Θυμάμαι Θεανώ μου τα εφηβικά μας χρόνια και πολλές φορές έχω την αίσθηση όταν μιλώ γι’ αυτά, ότι πρόκειται για πρόσωπα που καμία σχέση δεν έχουν με εμένα, εκτός από το γεγονός που δεν αλλάζει ποτέ στο σκηνικό του κάδρου των αναμνήσεων, που αφορά στο κεφάλαιο το δικό σου και που σε θεωρούσα τον πιο κοντινό μου άνθρωπο πάντα. Ήσουνα και θα είσαι για πάντα η κολλητή μου, η φίλη της καρδιάς μου.
Είναι προς εξερεύνηση το τί είναι εκείνο που κάνει όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό, ως και τα όνειρά μου να περιστρέφονται λίγο πολύ στην εποχή εκείνη, γύρω στα δεκαέξι μας χρόνια. Σου είχα πάντα τυφλή εμπιστοσύνη και δεν διστάζω να πω ότι σε είχα πιο πάνω και από τα αδέρφια μου. Νιώθω ευλογημένη που δεν διαψεύστηκα, ήσουν όντως άξια της αγάπης μου και της αφοσίωσής μου. Είσαι αναπόσπαστο μέλος της οικογένειάς μου, με πάντρεψες, βάφτισες την Πέρσα Β' μου και πέρα από κάθε αμφιβολία με αγαπάς και συ το ίδιο.
Θυμάμαι πόσο ζήλευε η τρίτη της συντροφιάς μας, η Ναταλίτσα, όταν της έλεγα ότι εκείνη ήταν η πρώτη… αναπληρωματική. Μέχρι που είδε και απόειδε και το πήρε απόφαση ότι ορισμένες σχέσεις είναι καρμικές και δεν γίνεται να αλλάξουν…
Ειλικρινά σου λέω ότι αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, παρακαλώ τον Ύψιστο να σε έχω πάλι δίπλα μου, με όποια ιδιότητα, σαν φίλη, σαν αδερφή, σαν δικό μου άνθρωπο τέλος πάντων.
Σήμερα, τι θυμήθηκα λες;
Το πόσο αυστηροί ήταν οι γονείς της φίλης μας κυρίως ο πατέρας της.
Τον έτρεμε κυριολεκτικά.
Σε προϊδεάζω να ακούσεις ένα μυστικό που έχω θάψει βαθιά στην ψυχή μου και που αν το φανέρωνα θα κατέστρεφα πολλές ζωές, με πρώτη αυτήν της φίλης μας της Ναταλίας. Φυσικό είναι να αναρωτηθείς γιατί το κάνω τώρα. Κυρίως γιατί εκείνη έφυγε τόσο, μα τόσο, νωρίς αλλά χωρίς να κουβαλά στην ψυχή της ασήκωτο βάρος. Και ακόμα γιατί είναι το μόνο που δεν έμαθες ποτέ, όπως και κανένας άλλος εξυπακούεται.
Ήταν θυμάμαι Κυριακής απομεσήμερο. Εσύ είχες πάει κάπου με τους γονείς σου προς μεγάλη λύπη και των τριών μας που είχαμε άλλα σχέδια αλλά μας τα χαλούσαν αι βουλαί των μεγάλων που ενεργούσαν τελείως δικτατορικά πάνω στα δικά μας θέλω.
Να σημειωθεί δε ότι η Κυριακή δεν ήταν και το καλύτερό μας αφού είχαμε σχολείο Σάββατο απόγευμα και Δευτέρα πρωί. Που σημαίνει ελάχιστες ώρες ελεύθερες και μας τις έτρωγαν άλλοι κατά πώς ήθελαν.
Ωραία χρόνια, σου λέει ο άλλος. Πώς; Αμέ!
Λαχταρίσαμε να πάμε σινεμά, ήταν η μόνη μας εβδομαδιαία διαφυγή από την κλεισούρα του σχολείου και το φοβερό τεφτέρι του καθηγητή που σου την είχε στημένη να αναγγείλει το όνομά σου πράγμα που εσύ δεν περίμενες μιας και σε είχε σηκώσει την προηγούμενη. Σαδισμός. Για να σε τσακώσει αδιάβαστη!
Παρακάλεσε λοιπόν η φίλη μου του δικούς της να μας επιτρέψουν να πάμε στον κινηματογράφο της γειτονιάς μας, κοπέλες 16 χρόνων, μα αυτοί ανένδοτοι. Είπαν όχι, πάει και τελείωσε.
Βρε βουρκώσαμε... Βρε ψεύτο-αυθαδιάσαμε, αφού το παιχνίδι το είχαμε χαμένο έτσι και αλλιώς… Τίποτα. Προσβλέποντας σε ένα πληκτικό απόγευμα με την tv και την ακόμη ανιαρότερη συντροφιά τους και με το πρόγραμμα της αρεσκείας τους, βεβαίως βεβαίως. Χούντα σκέτη.
Έκανα να φύγω, αλλά ο πατέρας της βλέποντας ίσως ότι το παράκανε, υπαναχώρησε μεν αλλά με όρους. Να έρθει και εκείνος μαζί μας!
Αυτό αφαίρεσε το μισό από την μελλούμενη διασκέδασή μας αλλά τι να κάνουμε, ήταν διαταγή και τα σκυλιά δεμένα. Πόσο καλύτερα θα ήταν τελικά να είχαν επιμείνει στην άρνησή τους, θα είχα αποφύγει τον εφιάλτη που θα ακολουθούσε και δεν μπορούσα να προβλέψω μέσα στην αθωότητα των δεκάξι μου χρόνων.
Στο σινεμά η ουρά έξω, στο ταμείο, ήταν ατέλειωτη. Αμίλητος ο πατέρας τής Ναταλίτσας τόσο που περιμέναμε να πει πάμε να φύγουμε από δω. Δεν το είπε. Δυστυχώς!
Κάποτε τελείωσε η προηγούμενη προβολή, αυτή του μεσημεριού και παρά το γεγονός που πολλοί ήταν εκείνοι που έμεναν να δουν το έργο και δεύτερη φορά για να το εμπεδώσουν, καταφέραμε και βρήκαμε θέσεις.
Καθίσαμε. Στη μέση ο πατήρ, δεξιά του η φίλη μου, εξ ευωνύμων εγώ. Και άλλο ένα μείον στην ιστορία, γιατί έτσι χάναμε το χαμηλόφωνο σχολιασμό των τεκταινομένων στην μεγάλη οθόνη, όπως το συνηθίζαμε, συμμετέχοντας στην δράση των ηρώων που βλέπαμε, ακολουθώντας τον ρόλο εκείνων που προτιμούσαμε. Κοντολογίς δεν θέλαμε να είμαστε παθητικοί θεατές και κομπάρσοι αλλά μέρος του καστ των πρωταγωνιστών τρόπον τινά. Illusion συμμετοχής δηλαδή που σ’ αυτήν την περίπτωση πήγαινε χαμένη.
Αρχίζει το έργο, γίνεται διάλειμμα πάνω στο ωραίο σημείο, μας κερνάει από μια σακουλίτσα ποπ κορν ο γονιός και αρχίζει το δεύτερο μέρος μαζί με τον εφιάλτη που καλά φυλάει, δεκάδες χρόνια τώρα, το απαίσιο μυστικό του.
Ξαφνικά αισθάνομαι το χέρι του πατέρα πάνω στο μπούτι μου και τρελαίνομαι. Αρπάζω έξαλλη το βρώμικο χέρι, τού κατά τ’ άλλα αυστηρού πατέρα, και το τινάζω από πάνω μου σαν βρωμερό έντομο. Με πιάσανε τα κλάματα γα την προσβολή αφ’ ενός στο πρόσωπό μου, αφ’ ετέρου για το φαρισαϊσμό της ηθικής που είχε εγκλωβίσει τις κόρες του, το γιο του και την γυναίκα του και ακόμη για την αγωνία μου μη πάρει είδηση η Ναταλίτσα και της κατέστρεφε τη ζωή τούτη εδώ η "κοσμογονία". Αν το μάθαινε Θεέ μου δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα γινόταν πέρα από το συναισθηματικό χάος όπου θα καταβαραθρώνονταν και το πρακτικό μέρος. Πώς δηλαδή θα ξανά αντίκριζε τον πατέρα της, διαζύγια ίσως με την μητέρα και τόσες επιμέρους επιπτώσεις που το τέρας αγνόησε.
Είμαι πλέον σίγουρη ότι δεν φοβήθηκε τον διασυρμό του, σίγουρος ων ότι δεν θα τον μαρτυρούσα, ξέροντας την δική μου ηθική, αλλά και την αγάπη μου στην κόρη του, τη ζωή της οποίας δεν θα διανοούμουν να καταστρέψω.
Η κοινή μας φίλη Θεανώ μου μέχρι που έφυγε από τον κόσμο τούτο δεν έμαθε το παραμικρό για τούτο το μυστικό που κράτησα κι από σένα ακόμη, που ήξερες όπως κι εκείνη, ακόμα και πότε φτερνιζόμουν. Με πόνο ψυχής απομακρύνθηκα από το περιβάλλον της και το έφερε βαρέως ότι έμενα κολλητή σε σένα, ενώ μ’ εκείνη τέλος.
Υπήρξε όμως μια στιγμή που λίγο ακόμη και να της έλεγα την αλήθεια όταν φτιάχνοντάς τα με ένα γειτονόπουλό της, εισέπραξε απίστευτες όπως μάθαινα τιμωρίες και ταπεινώσεις από τον "ηθικό" γονιό που το δικό του κούτελο το ήθελε ο αρχιφαρισαίος καθαρό, να μην το λερώσει η κόρη του με την πανέμορφη πρώτη της αγάπη.
Κανείς μέχρι τώρα δεν έμαθε το μυστικό μου και αν σου το εξομολογούμαι τώρα είναι γιατί ξέροντάς σε πια καλά θα είναι σαν να μην το άκουσες ποτέ και ας με κοιτάς με τούτο το βλέμμα του σπαραγμού και της οδυνηρής έκπληξης.
Εκτός…
Εκτός αν την είχε πέσει και σ’ εσένα. Δεν θα μου έκανε καμιά εντύπωση αν μου έλεγες κάτι τέτοιο. Καμία όμως.
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Εικοστό ένατο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου