Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθοπλασίες: Το παιχνίδι της νύχτας: Η αφύπνιση των θρύλων * Το αγόρι * Έξι τίτλοι των εκδόσεων Ελκυστής * Ασμοδαίος * Ετοιμόρροποι: Αναζητώντας τα μυστικά της σύντηξης * Ο κύριος Σάλβο και η πριγκίπισσα που ταξίδεψε στο φως * Ταξίδι προς την ελευθερία: Αξίζει(;!) * Η εφημερίδα της λέσχης των φαντασμάτων * Άμμος και Λιανή = Αμμουλιανή * Στο Camping: Πυρ, γυνή και θάλασσα ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Στιγμές ζωής * Ακατάσχετη ψυχορραγία ** Ποίηση: Ονειρεύτηκα τη Διοτίμα και άλλα εφήμερα ειδύλλια * Τριθέκτη Ώρα * Οδυσσέας * Ναι, αρνούμαι

Το γελαστό παιδί

Σταυρούλας Δεκούλου

Πίνακας Αλέκου Φασιανού

Το διαμέρισμα στη Σπυρίδωνος Τρικούπη ήταν παλιό, τρίτου ορόφου, με υγρασία στους
τοίχους και μωσαϊκό στο πάτωμα που είχε σπάσει σε πολλά σημεία. Στο σαλόνι υπήρχε ένας καναπές με ξεφτισμένα καλύμματα, ένα ξύλινο τραπέζι γεμάτο χαρτιά, μπογιές και αποτσίγαρα, κι ένα πικάπ που έπαιζε ασταμάτητα δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ο αέρας του Νοέμβρη, γεμάτος καπνό από τα μαγκάλια της γειτονιάς και μια παράξενη ανησυχία που βάραινε τα Εξάρχεια εκείνες τις μέρες.

Στο τραπέζι ήταν σκυμμένοι έξι φοιτητές. Η Μαρία από την Αρχιτεκτονική, με τα χέρια γεμάτα κόκκινη μπογιά, έγραφε στο πανί: Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία. Ο Νίκος, της Ηλεκτρολογίας, της έδινε τις βούρτσες. Ο Γιώργος, της Νομικής, σημείωνε συνθήματα με μαρκαδόρο. Η Ελένη από τη Φιλοσοφική έγραφε σε ένα τετράδιο ιδέες για πανό. Ο Στέλιος, των Μηχανολόγων, έβραζε καφέδες στην παλιά γκαζιέρα. Κι ο Αντώνης, της Ιατρικής, καθόταν σιωπηλός, κοιτώντας το πάτωμα.

Στο πικάπ έπαιζε το Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ. Η φωνή γέμιζε το δωμάτιο σαν κάλεσμα. Για λίγο κανείς δεν μιλούσε. Μόνο οι βούρτσες πάνω στο πανί και οι στίχοι.

«Στέλιο, πες μας εσύ,» διέκοψε η Μαρία, «έχεις περισσότερη πείρα. Αξίζει; Αν κατέβουμε όλοι στο Πολυτεχνείο;»
Ο Στέλιος αναστέναξε. «Αν δεν κατέβουμε, τίποτα δεν θα αλλάξει. Μα ξέρετε τι σημαίνει αυτό. Ξύλο, φυλακές… και χειρότερα».
Ο Νίκος πετάχτηκε. «Μα έτσι κι αλλιώς ζούμε φυλακή! Τι άλλο να μας κάνουν;»
Ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι του για πρώτη φορά. «Μπορούν να σε σπάσουν, Νίκο. Όπως έσπασαν τον Χρήστο».
Σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Ο Χρήστος ήταν φίλος τους, φοιτητής της Πολιτικής Μηχανικής. Τον είχαν πιάσει πριν δύο μήνες. Στο Γουδί. Τα βασανιστήρια τον είχαν σημαδέψει. Όταν τον άφησαν, δεν μιλούσε πια. Μόνο κοίταζε στο κενό.
Η Ελένη έσφιξε το τετράδιο στα χέρια της. «Για τον Χρήστο, λοιπόν. Για όλους. Να μην υπάρξουν άλλοι που θα σωπάσουν έτσι».
Η Μαρία συμφώνησε. «Κι αν είναι να πέσουμε, ας πέσουμε με τραγούδι».

Το πικάπ άλλαξε δίσκο. Οι πρώτες νότες από Το γελαστό παιδί ακούστηκαν. Όλοι σώπασαν. Ο Γιώργος ψιθύρισε: «Αυτό να παίξουν όταν θα 'ρθει η ώρα. Αν δεν γυρίσω».
Η Μαρία τον σκούντησε. «Μην αρχίζεις τα μαύρα. Θα γυρίσουμε όλοι».
Μα η φωνή του Θεοδωράκη έδινε ήδη μια προφητεία.

Την άλλη μέρα, το μεσημέρι, η παρέα βγήκε να πάρει αέρα. Στο καφενείο της γωνίας, τους υποδέχτηκε ο γέρος καφετζής. Χωρίς πολλά λόγια, τους έφερε τρεις ελληνικούς καφέδες και δυο τσιγάρα κρυφά.
Ο Στέλιος άναψε τσιγάρο και μίλησε χαμηλά: «Οι εργάτες της Κοκκινιάς ετοιμάζονται να κατέβουν. Μου το είπαν χτες».
Ο Γιώργος άστραψε. «Αν κατέβουν οι εργάτες μαζί μας, δεν θα μπορούν να μας αγνοήσουν. Δεν θα είναι μόνο φοιτητές πια».
Η Μαρία τον κοίταξε σκεπτική. «Πανικός, ναι. Μα και αίμα».
Η Ελένη χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. «Κι αίμα να 'ναι, ας είναι το δικό μας. Δεν πάει άλλο!»
Από ένα τρανζίστορ ακούστηκε χαμηλά το Όταν σφίγγουν το χέρι. Οι φοιτητές αντάλλαξαν βλέμματα. Ήξεραν ότι η ιστορία τούς είχε ήδη πάρει μαζί της.

Το βράδυ, γυρνώντας στο διαμέρισμα, περπάτησαν στους δρόμους των Εξαρχείων. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με πρόχειρα γραμμένα συνθήματα: Κάτω η Χούντα, Ελευθερία ή Θάνατος. Ο Νίκος έκρυψε τρικάκια στις χαραμάδες μιας πόρτας. Ένα παιδί που έπαιζε μπάλα στον δρόμο τον κοίταξε. Ο Γιώργος του χαμογέλασε, αλλά το παιδί έτρεξε αμέσως μέσα στο σπίτι του.
«Ο φόβος μπήκε και στα παιδιά», ψιθύρισε η Μαρία.
«Γι' αυτό πρέπει να βγούμε», απάντησε ο Στέλιος.

Όταν πια μαζεύτηκαν στο Πολυτεχνείο, οι διάδρομοι έσφυζαν από ζωή. Κάποιοι έφτιαχναν αφίσες, άλλοι ετοίμαζαν τον ραδιοσταθμό. Μα υπήρχαν και φωνές διχασμού.
«Πρέπει να κρατήσουμε ειρηνική στάση», φώναξε ένας φοιτητής της Ιατρικής.
«Όχι! Πρέπει να δείξουμε ότι δεν φοβόμαστε!», αντέτεινε άλλος από τα Μηχανολογικά.
Ο Γιώργος μπήκε στη μέση. «Όλοι θέλουμε το ίδιο: να τελειώσει η Χούντα. Μην τσακωνόμαστε τώρα».
Η Ελένη του έσφιξε το χέρι. «Έχεις δίκιο. Σήμερα γράφουμε όλοι μαζί ιστορία».

Οι μέρες κύλησαν σαν ποτάμι. Πανό κρεμιόνταν παντού. Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος. Κάτω η δικτατορία. Οι φοιτητές έτρωγαν λίγο, κοιμόντουσαν σχεδόν καθόλου. Μα κανείς δεν έφευγε.

Ξημερώματα 17 του Νοέμβρη. Οι σειρήνες άρχισαν να ακούγονται. Τα τανκς πλησίαζαν. Από τα μεγάφωνα, ένας φοιτητής φώναζε: «Αδέρφια μας, στρατιώτες! Είμαστε άοπλοι! Είμαστε Έλληνες όπως κι εσείς!»
Η Μαρία έσφιγγε το χέρι της Ελένης. Ο Νίκος κρατούσε μια ξύλινη ράβδο. Ο Γιώργος, με το χαρτόνι του, στάθηκε μπροστά στα κάγκελα. Ο Στέλιος έσφιξε τον Αντώνη στον ώμο.
Κι ύστερα, μέσα στον πανικό, κάποιος έβαλε στα μεγάφωνα ξανά το Το γελαστό παιδί.
Η μελωδία ξεχύθηκε πάνω από την αυλή, κάλυψε τις φωνές, σκέπασε τον βόμβο της μηχανής. Για μια στιγμή, ένιωσαν αθάνατοι.
Και τότε το τανκ προχώρησε. Τα σίδερα έτριξαν, η πύλη έπεσε. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Κραυγές, σπασμένα γυαλιά, αίμα στο πεζοδρόμιο. Ο Νίκος φώναξε «Μη φεύγετε! Μείνετε!» Έτρεξε προς τα κάγκελα, κι εκεί, μπροστά στα μάτια τους, το τανκ τον χτύπησε. Το σώμα του τινάχτηκε, έπεσε κάτω.
Η Μαρία ούρλιαξε. Ο Αντώνης έτρεξε, γονάτισε δίπλα του. Μα το βλέμμα του Νίκου είχε παγώσει. Το γελαστό παιδί δεν γελούσε πια.

Λίγες μέρες αργότερα, στο νεκροταφείο, η βροχή έπεφτε ψιλή. Το φέρετρο ήταν σκεπασμένο με λουλούδια και ένα μικρό πανό που είχαν φτιάξει μαζί: ΨΩΜΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Η Μαρία, η Ελένη, ο Γιώργος, ο Στέλιος και ο Αντώνης στέκονταν γύρω του, με τα μάτια κατακόκκινα. Κανείς δεν μιλούσε. Μόνο όταν ο παπάς τελείωσε, ο Γιώργος ψιθύρισε: «Τραγούδι. Μόνο τραγούδι του Μίκη του ταιριάζει». Κι άρχισαν όλοι μαζί, σιγανά στην αρχή, έπειτα πιο δυνατά, να τραγουδούν.

Το γελαστό παιδί, το γελαστό παιδί… το βγάλαν στο σφαγείο…

Η φωνή τους έσπαγε, μα το τραγούδι υψωνόταν πάνω από τα μνήματα, πάνω από την πόλη, σαν υπόσχεση. Ότι το γελαστό παιδί δεν θα ξεχαστεί ποτέ.


Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved, 2025
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Αλέκου Φασιανού.