Πλάσματα λατρείας
Ο παγκόσμιος κύκλος των ιερών ζώων
Η κατανόηση της ζωολατρίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα
Μέρος 3ο [συνέχεια από το προηγούμενο]
Ένας πολύ σημαντικός ζωόμορφος θεός της Αιγύπτου είναι ο Σομπέκ, ο θεός-κροκόδειλος, ο οποίος λατρευόταν ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και στην πόλη Κομ Όμπο (στα ελληνικά Όμβος), η οποία ονομαζόταν Νουμπτ, «Πολιτεία του χρυσού», λόγω του ρόλου που έπαιζε η πόλη στο εμπόριο του πολύτιμου αυτού μετάλλου. Ο ναός του Κομ Όμπο θεμελιώθηκε κατά τη διάρκεια της 18ης Δυναστείας (περίπου 1539-1070 π.Χ.) επί Τούθμωσι Γ΄, αλλά ολοκληρώθηκε επί των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Τιβερίου, Δομιτιανού και Καρακάλλα, οι οποίοι κατασκεύασαν τους δύο εξωτερικούς ναΐσκους και τους αφιέρωσαν στην Αθώρ και στον Σομπέκ. Ο ναός,εκτός από τον Σομπέκ, είναι αφιερωμένος και στον γερακόμορφο Χαροέρις, τον «Ώρο τον Πρεσβύτερο». Στην Έσνα, που οι αρχαίοι ονόμαζαν Γιουνίτ και σήμερα είναι ένα μικρό αγροτικό χωριό περίπου 50 χιλιόμετρα νοτίως του Λούξορ στην αριστερή όχθη του Νείλου, θεωρούσαν ιερό ένα ιδιαίτερο είδος ψαριών, που ήταν γνωστά ως Λάτες. Από αυτό προέρχεται η ελληνική ονομασία Λατόπολις. Εδώ, λατρευόταν κυρίως ο Χνουμ, ο κριόμορφος θεός-αγγειοπλάστης. Ο Χνουμ συνδεόταν με την Νήιθ και την Χέκα, την προσωποποίηση της μαγείας. Ο πτολεμαϊκός ναός της Έσνα, που χρονολογείται από τον 1ο αιώνα μ.Χ., ήταν αφιερωμένος σε αυτές τις θεότητες.
Η Τα-Ούρτ, θεά της γέννας, παριστάνεται ως έγκυος ιπποπόταμος, ο οποίος στην αρχή ήταν ιερός για τον Σηθ, ο οποίος συμβολίζει την έρημο, τη ξηρασία και τους παγετώνες, αλλά αργότερα πέρασε στην φατρία του Όσιρι-Ώρου. Φαίνεται άγρια, για να εμποδίσει το κακό που τυχόν θα βλάψει τη γυναίκα την ώρα που γεννά, ενώ από το στήθος της ρέει ένα μαγικό υγρό. Το σκαθάρι συμβολίζει τον θεό-Ήλιο. Είναι ο θεός, που αναγεννά τον εαυτό του και παριστάνεται ως ο θεός Χεπρί. Το σκάλιζαν συχνά στην όψη των σφραγίδων, το εσωτερικό των οποίων περιείχε ονόματα, τίτλους ή πληροφορίες, που ο κάτοχός τους μπορούσε ν' αποτυπώσει επάνω σε πηλό ή πάπυρο. Ο Μπες, θεός της οικογένειας, είναι μια διασκεδαστική φιγούρα που χορεύει επάνω σε ένα λουλούδι λωτού και κρατάει ένα ντέφι. Είναι μισός νάνος και μισός λιοντάρι, έχει αλλόκοτα χαρακτηριστικά, γλώσσα βγαλμένη έξω και συχνά κρατάει ένα σπαθί, για να αποκρούει τον κίνδυνο, διώχνοντας τα δαιμόνια. Επίσης, η ίβιδα ήταν το ιερό πουλί των θεών Θωθ και Ιμχοτέπ. Επίσης, ο κάπρος, ο ταύρος και η κατσίκα αντιπροσωπεύουν τους θεούς Όσιρι, Διόνυσο-Ζαγρέα κ.ά, σύμφωνα με τα δεδομένα της intepretatio Graeca. Στην Αίγυπτο, επίσης, λατρευόταν ο Έπαφος, ο γιος της Ιούς, ως ταύρος Άπις, αν και σκεφτόταν πολύ περισσότερο από έναν ταύρο και ήταν ιδρυτής πολλών πόλεων, καθώς και αφιερωμένος στον θεό Πτα ή Φθα και η μυκηναϊκή, λευκή, σεληνιακή αγελάδα Ιώ ως Ίσιδα.
Ο John Griffith τονίζει ότι οι Έλληνες πίστευαν πως οι θεοί υπάρχουν και πως αυτοί φροντίζουν για όλους τους ανθρώπους. Επίσης, ότι οι Έλληνες διέκριναν στις ξένες θεότητες τους δικούς τους θεούς κάτω από διαφορετικά ονόματα, διατηρώντας παρόμοιες αλήθειες γι' αυτούς στους μύθους και στις ιεροτελεστίες τους. Επίσης, ο Griffith λέει ότι μερικές φορές ο Πλούταρχος δίνει τα δύο ονόματα των θεών, όπως, για παράδειγμα, τα αντίστοιχα αιγυπτιακά ονόματα της Ρέας, του Κρόνου και του Ερμή είναι Νουτ, Γκεμπ και Θωθ και άλλες φορές προσφέρει την ετυμολογία των ονομάτων, συμπεριλαμβάνοντας και τα αιγυπτιακά σχήματα, όπως, για παράδειγμα, κάνει με τα ονόματα της Ίσιδας και του Όσιρι.
Το λιοντάρι, ένα από τα επιβλητικότερα ζώα, εμφανίζεται επανειλημμένα στην τέχνη της Αιγύπτου, της Ανατολής, αλλά και της Ελλάδας. Το συναντάμε σε αγάλματα, ανάγλυφα, υδρορροές, κοσμήματα, στη μορφή της Σφίγγας και του γρύπα. Στέκει ακοίμητος φρουρός, έμβλημα προστασίας, υπεροχής και δύναμης. Συνδέεται με τον ήλιο και τη σελήνη ενώ λειτουργεί και ως ερωτικό σύμβολο. Ανυψώνεται σε πλάσμα ιερό για πλήθος αιγυπτιακών και ελληνικών θεοτήτων, όπως για τη Μεγάλη Θεά, τον Διόνυσο, την Κυβέλη, την Άρτεμη, τον Ρα, τη Σεχμέτ, την Ιστάρ-Αστάρτη, την Τεφνούτ, τη θεά-λιοντάρι, που συμβολίζει την υγρασία κ.ά. Συγκεκριμένα η Ιστάρ ως η «Κυρά του Κόσμου», απεικονιζόταν στην Αίγυπτο με κεφάλι λέαινας – η ομοιότητά της με τη Σεχμέτ, τη θεά των μαχών και λεοντοκέφαλη σύζυγο του Φθα, είναι εντυπωσιακή.
Το ξανθό χρώμα και η μεγαλοπρέπεια του λιονταριού, του άγριου αυτού αιλουροειδούς το έκαναν σύμβολο του καυτού, αδυσώπητου ήλιου. Έτσι, στην Αίγυπτο έγινε το ιερό ζώο των φωτοφόρων θεών, του Ώρου και του Ρα, καθώς και του Ατούμ, του ηλιακού θεού-δημιουργού της Ηλιούπολης. Ένας αρχαίος λεοντοθεός, ο Ακέρ, φρουρούσε την πύλη της αυγής, μέσα από την οποία ανέτελλε κάθε πρωί το λαμπερό ουράνιο σώμα. Επίσης, στην Αίγυπτο θεωρούσαν ιερό το λιοντάρι, γιατί οι ευεργετικές πλημμύρες του Νείλου έρχονταν όταν ο ήλιος περνούσε από το ζώδιό του. Η ίδια η λεοντή εμπεριείχε ιερότητα και δύναμη. Τη λεοντή φορούσε και ο βασιλιάς Αλέξανδρος, γιατί, όπως γενικά οι μονάρχες της Μακεδονίας, ο Μέγας Αλέξανδρος θεωρούσε πως ήταν απόγονος του Ηρακλή, καταγόμενος από το γένος των Ηρακλειδών. Πέρα από τις όποιες πολιτικές σκοπιμότητες, αυτό συμφωνεί με τους κανόνες του τοτεμισμού: το τοτεμικό πλάσμα κληροδοτείται από γενεά σε γενεά.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το δοκίμιο του Χρήστου Ντικμπασάνη Πλάσματα λατρείας: Ο παγκόσμιος κύκλος των ιερών ζώων: Η κατανόηση της ζωολατρίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα δημοσιεύθηκε σε μέρη, από τις 17 Σεπτεμβρίου 2025, στο koukidaki.gr. Ξεκινήστε από την αρχή.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Barbara Kroll.
Βιβλιογραφία:
Brovarski Edward Sobek, Lexikon der Ägyptologie, τόμος 5
Redford Donald B., Egyptian Religion, The Literature, The Encyclopedia of Religion, Editor in chief Eliade, Μ., Macmillan Publishing Company, Vol. 5, 1987, 1995
Ηρόδοτος, Iστορίες ΙΙΙ
Fulco William J., The Encyclopedia of Religion, Vol. 7
Sternberg Heike, Lexikon der Ägyptologie, τόμος V
Gehrke Hans-Joachim, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000
[βλ. και προηγούμενα μέρη του δοκιμίου]



