Η Χρυσούλα Διπλάρη… κατ' αρχάς, έχει άγνοια κινδύνου. Εκεί που πίνουμε καφέ, έβγαλα αυτό, μου λέει, θα έρθεις να μιλήσεις στην παρουσίαση; Και μετά το τίποτα.. ούτε τι σκέφτεσαι να πεις, ούτε πόσο να μιλήσω, ούτε έστω ένα γενικό σκαρήφιμα, τίποτα. Σου έχω εμπιστοσύνη, πετάει και τελειώνει εκεί. Ωραίο πράγμα η εμπιστοσύνη. Ξέρετε τι άλλο είναι ωραίο πράγμα; Τα παραμύθια. Για παραμύθια θα μιλήσουμε σήμερα αλλά και για πραγματικότητες. Μην νομίζετε ότι θα λέμε για μάγους, ξωτικά, νεράιδες και τέτοια. Η μαγεία, σήμερα, όπου κι αν τη συναντήσουμε δεν θα είναι αποτέλεσμα μιας μαγικής φράσης, μαγικών φίλτρων, παράλληλων κόσμων έξω από τον δικό μας ή κρυμμένων και ομιλούντων ζώων ή αντικειμένων… Όχι. Η μαγεία θα είμαστε όλοι εμείς.
Η Χρυσούλα Διπλάρη είναι ένας άνθρωπος των λέξεων που, βάσει του βιογραφικού της, πιστεύει ότι ο χρόνος αποτελείται από ρέουσες ιστορίες και πως χωρίς αυτές, η καθημερινότητα είναι κάτι δύσκολο και, ενίοτε, ζοφερό. Για να ξεπλύνει τη δυστοπία γράφει ιστορίες και το κάνει εδώ και πολύ καιρό… ξεκινώντας από εκείνες τις Μαγ(ειρ)ικές ιστορίες και Τα χρονικά της Ταμπου-Ρίας της ως τη συλλογή Ευτυχώς που δεν πάθαμε τίποτα και το Εργαστήριο ραπτικής, η συγγραφέας αυτή ξέρει να σκαρώνει ιστορίες, να σκιαγραφεί χαρακτήρες (ακόμα και σε αυτή τη μικρή έκταση), να αφουγκράζεται και να παρατηρεί τον κόσμο… και όλο αυτό το κάνει λίγο μαγικά αφού, ενώ παραμένει ρεαλίστρια και προσγειωμένη, γράφει με μια παραμυθένια αύρα βάζοντας χρυσόσκονη.
Της αρέσει να συνδέει τις ιστορίες της με τη μαγειρική: με φαγητά, γλυκά, ποτά, ροφήματα… κάτι που διαφαίνεται και στο προκείμενο όπου βουτάει τις ιστορίες της σε τσάι μέντας (αρχικά, βάσει τίτλου) αλλά και παρακάτω, διαβάζοντας καθένα από τα παραμύθια της βλέπουμε πως τα αρώματα που συνδέονται με το φαγητό ή οι ίδιες οι παρασκευές πρωτοστατούν, γίνονται εναύσματα ή έχουν έναν καθοριστικό ρόλο… στην τελική, συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν την κάθε ιστορία.
Η ίδια, λοιπόν, πένα δοκιμάζεται ξανά με αυτή τη συλλογή –όπου οι ιστορίες γίνονται βουτήματα στο τσάι μέντας– ενδυναμώνοντας το ήδη υφιστάμενο ύφος της και συγγραφικό στιλ, που είναι αναγνωρίσιμο και εδώ.
Τώρα, γιατί τσάι μέντας; Δεν την έχω ρωτήσει, δεν μου έχει μιλήσει για αυτό… Ξέρω όμως ότι μια μέγιστη παραμυθού, η Σεχραζάτ, έπινε αυτό το τσάι. Χμμμ
Παραμύθι.
Τι είναι; Τι πρεσβεύει; Τι προάγει; Γιατί το χρειαζόμαστε;
Ταξίδι με τη φαντασία, παρηγοριά, έξαψη, αγωνία, χαρά, πόνος, συναισθήματα, διασκέδαση αλλά και δίδαγμα, σοφία… Ας πάρουμε, για παράδειγμα, μια ιστορία που μας μιλάει για το πώς ξεπερνιούνται τα εμπόδια, οι δυσκολίες. Οπωσδήποτε θα κάνουμε αναγωγή σε δικές μας περιπτώσεις και καταστάσεις που έχουμε αντιμετωπίσει ή αντιμετωπίζουμε, σίγουρα θα μάθουμε, θα πάρουμε θάρρος και δύναμη.. ακόμα και ιδέες που μπορούν να μας βοηθήσουν πρακτικά στη ζωή μας ενώ, στο μεταξύ, θα έχουμε περάσει καλά, θα έχουμε διασκεδάσει. Συμπερασματικά, αυτό που ονομάζεται ψυχαγωγία βρίσκει έναν άξιο αντιπρόσωπο στο άλλο, που ονομάζεται παραμύθι.
Οι μεγάλοι μιλούν για παραμυθία ή μυθοπλασία ή φαντασία και κάποιες φορές, αναφέρονται υποτιμητικά στο παραμύθιασμα αλλά όλοι θα συμφωνήσουμε στα οφέλη και στην ανάγκη του παραμυθιού. Αξίες όπως η πίστη, η επιμονή, η προσπάθεια, η φιλία, η αγάπη, η σύμπνοια, η δικαιοσύνη και τόσες άλλες αναδεικνύονται στον χώρο αυτό. Η καλοσύνη πρώτη πρώτη… ο παραμυθένιος ήρωας, βλέπετε, οφείλει να αντιπροσωπεύει το καλό, το σωστό και το δίκαιο. Κι αν ακόμα υπάρχουν και κακοί ήρωες με σκοτεινά πάθη και κίνητρα –που υπάρχουν– στο παραμύθι πρέπει να κερδίσει το καλό, το σωστό και το δίκαιο. Όπως είπε και ένας μέγας παραμυθάς, ο Πάολο Κοέλο, στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Αν δεν πάνε καλά, δεν είναι το τέλος.
Η Χρυσούλα, πάλι, λέει πως δανείστηκε στοιχεία από έντεκα κλασικά παραμύθια.. όμως προσωπικά μπορώ να υπερθεματίσω πάνω σε αυτό και να πω ότι δεν δανείστηκε τόσο όσο εμπνεύστηκε από αυτά, τα θυμήθηκε ή τα χρησιμοποίησε ως εφαλτήρια για να δομίσει τις ιστορίες της. Ως εκ τούτου, μην περιμένετε να βρείτε τη συνέχεια των παραμυθιών ή την προέκτασή τους στο σήμερα. Μπορεί να είναι και αυτό αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι ιστορίες μπορούν να ειπωθούν και ξέχωρα, ανεξάρτητες των κλασικών παραμυθιών που τις συνοδεύουν, κι αυτή είναι η λέξη που προτιμώ, αν με ρωτάτε. Έτσι «είδα» το βιβλίο. Έτσι βίωσα την εμπειρία του. Έντεκα ιστορίες του συνοδεύονται από πασίγνωστα παραμύθια.
Πρόκειται για συλλογή διηγημάτων για τα οποία θα μιλήσουμε εκτενώς στη συνέχεια και θα γνωρίσουμε, όμως πρόκειται και για μία μνήμη που έρχεται από τα παιδικά μας χρόνια, τότε που πρωτακούσαμε ή πρωτοδιαβάσαμε παραμύθια, και υπό αυτό το πρίσμα, το βιβλίο ξυπνά αναμνήσεις που συνδέονται με κάτι γλυκό και όμορφο, με μια αγκαλιά, με το συναίσθημα της ασφάλειας, της θαλπωρής, της αγάπης… κι αυτό πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν, να συνυπολογιστεί στη συνολική εμπειρία που δύναται να προσφέρει το/ένα ανάγνωσμα και στη δυναμική του.
Αμφιβάλλω αν ξέρετε τον ποιητή Τζιαπατίστα Μπαζίλε όμως γνωρίζετε την Σταχτοπούτα του. Άραγε θυμάστε τη Γκαμπιέλ-Σούζαν ντε Βιλενέβ; Την Πεντάμορφη, όμως, την ξέρετε πολύ καλά. Μπορείτε να πείτε με βεβαιότητα τι έκανε ο Κάρλο Κολόντι που έγραψε τον Πινόκιο; Κι αυτά τα λέω για να τονιστεί η δύναμη των παραμυθιών, των ιστοριών και των ηρώων τους, που ξεπερνά σε δημοφιλία τους δημιουργούς αυτών.
Όσο για τους –δικούς μας– χαρακτήρες; Θα γνωρίσουμε και γυναίκες και άντρες. Οι ήρωες των ιστοριών, ζουν σήμερα, σε πόλεις και μέρη που ακόμα κι αν δεν ονοματίζονται είναι σαν να τα ξέρουμε, είναι οικεία και γνωστά μας ή είναι τα δικά μας μέρη και έχουν δουλειές όπως εμείς, καθημερινότητα όπως εμείς κ.ο.κ. όπως και προβλήματα. Είναι όπως εμείς… ή είναι εμείς.
Μα, για στάσου! Παραμύθια δεν μας υποσχέθηκε; Πώς το έκανε αυτό να βάλει στο παραμύθι τόσο ρεαλιστικά πρόσωπα;
Η ίδια, πάλι, στο εισαγωγικό της σημείωμα γράφει ότι ο κόσμος εξελίσσεται όμως η ουσία του παραμένει ίδια, όπως το φως και το σκοτάδι, τα στοιχεία που τον αποτελούν… κι αυτή η εξέλιξη, αν θέλετε, είναι ένα στοιχείο που διαφαίνεται στο βιβλίο. Ναι, μεγαλώσαμε και οι ιστορίες (μας), τώρα, δεν είναι αγνές, επειδή εμείς δεν είμαστε αγνοί, αλλά όχι επειδή ο κόσμος άλλαξε. Κι αυτό, κρατήστε το.
Τέλος, χρησιμοποιεί μία λέξη: «Μαγείρεψα» λέει «τα δικά μου παραμύθια» και είναι πολύ χαρακτηριστική και άλλο τόσο αντανακλαστική της συνθήκης.. Είναι και μαγειρέματα μέσα αλλά και κυριολεκτικά, όχι μόνο μεταφορικά. Δηλαδή, δεν βρίσκουμε απλά μια σύνδεση με κάποιο φαγητό, γλυκό, ποτό κ.λπ. Υπάρχει όλη η μαγειρική διαδικασία. Εξάλλου, (οι) άλλες ζεστές και γλυκές αναμνήσεις που κουβαλάμε όλοι σχετίζονται με το φαγητό – και είναι μάταιο να το αρνηθεί κανείς.
Και, μιλώντας για φαγητά… το πρώτο διήγημα του βιβλίου, η Μαγική κολοκύθα γεμιστή, φέρνει χριστουγεννιάτικη αύρα και μας συστήνει τον Μάνο, έναν νέο αστό που αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση της νέας εποχής. Το πρόβλημα του Μάνου συνοψίζεται στο ερώτημα: Τι τραπέζι άραγε μπορεί να κάνει κανείς παραμονή Χριστουγέννων σ’ ένα κορίτσι, που του αρέσει πολύ, με λιγότερα από πενήντα ευρώ στην τσέπη; Μα η λύση θα βρεθεί «μαγικά» αλλά χωρίς μαγεία/μάγια ενώ παρόλο τον ρεαλισμό της, η ιστορία περιέχει και Σταχτοπούτα και γυάλινα γοβάκια κι, επιπλέον, ανάμεσα στις αράδες, η συγγραφέας προσφέρει και τη συνταγή!
Σας φαίνεται υπερβολικό; Μια γεμιστή κολοκύθα; Σας λέμε, λοιπόν, ότι αυτό το φαγητό, όχι μόνο υπάρχει, αλλά προηγήθηκε/προϋπήρξε αυτού του διηγήματος!
Στο επόμενο, Μια μηλόπιτα και ένας μαγικός καθρέφτης, η Λευκή αντιμετωπίζει το σύνδρομο του καθρέφτη, σύμφωνα με το οποίο ο παθών βλέπει ατέλειες στον καθρέφτη που δεν υπάρχουν ή που υπάρχουν αλλά χωρίς να είναι σημαντικές. Σε μια θεραπευτική προσπάθεια απεξάρτησης από τον καθρέφτη της, η Λευκή επιλέγει να ακολουθήσει ένα σεμινάριο ζαχαροπλαστικής.
Όπως και στη Χιονάτη, έχουμε κι εδώ καθρέφτη και μήλο, όπως έχουμε και την κακιά μητριά, μια γυναίκα που της σημαδεύει το σώμα και την ψυχή. Αν έπρεπε να σημειώσω το δίδαγμα αυτής της ιστορίας με μια φράση θα επέλεγα την εξής: Πρέπει ν' αφήσεις τ' αρώματα της ζωής να εισχωρήσουν μέσα σου.. αφού η ψυχοθεραπεία είναι όπως η μαγειρική. Το πώς και τι θα το διαβάσετε στο βιβλίο.
Στο Πώς η ροδοζάχαρη έφαγε το τέρας θα γνωρίσουμε μια άλλη κακοποιημένη σωματικά γυναίκα. Το τριαντάφυλλο, κομβικό στοιχείο του παραμυθιού Η πεντάμορφη και το τέρας, υφίσταται κι εδώ, όμως στη δική μας περίπτωση, η ιστορία των αδελφών σε ένα γυναικείο μοναστήρι μάς δείχνει πόσους τρόπους έχουν τα τέρατα να τσακίζουν σώματα και ψυχές αλλά και πόσους άλλους έχουν τα ρόδα να ιαίνουν.
Στη Γοργόνα κακκαβιά ένας ωκεανογράφος συναντά το μυθικότερο από όλα τα θαλάσσια πλάσματα κι εμείς μαθαίνουμε την ιστορία της παραδοσιακής σούπας. Επίσης, η ιστορία μιλάει για θρύλους, ξέρετε, εκείνα τα παμπάλαια μυθεύματα που μοιάζουν με τα παραμύθια και που, αν θέλεις να τα προσεγγίσεις, δεν ωφελεί να προσπαθήσεις να τα καταλάβεις· μόνο να αφεθείς στη μαγεία (τους).
Στο επόμενο διήγημα, Η Αλίκη, παλεύοντας με την κατάθλιψη, αντί για τη χώρα των θαυμάτων, βρίσκεται στη χώρα των μαγικών μανιταριών. Και μην νομίζετε ότι πρόκειται για τίποτα φανταστικά μανιτάρια. Τα μαγικά μανιτάρια υπάρχουν! Η Χρυσούλα Διπλάρη μάς ενημερώνει κατάλληλα. Κράτησα μία μικρή φράση από αυτό το διήγημα: Όλα τα θαυμαστά πράγματα στη ζωή είναι απλά. Με άλλα λόγια, στην απλότητα βρίσκεται το θαύμα.
Τσάι όμως πίνουν και στο επόμενο διήγημα, στο Τσάι με τον λύκο, το αιώνιο σύμβολο του κακού στα παραμύθια αν όχι το μεγαλύτερο – τουλάχιστον το επικρατέστερο.
Τα διηγήματα αυτά, που είναι τα παραμύθια της Χρυσούλας Διπλάρη, μας λένε ότι παραμυθένιοι κόσμοι υπάρχουν στην πραγματικότητα, μαγικά πράγματα επίσης… εξωπραγματικά στοιχεία, μέρη!.. Μας θυμίζει τους ελληνικούς μύθους, τους τόσο γοητευτικούς και συναρπαστικούς και μας δείχνει, με τον τρόπο της, ότι ένα –το κάθε– παραμύθι μπορεί να μην είναι απλά παραμύθι αλλά κάτι ζωντανό, που διαφοροποιείται για τον καθένα από εμάς… ή που, εκεί που ένας βλέπει ή βιώνει ένα πρόβλημα, ένας άλλος βλέπει/ζει τη μαγεία.
Στο Ο μεγάλος ύπνος και το γλυκό της Δαμασκού η ωραία κοιμωμένη υπάρχει, κοιμάται γαλήνια και όσοι την αγαπούν είναι εκεί και περιμένουν να ξυπνήσει. Αν θα ξυπνήσει, θα το διαβάσετε στο βιβλίο.
Κι ύστερα, Ο αχλαδοχυμός ταιριάζει με τα video games όπου ο Πινόκιο προσπαθεί να πείσει ότι η Μπλε φάλαινα υπάρχει. Αλλά δεν τον πιστεύουν κι έτσι εκείνος έχει μόνο μία επιλογή. Να παίξει το παιχνίδι της.
Η Μπλε φάλαινα όντως υπάρχει, δεν είναι μύθευμα· είναι παιχνίδι –έτσι λέγεται αλλά μόνο παίγνιο δεν είναι!– και αφορά ένα φαινόμενο του online gaming και των κοινωνικών δικτύων που εμφανίστηκε καμιά δεκαριά χρόνια πριν. Οι διαχειριστές του δίνουν στους παίκτες μια σειρά από δοκιμασίες διάρκειας 50 ημερών με τελική πρόκληση την αυτοκτονία τους. Των παικτών, δηλαδή την αυτοχειρία! Τώρα, μπορεί να αναρωτηθείτε αν υπάρχει κανείς που να κατάφερε να ολοκληρώσει ένα τέτοιο παιχνίδι. Λένε ότι κάποιοι το κατάφεραν και, επίτηδες, λέω να ολοκληρώσει αντί να κερδίσει γιατί, εξ ορισμού, δεν βγαίνεις κερδισμένος.
Αναρωτιέστε τι θα γίνει με τον Πινόκιο; Ε, διαβάστε το βιβλίο.
Εν συνεχεία, στο Όρμα –στα φασόλια– Τζακ! ο Σιδερένιος Τζακ ονειρεύεται να φτάσει ψηλά, πολύ ψηλά, ως στα σύννεφα… στην κορυφή του κόσμου.. και τα καταφέρνει και μετά… θα ισορροπήσει την πικράδα των χόρτων με τη γλύκα των φασολιών σε μια αλληγορία που βρίθει μηνυμάτων.
Στο Σπίτι από σοκολάτα, που ακολουθεί, η Ξένη βιώνει ένα ονειρικό θαύμα ενώ η καθημερινότητά της περιέχει καχυποψία και δυσπιστία και η συγγραφέας μάς εξηγεί –πάντα εμβόλιμα στην εξιστόρηση– τις ευεργετικές ιδιότητες της σοκολάτας, γιατί μας κάνει καλό, πού, πώς…
Και τέλος, στις 10+1 ιστορίες, βουτηγμένες σε τσάι μέντας, η Τζίνη, η ηρωίδα που δεν πιστεύει στα παραμύθια, προλαβαίνει οριακά το deadline της ως συγγραφέας-φάντασμα [αυτό για να μην νομίζετε ότι δεν υπάρχουν φαντάσματα], βρίσκει τον τρόπο να παίρνει μια γεύση από παράδεισο και η πραγματική συγγραφέας του πονήματος πραγματεύεται ζητήματα όπως η έλλειψη πολιτισμού αλλά γίνεται και κοινωνός του τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας… προτού κλείσει τη συλλογή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που την άνοιξε.
Εν κατακλείδι, αυτό το βιβλίο, που διαβάζεται ενδεικτικά τις κρύες χειμωνιάτικες βραδιές και όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, είναι ένας τρόπος να βρεις το παραμύθι, να το αναγνωρίσεις, να το βάλεις μέσα στη ζωή σου, να το κάνεις συνοδοιπόρο σου.. να μην το βλέπεις πια ως κάτι εξωπραγματικό, παιδικό ή παιδιάστικο. Ε, και στο τέλος τέλος να λάβεις από τα οφέλη του.


