξιμό του ήταν πρωτοβουλία του ή σκηνοθετική οδηγία. Αρκετά καλές ήταν η Φανή και η Νέρα στους ρόλους τους -η δε Φανή θα λέγαμε έως και χαρακτηριστική για τον ρόλο αυτό. Ποιο έμπειρη φάνηκε, ακόμα και για τον ρόλο της, η Άννα. Στον ίδιο επίπεδο κινήθηκε και ο Μένιος.
Κι αφήσαμε την Αγγέλα τελευταία, για διάφορους λόγους. Κυρίως διότι ο ρόλος της αποδεικνύεται εντελώς αβανταδόρικος, στην εξέλιξη και μέχρι το τέλος του έργου. Πρόκειται για μια δεκαεπτάχρονη από επαρχία, που δεν έχει ξαναδεί στη ζωή της πόλη ούτε και θάλασσα και η οποία καλείται να αντεπεξέλθει στον νέο της ρόλο. Πράγματι, μετά από ένα χρόνο στη θέση της «δούλας», γίνεται γυναίκα από τον Λάμπρο, στην αρχή συναισθάνεται τον δολοφόνο της Τασίας, στην πορεία καταφέρνει να βεβαιωθεί παίρνοντας μαρτυρίες και τέλος διαχειρίζεται τις πληροφορίες της, προσπαθώντας να σώσει τον αγαπημένο της. Η Αγγέλα της παράστασης λοιπόν, δεν ήταν κακή για τον ρόλο. Περισσότερο θα την χαρακτηρίζαμε ως μια ήπιων τόνων Αγγέλα. Όχι υποτονική. Μα ήρεμη· και πολύ εύκολα αυτό θα το συνδυάζαμε με την καλή διαχείριση των πληροφοριών και το εύστοχο ένστικτό της. Μας διέψευσε όμως στο τέλος. Κρατώντας στα χέρια της το σώμα του μαχαιρωμένου Λάμπρου, περιμέναμε ίσως μεγαλύτερη ένταση στην σπαραξικάρδια κραυγή «θα ζήσει», που, αλίμονο, δεν βγήκε ποτέ…
Κατ’ επέκταση, πέραν των σκηνικών που ήταν αξιόλογα, δεν κατάλαβα την ενδυματολογική προσέγγιση των ηρώων. Περισσότερο έφερναν σε υπηρέτριες σύγχρονές μας, παρά εποχής. Γεγονός που μειώνει παρά προσδίδει. Η μουσική επένδυση ταιριαστή, εξαιρουμένου του τέλους, της τελευταίας εικόνας, που περιμέναμε να στήσει ο σκηνοθέτης ολόκληρο γαϊτανάκι εϊβαλάδων, αποκριάτικο, με χαρακτηριστική μουσική κ.λ.π., κι όχι αυτό το κινηματογραφικό τέλος, με μάσκα στον δολοφόνο που παραπέμπει σε σύγχρονο αμερικάνικο θρίλερ.
Και για να τελειώσουμε, στο διά ταύτα. Χάσαμε τον χρόνο μας παρακολουθώντας αυτή την παράσταση; Όχι, καθόλου. Μα θα περιμέναμε, έχοντας στα χέρια μας ένα τέτοιο κείμενο, να δούμε περισσότερα πράγματα. Και, άρα, κατ’ επέκταση, το κείμενο έδωσε τα θετικά της παράστασης ή οι ηθοποιοί κατάφεραν να αναδείξουν το κείμενο;
Χρήστος Κορφοξυλιώτης
Περισσότερα για την Αγγέλα και ταυτότητα παράστασης εδώ
Περισσότερες παραστάσεις στο Altera Pars