Ευαγγελίας Αλιβιζάτου
Και κουραστικά, μα οι άνθρωποι άντεχαν.
Οι στιγμές τους καθόρισαν το χαρακτήρα τους.
Κουβαλούσαν τον πόνο τους.
Σήκωναν τα μανίκια, προσπαθούσαν να
αδράξουν τη μέρα...
Έπειτα... σε λιγοστά
Σπασμένα σαν κούκλες ψεύτικες πέρα δώθε, να φυτέψουν, να οργώσουν.
Για τους καρπούς.
Για την τροφή που θα τους κρατούσε όρθιους.
Να γεννήσουν, να αντέξουν τη φτώχεια.
Το χλευασμό, ανήμποροι να ονειρευτούν,
ένα καλύτερο μέλλον.
Μάτια πονεμένα, κουρασμένα από το φως
της κίτρινης λάμπας.
Σαν ξημέρωνε τρεχαλητό
στο πηγάδι να σύρει ο άντρας το σίκλο
με το κρυστάλλινο νερό... κοιτούσε βαθιά,
και έβλεπε το πρόσωπό του.
Μιλούσε ώρα στο πηγάδι, η φωνή του έφτανε ωσάν βουητό στα έγκατα της γης.
Άκουγε το γάργαρο νερό να βυθίζεται
μέσα στο κουβά και με χαρά το ανέβαζε μέχρι πάνω.
Αυτές ήταν στιγμές, γαλήνης.
Και έπειτα ο καθένας στη δουλειά του.
Ζύμωμα, φούρνισμα, ζεστό κρασί,
Μια μπάλα από χαρτί κλωτσούσαν τα κούτσικα,
το γέλιο τους έφτανε μέχρι
τον ουρανό, στα αφτιά του Θεού.
Τα χρόνια εκείνα η φασαρία δεν ήταν
από τα αμάξια ήταν από τα κάρα...
Από τα άλογα, για μήπως και ποδήλατα...
Μα οι αγκαλιές δεν στέρεψαν,
η φτώχεια
δεν τους άγγιζε, είχαν αγάπη και έφτανε.
Με χίλιους δυο κακούς καιρούς και με ένα κούτσουρο φωτιά, το κάστανο για συντροφιά έδινε γλύκα στα όνειρα.
Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι...
έχτιζαν τις ρωγμές τους, και με περίσσευμα ψυχής γιάτρευαν τις πληγές τους.
🌸
Copyright © Ευαγγελία Αλιβιζάτου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Όλγας Μπαρμάζη [από την ατομική της έκθεση «Στην εποχή της Περσεφόνης»]
Σημ. επιμ.: Σίκλος είναι ο κουβάς για άντληση νερού (αρχαία ελληνικά) ενώ απαντάται και σίγλος.