Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ με τη συλλογή διηγημάτων του «Φυσορρόος», ξέρει να «γητεύει» τις καρδιές και να επικοινωνεί με το δικό του συγκλονιστικό τρόπο, τις συμφορές του ελληνισμού από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Με αμεσότητα και λιτή, δωρική αφήγηση, περνά σαν κινηματογραφική ταινία στον ανυποψίαστο αναγνώστη, τις τραγικές στιγμές των απανταχού κατοίκων της πολύπαθης νήσου. Η διήγησή του χωρίζεται σε δύο θεματικές ενότητες και εμείς ξεκινάμε από τις ιστορίες του σπαραγμού για να καταλήξουμε σ’ εκείνες της αθωότητας… σαν δύο αντίπαλα στρατόπεδα… σαν αυτά που χώρισαν και αιματοκύλισαν τον κυπριακό λαό, σαν το σκοτάδι που αντιμάχεται με το φως…
Η γραφή του συνεπαίρνει, συγκινεί, σε μεταφέρει σε τόπους και μνήμες ανθρώπων που μόχθησαν, αγάπησαν, έζησαν και σε ανύποπτο χρόνο, εξαναγκάστηκαν ν' αφήσουν τα πάντα, τη γη και τις ζωές τους, μα το μεγαλείο της ψυχής τους έμεινε πίσω, ρίζωσε σε κάθε δέντρο, ρημαγμένο σπίτι, αγαπημένο αντικείμενο, για να θυμίζει σε όλους μας ότι η ελευθερία είναι το πολυτιμότερο εκ των αγαθών και αληθινή ευλογία όσοι τη βιώνουν.
«Η ζωή συνεχίζεται» εντούτοις και ήδη με τον τίτλο του πρώτου διηγήματός του, οι λέξεις σφυροκοπούν σ’ ακατάπαυστο ρυθμό τα μηνίγγια, σαν τις σφαίρες που γάζωσαν το σώμα του παραπληγικού στρατιώτη-αφηγητή, σ’ έναν σπαρακτικό μονόλογο-παραλήρημα που δε λέει να κοπάσει. Διαβάζεται απνευστί, χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσες, χωρίς τελείες. Και πώς να βάλεις τελεία σε ό,τι έζησες, σ’ ό,τι υπέφερες, στις απώλειες και το ραγισμένο μέσα σου, στην ίδια τη ζωή; Οι πληγές είναι βαθιές, αλλά εσύ αισθάνεσαι ευγνώμων γι’ αυτά που πέρασες και συνεχίζεις… (Εδώ διαφαίνεται το μεγαλείο της ψυχής που λέγαμε).
Και είναι αλήθεια πως με το που αρχίζεις την ανάγνωση, αισθάνεσαι μικρό παιδί που σε παίρνουν στοργικά απ' το χέρι και σε μεταφέρουν στο κέντρο των γεγονότων. Ζεις έτσι τις ίδιες ιστορικές στιγμές με τους απλούς αντιήρωες που διαβάζεις, γίνεσαι κοινωνός της πεμπτουσίας του δράματος, ταυτίζεσαι κι εσύ.
Πολλά από τα διηγήματα του συγγραφέα, εγείρουν αυτοβιογραφικής χροιάς, χωρίς όμως ίχνος δασκαλισμού και εκμαίευσης συναισθημάτων, όπως στην «κόρη του δραγουμάνου» που αισθάνεται υπόχρεος ν’ αποκαταστήσει την αλήθεια σε μια παλιά διαστρεβλωμένη ιστορία, σαν φόρο τιμής στην γιαγιά που του έλεγε παραμύθια όταν ήταν παιδί. Και ως δια μαγείας, εκείνη αποκαλύπτεται, μέσα απ' την πένα του, σ' όλη την απλότητά της.
Στο «σταυρόλεξο», ένας καθημερινός άνθρωπος, τρελαμένος από τον πόνο και τις απώλειες του πολέμου, πασχίζει να λύσει έναν γρίφο, προσπαθώντας πάνω εκεί να κρατήσει τις ισορροπίες και να ξετυλίξει το μπερδεμένο κουβάρι της ζωής του. Μα οι λέξεις δεν φέρνουν τη γιατρειά και ο συγχυσμένος νους χάνεται ολότελα στο λαβύρινθό του. Η απόπειρα φόνου είναι πλέον κοντά.
Στο «Βένετο ξωπόρτι», στην «Επιστροφή στην Ευτυχία», στην «Κιθάρα», η νοσταλγία ή νόστος, (όπως είναι πιο σωστά η έκφραση για τους παλιννοστούντες), διαπερνά με ρίγος τους πρωταγωνιστές των ιστοριών μας, μπρος στη θύμηση παλιών ευτυχισμένων στιγμών, που όμως πέρασαν ανεπιστρεπτί, η θλίψη διαχέεται σε αγαπημένα μέρη με αγαπημένα πρόσωπα, χαραγμένα για πάντα στο μυαλό και στην ψυχή.
Δε μπορείς παρά να βουρκώσεις, στο δράμα της μάνας που χάνει τα λογικά της, προσμένοντας μάταια το μονάκριβο γιο της που αγνοείται χρόνια κι εκείνη στέκεται έρημη στη στάση κάποιου λεωφορείου…
Κι αλλού αισθάνεσαι τη φρίκη και τη βαναυσότητα του πολέμου, ιδωμένη μέσα από τη ματιά ενός επιζώντα κρατουμένου, που για να κρατηθεί όρθιος στο ασφυκτικό κελί του, φτιάχνει αυτοσχέδια κομπολόγια από κουκούτσι ελιάς και καταφέρνει μ’ αυτόν τον τρόπο να παραμείνει ζωντανός… και πολύ αργότερα έχει να διηγείται απ' το βαρύτιμο φορτίο, στον εγγονό του.
Σε πόσες ιστορίες χάνεσαι και περιδιαβαίνεις σκεφτικά τους πανέρμους τώρα δρόμους, που πριν έσφυζαν από γέλιο και ζωή… Όπως κι ο παπαγάλος, στο διήγημα «Η πόλη όλη», που ξέμεινε σε μια άδεια πόλη που βουβάθηκε…
Για να ξεχαστείς εντελώς στην ανεμελιά των παιδικών χρόνων, οδηγώντας το ποδήλατο που μόλις σου χάρισαν… ή ν’ αφεθείς στη μαγεία της εξιστόρησης για ένα φανταστικό κυνήγι θησαυρού.
Η ανάλαφρη θεματολογία της δεύτερης ενότητας σε ανακουφίζει σαφώς από τον όλεθρο και τη βιαιότητα που υπάρχουν στην πρώτη, σε παρασέρνει στο ρυθμό της, συναντάς παιδικούς φίλους που είχες να δεις χρόνια, ξαναγίνεσαι παιδί και τρέχεις στο δάσος να παίξεις μαζί τους, ο χρόνος δεν έχει πια καμιά απολύτως σημασία… οι πληγές είναι λιγότερο βαθιές τώρα…
Και η μαγεία της ανάγνωσης τελειώνει κάπου εδώ…
Η συλλογή διηγημάτων του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Φυσορρόος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε μεταξύ των άλλων:
Φυσορρόος: λέξη συνθηματική, που λέγεται από γητευτή για εκδίωξη κάποιου κακού (από το φυσώ+ρέω).
Περισσότερα: Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ και ο Φυσορρόος