Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Ο πρίγκιπας του Βόρνεο: Το Φάντασμα * Το δέκατο τάγμα * Υπόσχεση * Οι Μαζαράκηδες, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Τα πέντε φαντάσματα * Το αίμα είναι για να χύνεται * Έξι τίτλοι πεζογραφίας των εκδόσεων Ελκυστής * Το χάλκινο νησί: Η δημιουργία των ανθρωποειδών * Labirinto * Επτά τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Για όλα φταις εσύ * Η Κιμ ξέρει και άλλες ιστορίες * Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου * Στιγμές ζωής ** Ποίηση: 62 ποιήματα * Ανατέλλουσα ψυχή * Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια *** Παιδικά: Πίστεψέ το... και θα τα καταφέρεις *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas *** Δοκίμιο: Εν αρχή ην ο λόγος

Αυτοβιογραφικό

Γιώργου Μπιλικά

Φωτογραφία του Joshua Earl

Ο τόπος που ζούσα ήταν καταδικασμένος να καταστραφεί από μια πυρηνική έκρηξη. Το είχαν πει οι προφήτες με τα λυπημένα μάτια, αυτοί που έβλεπαν τα πάντα χωρίς να κοιτάζουν καν. Οι λέξεις τους έμοιαζαν να αιωρούνται στον αέρα, βαριές σαν αλυσίδες, και το τέλος φάνταζε τόσο αναπόφευκτο όσο η βύθιση μιας πέτρας στο νερό. Έπρεπε να προετοιμαστώ. Να φτιάξω ένα σχέδιο, να μαζέψω τα λιγοστά μου υπάρχοντα και να σχεδιάσω μια διαδρομή προς έναν τόπο όπου οι ουρανοί δεν θα έσταζαν φωτιά και η γη δεν θα άχνιζε από τον θάνατο. Έπρεπε να φύγω χωρίς να κοιτάξω πίσω και χωρίς να αφήσω τη σκιά της νοσταλγίας να με καθηλώσει. Κάθε ανάμνηση έπρεπε να μείνει πίσω, σαν τα ρούχα ενός παλιού εαυτού που δεν μου έκανε πια.

Το μέρος που ζούσα ήταν ένα νησί, ένας απομονωμένος κόσμος περικυκλωμένος από θάλασσα. Η μόνη διέξοδος ήταν ένα πλοίο. Όμως, για να φύγω, χρειαζόμουν έναν ναυπηγό, κάποιον με τις γνώσεις και την τέχνη να κατασκευάσει αυτό το σωτήριο μέσο. Όλα αυτά, όμως, έμοιαζαν ακατόρθωτα, καθώς το καθεστώς είχε υψώσει τείχη όχι μόνο από πέτρα, αλλά και από φόβο και παραπληροφόρηση. Οι προπαγανδιστές, με τις φωνές τους που αντηχούσαν σαν ξόρκια, διακήρυτταν:
«Τα πλοία είναι φανταστικά δημιουργήματα, αποκυήματα μυθοπλασίας! Όσοι ισχυρίζονται ότι είναι ναυπηγοί, δεν είναι παρά επικίνδυνοι απατεώνες που σπέρνουν την αμφιβολία και βλάπτουν την ευημερία του καθεστώτος μας. Πολύ σύντομα, όλοι αυτοί θα συλληφθούν και θα τιμωρηθούν, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη και η αλήθεια.»
Ο φόβος που γεννούσαν οι λέξεις τους, είχε μπολιάσει τις καρδιές των ανθρώπων του νησιού. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει, πόσο μάλλον να φανταστεί έναν κόσμο πέρα από τον ορίζοντα. Αλλά εγώ, κόντρα στον παραλογισμό, δεν μπορούσα να σταματήσω να ονειρεύομαι το πλοίο που θα με έβγαζε μακριά. Στην αρχή αντέδρασα. Μα τι λένε; Τι θα πει «φανταστικό όχημα»; Είναι δυνατόν; Στο κάτω κάτω, η ύπαρξή μου η ίδια είναι απόδειξη ότι τα πλοία υπάρχουν. Ο πατέρας μου ήρθε με πλοίο δύο μηνών βρέφος από τη Σμύρνη στον Πειραιά και η γιαγιά μου, κυνηγημένη από τις φλόγες και την καταστροφή, πρόλαβε να περάσει με πλοίο από τη Σμύρνη απέναντι στη Χίο, για να φέρει στον κόσμο τη μητέρα μου. Πώς λοιπόν να αμφισβητήσω την ύπαρξη των πλοίων, όταν η ίδια η ιστορία μου έχει χαραχτεί πάνω στα κύματα; Αν δεν υπήρχαν, δεν θα υπήρχα σήμερα ούτε εγώ. Έτσι δεν είναι; Θα ήμουν κάποιος άλλος, με διαφορετικούς γονείς, σε άλλο τόπο, με άλλες μνήμες και άλλα όνειρα. Και τότε, αυτό το κείμενο που διαβάζεις τώρα, δεν θα υπήρχε, γιατί δεν θα υπήρχα εγώ για να το γράψω. Καταλαβαίνεις τι λέω, έτσι δεν είναι;

Όπως όμως κυλούσαν αργά τα χρόνια κι ο καιρός έφευγε σαν νερό μέσα από τα χέρια μου, δεν έβλεπα πλοία να φεύγουν για άλλους προορισμούς και η αμφιβολία άρχισε να ριζώνει μέσα μου. Μήπως, τελικά, οι προπαγανδιστές είχαν δίκιο; Μήπως τα πλοία ήταν πράγματι φανταστικά οχήματα, γεννήματα του νου και όχι της πραγματικότητας; Συνέβη μάλιστα κι ένα γεγονός που ενίσχυσε τη σύγχυσή μου. Είχα κανονίσει μια συναυλία στη Μύκονο, αλλά επειδή στο νησί που ζούσα, όλα κινούνταν με έναν δικό τους, σχεδόν εξωπραγματικά αργό ρυθμό, όταν έφτασα στο λιμάνι του Πειραιά για να πάρω το πλοίο που θα με πήγαινε στη Μύκονο, το πλοίο ήταν... άφαντο! Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έχανα κάτι τόσο σημαντικό. Ποτέ πριν δεν είχα χάσει πλοίο, αεροπλάνο, τρένο ή λεωφορείο (ήμουν πάντα –και εξακολουθώ να είμαι– συνεπής στα ραντεβού μου). Και τώρα; Τι θα σκεφτόταν τώρα η μπάντα μου; Ότι τους είχε στήσει ο αρχηγός; Ήμουν έξω φρενών. Ένιωθα την οργή να βράζει μέσα μου, αλλά σε τι ωφελούσε; Μήπως τελικά οι προπαγανδιστές είχαν δίκιο; Μήπως όντως τα πλοία δεν υπήρχαν; Μήπως ήταν απλώς ψευδαισθήσεις, ή μήπως σκιές μιας απροσδιόριστης επιθυμίας για διαφυγή; Τι άλλο να σκεφτώ; Δεν αποκλείεται!

Συμπτωματικά, περίπου την ίδια περίοδο που έχασα το πλοίο για τη Μύκονο, έκανα μια ενδιαφέρουσα γνωριμία στο νησί που ζούσα και η μονοτονία της καθημερινότητας διακόπηκε απρόσμενα. Ένας «ανερχόμενος» τότε σκηνοθέτης μπήκε στη ζωή μου και γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Μαζί του ανακάλυψα έναν κόσμο που μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος, έναν κόσμο γεμάτο δημιουργία, φαντασία και ένταση. Η συμμετοχή μου στα γυρίσματα των ταινιών που δημιουργούσαμε με έκανε να δω τη ζωή από μια άλλη οπτική. Ήταν σαν να κοιτούσα μέσα από τον φακό μιας κάμερας, που μετέτρεπε το καθημερινό σε μαγικό και το ασήμαντο σε συναρπαστικό. Τα synthesizers έγιναν το νέο μου πάθος μια γέφυρα ανάμεσα στη μουσική και την τεχνολογία, που με έβαλε σε ένα ταξίδι αναζήτησης ήχων και συναισθημάτων. Τα ταξίδια στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, οι κουβέντες με άλλους καλλιτέχνες, οι προβολές των ταινιών, όλα αυτά μου απέσπασαν το ενδιαφέρον. Ήταν σαν να άνοιξε ένας καινούργιος δρόμος μπροστά μου, τόσο συναρπαστικός που ξέχασα εντελώς τα πλοία και τις ανησυχίες που τα συνόδευαν.

Το πρόβλημα όμως, της πυρηνικής έκρηξης –που φυσικά δεν είχε εξαφανιστεί, απλώς κρυβόταν στις σκιές της καθημερινότητας– επανήλθε με έναν τρόπο σχεδόν αναπόφευκτο. Η ανάγκη για φυγή έγινε πιο επιτακτική από ποτέ. Ωστόσο, οι νέες μου γνωριμίες, αν και γοητευτικές, δεν περιλάμβαναν ναυπηγούς. Ήταν γεμάτες σκηνοθέτες με όραμα, ηθοποιούς με πάθος, φωτιστές που ζωγράφιζαν τον χώρο με σκιές, ηχολήπτες που αιχμαλώτιζαν τους ήχους, μουσικούς που έπαιζαν τις νότες της ζωής, σεναριογράφους που έπλαθαν κόσμους και μοντέρ που έδιναν ρυθμό στις ιστορίες. Αλλά ναυπηγός, ούτε ένας. Πώς είχα καταλήξει τόσο μακριά από αυτό που χρειαζόμουν; Είχα απομακρυνθεί τόσο από τη λύση του προβλήματός μου, που η μόνη εναλλακτική ήταν να μάθω να κολυμπάω, παρά τις φήμες που διέδιδαν οι προπαγανδιστές του καθεστώτος –ότι δήθεν «η κολύμβηση είναι μία άχαρη και απεχθέστατη τέχνη».

Αποφάσισα λοιπόν να κάνω την ανάγκη ευκαιρία και ξεκίνησα μαθήματα κολύμβησης στα διαλείμματα των γυρισμάτων των ταινιών, στα ταξίδια που έκανα, ακόμα και στους πιο περίεργους προορισμούς. Στην Κοπεγχάγη, για παράδειγμα, όπου βρέθηκα μερικούς χειμώνες, έκανα βουτιές στις πισίνες της πόλης. Ήταν μια εμπειρία που με έκανε να νιώθω ζωντανός, έστω κι αν ο αέρας έξω έκοβε σαν ξυράφι. Άλλωστε, η Κοπεγχάγη είναι ένας τόπος που με έλκει τον χειμώνα, ίσως γιατί τότε όλα μοιάζουν πιο έντονα και πιο αληθινά.

Συνέχιζα λοιπόν τα μαθήματα κολύμβησης με πείσμα, καθώς η ζωή στο νησί γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτική. Το τυραννικό καθεστώς είχε διεισδύσει σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας και η ανάγκη για φυγή ήταν επιτακτική. Προετοίμαζα τον εαυτό μου για τη μεγάλη αλλαγή, αναζητώντας μια καινούργια πατρίδα που θα μπορούσε να γίνει ο δικός μου νέος κόσμος.

Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, τα οποία είχαν πια αποκτήσει και έναν σχεδόν διαλογιστικό χαρακτήρα, εντόπισα έναν τόπο που έμοιαζε πολύ με το νησί που ζούσα. Η φύση του ήταν παρόμοια, οι ακτές του γνώριμες, αλλά κάτι στο κλίμα και στις συνθήκες του, ανέδιδε έναν αέρα διαφορετικό και μυστηριώδη. Αυτός ο τόπος είχε μια σαγήνη που με μάγευε και με καλούσε, λες και ήταν το γραφτό μου να τον ανακαλύψω. Ήξερα, όμως, ότι η φυγή δεν θα ήταν απλή. Χρειαζόταν καθοδήγηση, συμμάχους, υλικά και πάνω από όλα την ψυχική προετοιμασία για το άγνωστο. Έπρεπε να δημιουργήσω μια καινούργια προσωπική ιστορία, αφήνοντας πίσω το παρελθόν. Όχι για να το σβήσω, αλλά για να το κλείσω σε μια σκιά – μια σκιά που θα με συνόδευε, όχι για να με βαραίνει, αλλά για να μου θυμίζει ποιος είμαι και από πού έρχομαι.

Αποφάσισα, λοιπόν, να θέσω σε προσωρινή αδράνεια τα εργαλεία της καθημερινότητάς μου. Τα αποθήκευσα προσεκτικά, σαν να έκρυβα πολύτιμους θησαυρούς, για τη στιγμή που θα τα χρειαζόμουν ξανά και όταν ωρίμασε ο καιρός, τα έβγαλα από την αδράνεια και τα συνέδεσα με εκείνη τη σκιώδη ανάμνηση. Ήμουν πλέον έτοιμος.

«Θα το κάνω», δήλωσα αποφασιστικά.
«Ποιο;» ρώτησε ένας φίλος με σκεπτικισμό.
«Θα πέσω στη θάλασσα».
«Μα χρωστάς ακόμα μαθήματα», αντέτεινε.
«Αδιαφορώ. Θα πέσω».
«Μα δεν ξέρεις κολύμπι. Θα πνιγείς».
«Μωρέ θα πέσω, σου λέω».

Και καθώς η θάλασσα –απέραντη και μυστηριώδης– έμοιαζε να με περιμένει έπεσα και έμαθα να κολυμπάω και δεν πνίγηκα! Η θάλασσα έγινε ο δρόμος μου, η μετάβασή μου από το παλιό στο νέο. Εγκαταστάθηκα στο νέο νησί και η προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες δεν ήταν απλώς ανάγκη, αλλά ήταν τέχνη. Οι άνθρωποι εκεί ήταν διαφορετικοί αλλά και οικείοι, με δέχτηκαν με τη χαρακτηριστική τους αμφιθυμία: λίγο με καχυποψία, λίγο με περιέργεια και σιγά σιγά με μια ζεστασιά διακριτική. Έμαθα τους κώδικές τους, τις μικρές τους συνήθειες και τα καθημερινά τους τελετουργικά. Έμαθα να διαβάζω τον αέρα του τόπου, τη γλώσσα του φωτός και τον ρυθμό της γης του νέου νησιού.

Όμως, δεν ήταν μόνο η εξωτερική προσαρμογή που μετρούσε. Στο βάθος, έπρεπε να φτιάξω έναν νέο εαυτό. Έναν εαυτό που θα μπορούσε να ζήσει, να ανθίσει, να γίνει μέρος αυτού του νέου κόσμου χωρίς να χάνει τις ρίζες του. Έκανα τους δρόμους μου εκεί, βρήκα τα αγαπημένα μου μέρη κι όπως το νερό παίρνει το σχήμα του σκεύους μέσα στο οποίο βρίσκεται, έτσι κι εγώ πήρα το σχήμα του νέου μου τόπου. Όσο περνούσε ο καιρός ανακάλυπτα πως αυτή η αλλαγή ήταν και μία μεταμόρφωση. Ένα νέο κεφάλαιο είχε ξεκινήσει στη ζωή μου, γεμάτο άγνωστα μονοπάτια και υποσχέσεις που περίμεναν να εκπληρωθούν, γιατί αυτό το νησί δεν ήταν απλώς ένας τόπος διαμονής. Ήταν το πεπρωμένο μου και το νέο μου ξεκίνημα. Όπως ο πατέρας μου έφτασε νεογέννητο βρέφος από τη Σμύρνη στην Δραπετσώνα και έπρεπε να στήσει τη ζωή του από την αρχή, έτσι κι εγώ, έπρεπε να σκάψω βαθιά μέσα μου για να χτίσω κάτι αληθινό και διαρκές. Η διαφορά όμως ήταν ότι ενώ ο πατέρας μου δεν είχε μνήμες γιατί δεν πρόλαβε να ζήσει στον τόπο που γεννήθηκε, εγώ κουβαλούσα τις μνήμες του παλιού τόπου – τις δυσκολίες, τις προσδοκίες, τις απογοητεύσεις, αλλά και τις λίγες εκείνες φωτεινές στιγμές που με έκαναν να ονειρεύομαι κάτι καλύτερο.

Ο νέος τόπος είχε τους δικούς του κώδικες και τη δική του γλώσσα. Είχε μια αίσθηση χρόνου που δεν ταίριαζε πάντα με τη δική μου. Ήταν σαν να έπρεπε να ξαναμάθω να περπατάω, αυτή τη φορά όμως με τις δικές μου επιλογές. Ο Ερμής μου στον Τοξότη έκανε θαύματα – η επικοινωνία με τους ντόπιους ήταν το κλειδί για την προσαρμογή μου. Η Αφροδίτη στον Σκορπιό, από την άλλη, μου θύμιζε συνεχώς να κρατάω κάποια πράγματα για τον εαυτό μου, να αφήνω ένα μυστήριο να πλανάται, ίσως για να προστατεύομαι, ίσως γιατί έτσι είναι η φύση μου. Άρχισα, λοιπόν, να εξερευνώ τον νέο μου κόσμο.

Περπατούσα στις παραλίες του, στα δάση του, στις πόλεις του και κάθε γωνιά είχε κάτι να μου δώσει – μια ιστορία, ένα μυστικό, έναν ψίθυρο του παρελθόντος που έμοιαζε να ενώνεται με τα δικά μου. Όλα τα άγνωστα μονοπάτια, όλες οι ανεξερεύνητες πλευρές του νησιού, μου έλεγαν ένα πράγμα: ότι ήταν στο χέρι μου να το κάνω δικό μου. Και ήταν εκεί, ανάμεσα στις μικρές ανακαλύψεις, που ένιωσα για πρώτη φορά ότι αυτός ο τόπος, αυτό το νησί, δεν ήταν μόνο μια σωτηρία από την καταστροφή, αλλά μια ευκαιρία να ξαναγεννηθώ. Κάθε μέρα ήταν μια πρόκληση, κάθε στιγμή μια ευκαιρία να μάθω κάτι νέο για τον εαυτό μου και τον κόσμο. Έπρεπε να γίνω, ο δικός μου δημιουργός, όπως οι πρώτοι άνθρωποι που πάτησαν τη γη, αναλαμβάνοντας έτσι όλη την ευθύνη για την εξέλιξή μου και την εξέλιξη του νέου μου τόπου. Τότε κατάλαβα πως η φυγή μου αυτή, δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή.

Εκεί, υπήρχε προσφορά και σκέψη που σε έκανε να αναρωτιέσαι: «Τι περισσότερο μπορώ να κάνω;» και η απάντηση πάντα έκρυβε μια υπόσχεση, μια πρόκληση για συνεχιζόμενη προσπάθεια και βελτίωση. Η επιδίωξη για ποσότητα δεν ήταν απλώς θέμα αριθμών, αλλά μια αναζήτηση της πληρότητας, ενός τόπου όπου το να προσφέρεις έμοιαζε φυσικό και απαραίτητο.
Εκεί, υπήρχαν εξηγήσεις για το κάθε τι. Οι ερωτήσεις δεν έμεναν ποτέ αναπάντητες. Υπήρχε μια αφοσίωση, τόσο γνήσια όσο και αδιάκοπη, που σε έκανε να σκέφτεσαι: «Τι άλλο μπορώ να κάνω;» –γιατί η προσπάθεια για το διαφορετικό ήταν μια συνεχής αναζήτηση, όχι μόνο για το καλύτερο, αλλά για το κάτι που υπήρχε πέρα από τα όρια της καθημερινότητας, του κοινού. Η προσέγγιση δεν ήταν στατική, αλλά δυναμική και ανοιχτή σε κάθε τι το νέο.
Εκεί, ήταν υπέροχα. Η ομορφιά δεν μετρούσε σε μεγέθη ή παραμέτρους, αλλά σε στιγμές που σε έκαναν να αναρωτιέσαι αν όντως έχει σημασία το πού βρίσκεσαι ή αν το πού θες να πας είναι πραγματικά ουσιώδες. Δεν σε ένοιαζε αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν πλοία, γιατί η ζωή ήταν πλήρης, γεμάτη από κάτι μεγαλύτερο και κάτι ανώτερο από την απλή ανάγκη της φυγής. Οι σχέσεις, οι ιδέες, η ίδια η καθημερινότητα, όλα είχαν τον ρυθμό τους και δεν υπήρχε τίποτα που να χρειάζεται να αλλάξει.
Εκεί, υπήρχε ισορροπία και εύλογη πληρότητα αγαθών. Η λογική ήταν πειστικότατη και το συναίσθημα θριαμβευτικό. Ήξερες ότι ήσουν ακριβώς εκεί που έπρεπε να είσαι, ότι η ζωή σου είχε τον σκοπό της και ότι όλα γύρω σου λειτουργούσαν με αρμονία. Δεν υπήρχε πίεση, ούτε ανησυχία για το μέλλον, γιατί το παρόν, αν και ήταν τόσο γεμάτο, χρειάζονταν συνεχώς κι άλλα όνειρα.
Εκεί, τα μαθήματα κολύμβησης ήταν ελεύθερα και οι σχολές ναυπηγικής ήταν δωρεάν από το κράτος. Μάθαινες να κολυμπάς όχι από ανάγκη για να φύγεις, αλλά επειδή υπήρχε μια εξοικείωση με το νερό και με την ελευθερία που φέρει το υγρό στοιχείο. Μάθαινες να κολυμπάς επειδή ήθελες να νιώσεις το σώμα σου να συνδέεται με το νερό, να παραδίδεται στην ροή του χωρίς να φοβάσαι, να το απολαμβάνεις.
Εκεί, οι ναυπηγοί ήταν άνεργοι και τα πλοία ήταν μονίμως δεμένα στα λιμάνια, γιατί δεν ήθελε κανείς να φύγει. Η θάλασσα δεν ήταν πια μια έξοδος, αλλά μέρος του κόσμου, της καθημερινότητας. Δεν υπήρχε τίποτα που να σε τραβάει μακριά από αυτόν τον τόπο – γιατί, ποιος ο λόγος να φύγεις όταν το παν ήταν εδώ, μπροστά σου;
Εκεί, τα πλοία ήταν υπαρκτά μεν, περιττά δε, γιατί δεν είχαν... πού να πάνε! Δεν υπήρχε κάποια ανάγκη να ταξιδεύουν, να διασχίζουν τον ωκεανό ή να αναζητούν νέους τόπους. Όλος ο κόσμος ήταν εκεί. Και η ανάγκη για φυγή και για εξερεύνηση σβήστηκε σαν αμμουδιά που σκεπάστηκε από την παλίρροια.
Εκεί, όμως, ήταν ένας κόμβος για να ξεκουραστώ. Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να παραμείνω για πάντα, γιατί η πυρηνική έκρηξη ήταν απλώς ζήτημα χρόνου και, όπως πάντα, η αναγκαία φυγή θα ερχόταν ξανά.

Οι προφήτες με τα λυπημένα μάτια, οι ίδιοι που είχαν εμφανιστεί και πριν από καιρό, εμφανίστηκαν πάλι στη ζωή μου. Και αυτή τη φορά ήταν ακόμα πιο ξεκάθαροι:
«Κάποια στιγμή θα χρειαστεί να ψάξεις για καινούργια πατρίδα», μου είπαν, με εκείνη την ήρεμη αλλά αναπόφευκτη σοφία που με έκανε να νιώθω ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος.
«Πότε ρε παιδιά;» ρώτησα, αν και ήξερα καλά ότι η στιγμή δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Η ίδια η ζωή είχε τον δικό της ρυθμό και οι προφητείες δεν ακολουθούσαν χρονοδιαγράμματα.
«Όταν οι χάρτες θα βρεθούν σε συναστρία», απάντησαν με βεβαιότητα, με την αναγνώριση ότι όλα τα δεδομένα του κόσμου κάποια στιγμή θα καταρρεύσουν και θα ανακατευτούν. Οι γραμμές που όριζαν τις πατρίδες, τα σύνορα, τις περιοχές, οι εννοιολογικοί περιορισμοί και τα όρια των σημείων αναφοράς θα συγχωνεύονταν και τότε θα έπρεπε να αναζητηθεί η νέα διαδρομή, το νέο σπίτι και η νέα αρχή. Και όσο κι αν η προειδοποίηση με βύθιζε σε σκέψεις, ήξερα ότι το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να συνεχίσω να κολυμπάω, γιατί η θάλασσα δεν είχε σταματήσει ποτέ να με καλεί. Απλώς, εγώ την αγνοούσα.

Δείχνει αστείο, έτσι δεν είναι; Δείχνει αστείο να εξαρτάται η παραμονή σου στον τόπο που αγαπάς από δύο χάρτες, αλλά τελικά, όπως πάντα, η ζωή έχει τον δικό της τρόπο να σου δείχνει πως οι πιο παράλογες ιστορίες είναι εκείνες που τελικά αποδεικνύονται αληθινές. Ξύπνησα εκείνο το πρωί και βρήκα πάνω στο γραφείο δύο αστρολογικούς χάρτες, ο ένας ακριβώς πάνω στον άλλο. Σε συναστρία δηλαδή, όπως λένε οι αστρολόγοι. Κανείς όμως από αυτούς δεν ήταν ο δικός μου, γιατί ο δικός μου χάρτης ήταν δίπλα τους, μόνος του, σαν να ήξερε ότι δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω. Ήταν ο χάρτης που πάντα είχα, αυτός που χρησιμοποιούσα για να πλοηγούμαι και για να βρίσκω τον δρόμο μου στη ζωή, αλλά εκείνοι οι άλλοι δύο... αυτοί, οι άγνωστοι, είχαν έρθει με τρόπο που δεν μπορούσα να αγνοήσω.

Το βραδάκι, όταν το φως άρχισε να σβήνει και ο ουρανός έβαφε το νησί σε αποχρώσεις του μπλε και του πορφυρού, ήμουν ήδη στο λιμάνι. Οι τελάληδες φώναζαν δυνατά, διαλαλώντας τα δρομολόγια των πλοίων που, λόγω έκτακτης ανάγκης, είχαν ήδη ενεργοποιηθεί και θα έφευγαν την επόμενη μέρα. Δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία. Το νησί που αγαπούσα δεν ήταν πια το ίδιο. Κάτι είχε αλλάξει. Η φυγή δεν ήταν απλά επιλογή, αλλά ήταν επιτακτική ανάγκη. Η θάλασσα με καλούσε, τα πλοία με καλούσαν και το επόμενο κεφάλαιο είχε ήδη αρχίσει.

Τώρα όμως, έχω μάθει πια να κολυμπάω και αν τυχόν το πλοίο βουλιάξει, έχω την υποχρέωση να πιαστώ ακόμα και από τα μαλλιά μου –που λέει ο λόγος– προκειμένου να επιβιώσω. Δεν είναι όμως, απλά θέμα επιβίωσης, αλλά κάτι πιο βαθύ. Είναι μια ανάγκη που έχει γίνει ατσαλένια μέσα μου και πρέπει να επιβιώσω. Ξέρεις γιατί;

Επειδή τα τραγούδια μου τα γράφω για σένα, επειδή η σκέψη σου είναι το πρώτο πράγμα που πλημμυρίζει το μυαλό μου κάθε πρωί που ξυπνάω και το τελευταίο όταν πέφτω για ύπνο το βράδυ, επειδή ξέρω πως κάποια στιγμή θα σε συναντήσω, και επειδή όταν θα φτάσω στην ακτή του δικού σου νησιού, θα αποκτήσει επιτέλους νόημα ο παφλασμός των κυμάτων μου.


Copyright © Γιώργος Μπιλικάς All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε φωτογραφία του Joshua Earl