Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ ebooks ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ματωμένος Δούναβης * Αιθέρια: Η προφητεία * Ζεστό αίμα * Το μονόγραμμα του ίσκιου * Μέσα από τα μάτια της Ζωής! * Οι Σισιλιάνοι ** Ποίηση: Και χορεύω τις νύχτες * Δεύτερη φωνή Ι * Άπροικα Χαλκώματα ** Διάφορα άλλα: Πλάτωνας κατά Διογένη Λαέρτιο * Παζλ γυναικών ** Παιδικά: Τα βάσανα του Τεό και της Λέας * Η μάγισσα Θερμουέλα σε κρίση * Η λέσχη των φαντασμάτων * Το μαγικό καράβι των Χριστουγέννων * Ο αστερισμός των παραμυθιών * Οι κυρίες και οι κύριοι Αριθμοί * Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου * Ο Κάγα Τίο... στην Ελλάδα ** Νουβέλες: Πορσελάνινες κούκλες * Το δικό μου παιδί * Όταν έπεσε η μάσκα

Η άλλη πλευρά του παραδείσου

Σημείωμα για τον αναγνώστη

Εάν αυτή τη στιγμή καθόμασταν μαζί και μιλάγαμε για την ζωή, για τον έρωτα, για τη μαγεία που κρύβει η φαντασία μας, για τα όνειρα της νύχτας... αυτά που μας φοβίζουν, αλλά και αυτά που μας προξενούν χαρά και δέος και δε θέλουμε να χαθούν, ξέρεις τι θα σου έλεγα; Κοίταξε στον καθρέφτη. Τι βλέπεις; Φυσικά, τον εαυτόν σου. Άπλωσε το χέρι σου και προσπάθησε να τον αγγίξεις. Δεν θα μπορέσεις ποτέ κι όμως, είσαι εσύ ο ίδιος.
Στα βιβλία μου προσπάθησα και προσπαθώ να αγγίξω την ζωή μέσα από τα πάθη, τα λάθη και τις συγκινήσεις, τους μεγάλους έρωτες και τις υποσχέσεις, μέσα από κάθε τι που μπορεί να μας γυρίσει πίσω σε ένα παρελθόν ξεχασμένο ή να μας ταξιδέψει μπροστά σ’ ένα μέλλον άγνωστο που θέλουμε να ζήσουμε, να γευθούμε στάλα στάλα το κάθε λεπτό.
Κάποτε είχα διαβάσει πως ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ αναρωτιόταν αν υπήρχε κάτι, που να ήταν πιο αληθινό από ένα όνειρο. Επηρεασμένη απ’ αυτή τη φράση σκέφθηκα πως ίσως τα όνειρα είναι μια περιπέτεια όπου συγκρούονται αλήθειες και ψέματα για να δημιουργηθεί κάτι καινούριο και πολύ αληθινό. Ίσως όμως να είναι ένα γυάλινο δωμάτιο, όπου μέσα σ’ αυτό ένα συνονθύλευμα ιδεών και φαντασίας κυριαρχούν του εαυτού μας και αυτό που επιθυμούμε να ήμασταν πλανάται στο σύμπαν. Λεπτές κλωστές που κρέμονται και φτάνουν στα βάθη των θαλασσών, σέρνοντας τις ζωές μας πίσω τους. Η φωνή που δε φτάνει ποτέ στη Γη, γιατί είναι έξω από τα σύνορα του Κόσμου. Ίσως τίποτα απ’ όλα αυτά και να είναι η δύναμη, του να πλάθει κανείς εικόνες, η ξέφρενη πορεία του νου, που μπορεί μέσα σε δευτερόλεπτα, να φτάσει τόσο πολύ μακριά, σ’ έναν άλλο κόσμο, ώστε να δυσκολευτεί να επιστρέψει ή και να μη θελήσει να επιστρέψει ποτέ.
Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

Όταν τα σύννεφα έφυγαν από τη Γη και πήγαν σ’ άλλους κόσμους μακρινούς.
Όταν ο Ήλιος στάθηκε στο κέντρο τ’ ουρανού και δεν άφησε το φεγγάρι να φανεί.
Όταν τ’ αστέρια κρύφτηκαν γιατί φοβήθηκαν τη λάμψη του.
Τότε ξεκίνησε ένα ταξίδι μέσα στη νύχτα, στο όνειρο και στη φαντασία και συνεχίστηκε ένα ταξίδι αληθινό με μια πορεία από την αρχή ως το τέλος του...

Η Εξαφάνιση


Η Αλκμήνη είχε τόσο πολύ τρομάξει με την εξαφάνιση της αδελφής της που έτρεξε αμέσως στην αστυνομία. Το ’ξερε πως θα άρχιζαν οι ανακρίσεις αλλά αυτό δεν την πείραζε καθόλου. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να βρεθεί η Λευκή. Είχε ρίξει επάνω της ένα σάλι και βγήκε έξω σαν τρελή χωρίς να την πάρει είδηση κανείς. Όχι δεν έπρεπε να το καταλάβει ούτε η κυρία Αλίκη ούτε ο κύριος Παντελής. Ό,τι ήταν εκείνο που έπρεπε να κάνει θα το έκανε μόνη της, χωρίς καμία καθοδήγηση από κανέναν. Ήξερε… ήταν η μόνη που την είδε τελευταία, οι άλλοι δεν είχαν καμιά δουλειά και καμιά σχέση με την εξαφάνιση της.
Από την αστυνομία οδηγήθηκε στον ανακριτή. Κάθισε στην πολυθρόνα που της υπέδειξε ο ίδιος και άρχισε να διηγείται ό,τι ακριβώς συνέβη και όχι μόνο. Ξεκίνησε από τότε που γεννήθηκε η Λευκή, κι ας φαινόταν στην αρχή της διήγησής της πως ήταν αδιάφορο. Όλα είχαν σημασία η κάθε λεπτομέρεια.

Το ανακριτικό γραφείο ήταν πολύ λιτό. Απ’ το ταβάνι κρεμόταν μια λάμπα, που έδινε τόσο λιγοστό φως, που σου προξενούσε θλίψη. Στον ένα τοίχο υπήρχε μια βιβλιοθήκη, αρκετά μεγάλη, με πολλά βιβλία και ντοσιέ και μπροστά της ένα γραφείο γεμάτο από χαρτιά, μια επιτραπέζια λάμπα και αρκετά στυλό και μολύβια, άλλα βαλμένα μέσα σ’ ένα ποτήρι κι άλλα αφισμένα πάνω στο γραφείο. Από την μια πλευρά ήταν δυο καρέκλες και λίγο πιο κει μια πολυθρόνα, από μαύρο δέρμα, εκεί κάθισε. Στον άλλο τοίχο, βρισκόταν το παράθυρο με ανεβασμένα στόρια, που έβλεπε σ’ ένα κήπο, άδειο από λουλούδια και απέναντι του, ήταν η πόρτα. Αυτή έβγαζε σ’ ένα διάδρομο αρκετά σκοτεινό.
-Λοιπόν κυρία Ζερβούδη σας ακούω.
-Θα σας τα πω όλα με κάθε λεπτομέρεια. Θα ήθελα όμως να ξεκινήσω από την αρχή. Από το πια είμαι και πια είναι η αδελφή μου.
-Παρακαλώ. Για αυτό είμαι εδώ για να σας ακούσω.
- Με λένε Αλκμήνη, δύσκολο όνομα να το προφέρεις. Ο κύριος Παντελής και η κυρία Αλίκη με πήραν από μικρή στο σπίτι τους τότε, που η κόρη τους η Σοφούλα ήταν τριών ετών. Εκείνη δεν μπορούσε να πει το όνομα μου και με φώναζε Καμίνη, έτσι αποφάσισαν να με φωνάζουν Μίνα. Αυτό άρεσε σε όλους, ακόμα και στη γιαγιά, που ήταν δύσκολη με τα ονόματα. Είναι καλοί άνθρωποι. Γονείς δεν έχω. Μου είπαν πως… κάποιοι, τους οποίους ονομάζω θείους, κι ας μην είναι πραγματικοί, με βρήκαν σε ένα καλάθι πάνω στις σκάλες του σπιτιού τους αλλά ήταν δύσκολο να με μεγαλώσουν. Με έδωσαν σε ένα βρεφονηπιακό σταθμό. Εκεί έμεινα ως τα τέσσερα μου χρόνια όπου κάποια μέρα ήρθαν η κυρία Αλίκη με τον κύριο Παντελή και με υιοθέτησαν.
Η κυρία Αλίκη είναι φιλάσθενη κι έχει μεγάλη ανάγκη από κάποιον να τη φροντίζει. Αυτό το ανέλαβα εγώ. Κάθε βράδυ της πηγαίνω ένα ποτήρι ζεστό γάλα και το αφήνω στο κομοδίνο της. Έτσι έκανα και τότε, εκείνη την ημέρα που γεννήθηκε η Λευκή. Μόλις με είδε, γύρισε και μου είπε «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να γεννήσω. Να πάτε να βρείτε τη μαμή». Το γάλα κόντευε να πέσει απ’ τα χέρια μου. «Αμέσως» απάντησα. Βγήκα απ’ το δωμάτιο τρέχοντας. Τον κύριο τον βρήκα στο χολ, να κοιμάται καθισμένος στη πολυθρόνα του. Κάποτε μου είχε πει, πως όταν τον βλέπω έτσι, να μη τον ξυπνώ, ότι και να συμβαίνει, γιατί μετά χάνει τον ύπνο του. Τι μ’ ένοιαζε όμως! Φώναξα δυνατά «Γεννάμε, γεννάμε». Ξύπνησε απότομα. Σηκώθηκε όρθιος. Έμεινε για λίγο ακίνητος, σαν στρατιώτης και μόνο όταν συνειδητοποίησε που βρίσκεται, πήγε στο δωμάτιο της κυρίας Αλίκης. «Πάω να φέρω τη μαμή», της είπε κι έφυγε έτσι, όπως ήταν με τις ριγέ του πιτζάμες και με τις παντόφλες του, άρπαξε τη ρόμπα του και βγήκε στους δρόμους. Ούτε που του πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα ν’ αλλάξει.
-Κυρία Ζερβούδη θα σας διακόψω. Δεν καταλαβαίνω όλα αυτά που μου εξιστορείτε αυτή την στιγμή τι σχέση μπορεί να έχουν με την εξαφάνιση της αδελφής σας.
-Κύριε ανακριτά πρέπει να τα μάθετε όλα, από τότε που γεννήθηκε, όπως και από τότε που γεννήθηκα εγώ. Οι σχέσεις μου με την αδελφή μου ήταν ιδιαίτερες. Την φρόντιζα σαν να ήταν κάτι εύθραυστο, γιατί ήταν, όσο παράλογο κι αν φαίνεται. Μόνο εμένα εμπιστευόταν και μόνο σε μένα έλεγε όλα της τα παράπονα.
-Συνεχίστε λοιπόν. Σας ακούω.
- Η κυρία γέννησε ένα κοριτσάκι, που μόλις βγήκε απ’ τη κρυψώνα των εννέα μηνών άρχισε να κλαίει. «Καλό σημάδι αυτό!» Άκουσα να λένε. Πρώτη φορά είχα παρευρεθεί σε γέννα. Για πρώτη φορά ως τώρα είχα δει ένα τόσο μικρό πλασματάκι.
Η κυρία Αλίκη το πήρε στην αγκαλιά της, ήταν μια εικόνα που δε θα ξεχάσω ποτέ. Δε νομίζω πως μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια την έκφραση του προσώπου της. Ούτε πιστεύω πως κανένας ζωγράφος μπορεί να ζωγραφίσει αυτή τη μορφή που είδα.
Η μαμή αφού το έπλυνε, με μεγάλη προσοχή, σαν εύθραυστο αντικείμενο, όπως σας είπα ήταν… το τύλιξε με ολόλευκη φασκιά και το πήγε στον κύριο, να το δει, που περίμενε στο μεγάλο δωμάτιο. Στεκόταν μπροστά στο τζάκι κι έκανε παρέα στη φωτιά που τρεμόπαιζε και σχεδόν κόντευε να σβήσει.
Όλα ήταν τέλεια!
Ένας καινούριος άνθρωπος μπήκε στον κόσμο, Προσθέτοντας νέο νόημα στη ζωή όλων μας.
«Να σας ζήσει» την άκουσα να του λέει κι εκείνος άπλωσε τα χέρια του να το πάρει στην αγκαλιά του, ενώ τα χείλη του διέγραφαν ένα πλατύ χαμόγελο και όταν το αγκάλιασε διέκρινα τα βουρκωμένα μάτια του, να κοιτάζουν τη μαμή με απορία και πόνο. «Μη φοβάστε, για το πρόσωπο του μωρού, δε θα πω ποτέ σε κανένα τίποτα», του είπε κι έφυγε.
-Δηλαδή;
-Θα σας πω. Αυτό είναι ένα πολύ παράξενο πράγμα που συνέβη στην ζωή μας και άλλαξε τις συνήθειες μας.
-Πριν συνεχίσετε να σας προσφέρω ένα φλιτζάνι καφέ;
-Ω! Ευχαριστώ πολύ. Θα το’ θελα.
Ο ανακριτής της πρόσφερε καφέ και κάθισε απέναντί της.
-Σας ακούω…
-Με τη Λευκή, παρ’ όλη τη διαφορά της ηλικίας μας, γινήκαμε πολύ φίλες. Λέγαμε πως ήμασταν αδελφές και το πιστεύαμε αυτό, γιατί το νοιώθαμε. Αλήθεια σας λέω. Θυμάμαι τότε, που τη πρωτοπήρα στην αγκαλιά μου και ήταν τόσο δα μικρούλα, μου φάνηκε σαν κουκλίτσα. Είχε απλώσει τα χεράκια της και με τα δάκτυλα της άγγιζε τη μύτη μου, τα χείλη μου, τα μάγουλα μου, σα να εξερευνούσε κάτι και προσπαθούσε να καταλάβει τι είναι. Τα μαλλάκια της ήταν μαύρα με μπουκλίτσες, σα δακτυλίδια. Αλλά κι εκείνη ήταν πολύ όμορφη. Μόνο…μόνο που ήταν μαύρη, σαν Αφρικανή.
- Ε… Αυτό δεν πειράζει.
-Δεν καταλάβατε. Όχι ολόκληρη… Δεν ήταν ολόκληρη μαύρη μόνο το πρόσωπο της ήταν μαύρο.
- Πώς είπατε;
- Μάλιστα. Αυτό είχε δει η μαμή, τότε που γεννήθηκε και είπε στον κύριο Παντελή πως δε θα το πει ποτέ σε κανέναν.
-Όλο αυτό όμως παρ’ όλο που έχει μεγάλο ενδιαφέρον και αφορά μόνο ιατρικά θέματα τι σχέση μπορεί να έχει με την εξαφάνιση της; Τι θέλετε μήπως να μου πείτε πως αυτή η διαφορά του προσώπου της την έκανε να φύγει. Να φύγει από κοντά σας εννοώ.
-Όχι. Όχι. Δεν ήταν αυτός ο λόγος.
-Τότε ποιο είναι το δικό σας πιστεύω;
-Αναγκάστηκα να αποφανθώ στην αστυνομία γιατί εγώ από μόνη μου δεν θα μπορούσα να την βρω πουθενά. Ήμουν η τελευταία που την είδε κι έζησα μαζί της συναρπαστικές στιγμές όταν χαθήκαμε και οι δυο στο άπειρο.
Ο ανακριτής σηκώθηκε όρθιος και χαμογέλασε. Ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει πως είναι δυνατόν δυο άνθρωποι να χαθούν στο άπειρο. Δεν είπε βέβαια τίποτε. Μόνο την συμβούλεψε πως θα ήταν καλύτερα να πάει να αναπαυθεί.
-Κυρία Ζερβούδη, της είπε πολύ ευγενικά. Ίσως είναι καλύτερα να επιστρέψετε στο σπίτι σας, να ξεκουραστείτε. Και αύριο μέρα είναι. Θα τα ξαναπούμε.
-Δεν κουράστηκα κύριε ανακριτά. Καταλαβαίνω πως κάποια πράγματα σας φαίνονται περίεργα. Είναι όμως αλήθεια.

Η υπόθεση της εξαφάνισης της Λευκής είχε ξεφύγει από την κλασσική μορφή ανάκρισης και είχε γίνει ένα θέμα μεγάλης συζήτησης ανάμεσα στους δύο. Οι ώρες περνούσαν και τίποτε δεν μπορούσε πια να σταματήσει την εξιστόρηση της ζωής της οικογένειας Ζερβούδη μέχρι εκείνη την ημέρα που χάθηκαν τα ίχνη της Λευκής. Η Μίνα ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και συνέχισε.
- Η γιαγιά μας κάθε βράδυ έλεγε διάφορες ιστορίες που ήταν δικές της. Είχε μεγάλη φαντασία και τα έλεγε όλα τόσο παραστατικά! Εκείνη καθόταν κάτω, στο χαλί, ακουμπούσε το κεφάλι της στα γόνατα της και την άκουγε με προσοχή. Καμιά φορά καθόμουν κι εγώ παρέα τους, όπως και η Σοφούλα. Οι ιστορίες της γιαγιάς ήταν τόσο ωραίες, που άρεσαν σε όλους μας.
Η Λευκή ζούσε μέσα στο σπίτι. Ποτέ δεν έβγαινε έξω. Αυτή τη διαφορά που είχε το πρόσωπο της, δε την ήξερε. Η κυρία Αλίκη είχε μαζέψει όλους τους καθρέπτες. Μόνον έναν είχε αφήσει, κρυμμένο, μέσα στη ντουλάπα της κι εμείς όλοι ήμασταν πολύ προσεκτικοί, ώστε… αυτή την αλήθεια να μη τη μάθει ποτέ.
- Σχολείο πως πήγε;
- Δε πήγε. Φέρναμε δασκάλους στο σπίτι. Η Λευκή μεγάλωσε χωρίς παρέες και χωρίς φιλίες. Δεν ήξερε τι είναι ο έξω κόσμος. Το μόνο που χαιρόταν και αυτό μέσα απ’ το παράθυρο του δωματίου της, ήταν το χιόνι, που το έβλεπε να πέφτει και ν’ ασπρίζει την αυλή μας.
Είχε γίνει πια πολύ όμορφη. Τα μάτια της έλαμπαν, τα μαλλιά της είχαν μακρύνει κι έπεφταν μπούκλες, έως τους ώμους της. Τα χείλη της ήταν πάντα υγρά και κόκκινα. Η μητέρα της, όλο και της αγόραζε όμορφα ρούχα κι εκείνη φόραγε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο και πάντα μας ρωτούσε να της πούμε, πιο είναι το πιο ωραίο.
Τα χρόνια περνούσαν, χωρίς όμως να γνωρίζει, πώς τον εαυτόν μας μπορούμε να τον δούμε, μέσα σ’ ένα καθρέφτη.
- Και δε ρωτούσε ποτέ, γιατί δε βγαίνει έξω;
- Όχι…Ποτέ. Αλλά και η κυρία Αλίκη, τον περισσότερο χρόνο της, τον περνούσε στο κρεβάτι, μια και ήταν σχεδόν πάντα άρρωστη. Ίσως αυτό να έκανε τη Λευκή να μην αισθάνεται τόσο έντονα, την ανάγκη του έξω. Πραγματικά, δεν ξέρω τι να πω; και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, μόνο η Σοφούλα έβγαινε συνέχεια και είχε τόσες παρέες.
- Θέλετε να πείτε, πως… η δεσποινίς Σοφούλα μπορεί να ξέρει, τι έγινε η αδελφή της;
- Όχι βέβαια, αφού ήμουν εγώ η τελευταία που την είδε.
-Τον περασμένο χειμώνα, η γιαγιά πέθανε και μείναμε, με το να λέμε μεταξύ μας, τις ιστορίες της και όλο προσθέταμε και κάτι.
Τις κρύες νύχτες, καθόμασταν όλοι μαζί μπροστά στο αναμμένο τζάκι και πλάθοντας όλο κι ένα καινούριο παραμύθι, θυμόμασταν τη συντροφιά της, που γέμιζε τις ανιαρές μέρες που περνούσαμε. Αλλά και τον άλλο καιρό, όταν ο ήλιος έκαιγε ή όταν τα λουλούδια ευωδίαζαν ή όταν τα φύλλα του Φθινοπώρου γέμιζαν την αυλή μας με κίτρινο χρώμα, εκείνη, ήταν ανάμεσα μας κι ας βλέπαμε τη πολυθρόνα της άδεια.
Η γιαγιά, για όλες τις εποχές είχε και κάτι να μας πει, που μας αγκάλιαζε, ξεχωριστά τον καθ’ ένα και μας έδινε ελπίδα και αγάπη για τη ζωή.
Λίγες μέρες πριν, τότε με το πολύ χιόνι, έγινε το ετήσιο μνημόσυνο της γιαγιάς. Δεν πήγα, όπως δεν είχα πάει και στη κηδεία της, έμεινα στο σπίτι, μαζί με τη Λευκή, να κοιτάμε το χιόνι. Χοντρές νιφάδες έπεφταν και απαλά απαλά κάθονταν η μία πάνω στην άλλη. «Τι όμορφα που είναι! Δε βγαίνουμε να το δούμε από κοντά;» μου είπε κάποια στιγμή και τα μάτια της έλαμψαν από χαρά.
Ήταν η πρώτη φορά που ζητούσε να βγει έξω κι εγώ δεν ήθελα να της χαλάσω το χατίρι, δεν είχα τη δύναμη, να της το αρνηθώ. Εξ’ άλλου θα ήταν για τόσο λίγο! Έτσι λοιπόν, αφού ντυθήκαμε καλά, κατεβήκαμε στην αυλή. Αφήσαμε τη πόρτα να κλείσει με ορμή, λες και δε θα ξαναγυρίζαμε ποτέ πια πίσω.
Την κοίταζα και συλλογιζόμουν… το πόσο ασήμαντα πράγματα φέρνουν ευτυχία σ’ αυτούς που δεν μπορούν να τ’ απολαύσουν, ενώ σε όλους τους άλλους, είναι τόσο αδιάφορα. Πόση μεγάλη χαρά μπορεί κανείς να δώσει. Αλλά και το πόση χαρά μπορεί κανείς να πάρει και να την κρατήσει για πάντα, αν δεν ξεχαστεί από την φθορά που φέρνει ο χρόνος στο πέρασμα του.
Έβαλε τα χέρια της επάνω στο στοιβαγμένο χιόνι και το χάιδεψε, σα να ήταν πουπουλένιο ζωάκι, παίξαμε μαζί. Οι νιφάδες καθώς έπεφταν, σκέπαζαν τα μαλλιά μας και τα έκαναν να φαίνονται άσπρα, όπως και τα παλτά μας. Κυλιστήκαμε κάτω, αφεθήκαμε μέσα σ’ αυτό τον λευκό κλοιό. Νοιώσαμε για λίγο ελεύθερες και μετά, μπήκαμε πάλι μέσα, στη ζεστασιά του σπιτιού, αισθανθήκαμε τη θαλπωρή του, που μας αγκάλιασε.
- Άρα… Από κοντά σας δεν έφυγε καθόλου. Έτσι δεν είναι;
- Έτσι είναι.
- Να υποθέσουμε… πως μπορεί να χάθηκε στο δάσος; Αποκλείεται.
- Βεβαίως και αποκλείεται! Ήμασταν συνέχεια μαζί και όπως ξανά είπα χαθήκαμε στο άπειρο.

Η Μίνα δεν είδε το ειρωνικό χαμόγελο του ανακριτή. Παρ’ όλα αυτά πάντως εκείνος δεν μίλησε κι ας φαινόταν τόσο απίστευτο αυτό που άκουγε, αλλά ήθελε να μάθει που θα πήγαινε όλη αυτή η απίθανη ιστορία, που κατά την γνώμη του ήταν μύθευμα. Ίσως είναι μυθομανής, είπε από μέσα του.


Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου, 2020 All rights reserved
«Η άλλη πλευρά του παραδείσου» κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Θέσις, για δέκα χρόνια με αμείωτο ενδιαφέρον. Η παρούσα ηλεκτρονική δημοσίευση αποτελεί νέα, ανανεωμένη έκδοση. Πηγή
Η συνοδευτική εικόνα είναι επιλογή της συγγραφέα.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
΄΄Εξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΌταν έπεσε η μάσκα, Κωνσταντίνας ΜαλαχίαΤο μαγικό καράβι των Χριστουγέννων, Θάνου ΚωστάκηΗ λέσχη των φαντασμάτων, Κυριακής ΑκριτίδουΟ αστερισμός των παραμυθιών, Λίτσας ΚαποπούλουΟ Κάγα Τίο... στην Ελλάδα, Καλλιόπης ΡάικουΠαζλ γυναικών, Σοφίας Σπύρου
Το μονόγραμμα του ίσκιου, Βαγγέλη ΚατσούπηΗ μάγισσα Θερμουέλα σε κρίση, Χριστόφορου ΧριστοφόρουΠλάτωνας κατά Διογένη ΛαέρτιοΚαι χορεύω τις νύχτες, Γαβριέλλας ΝεοχωρίτουΑιθέρια: Η προφητεία, Παύλου ΣκληρούΠορσελάνινες κούκλες, Δέσποινας ΔιομήδουςΆπροικα Χαλκώματα, Γιώργου Καριώτη
Το δικό μου παιδί!, Γιώργου ΓουλτίδηΟι Σισιλιάνοι, Κωνσταντίνου ΚαπότσηΜέσα από τα μάτια της Ζωής!, Βούλας ΠαπατσιφλικιώτηΖεστό αίμα, Νάντιας Δημοπούλου
Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου, Ελένης ΦωτάκηΟι κυρίες και οι κύριοι Αριθμοί, Κωνσταντίνου ΤζίμαΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη