Η περιοχή Salento βρίσκεται στην άκρη του «τακουνιού» της Ιταλίας. Εκεί βρίσκονται και τα ελληνόφωνα χωριά. Προορισμός για διανυκτερεύσεις ήταν το Lecce. Πριν φτάσουμε εκεί, σταματήσαμε στην Ceglie Messapica. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες, όταν την βλέπεις από μακριά δεν φαντάζεσαι τι κρύβει μέσα της. Δεν θα σας κουράσω με τις ίδιες περιγραφές γιατί –όπως και να το κάνεις– οι παλιές πόλεις μοιάζουν μεταξύ τους. Σ' όλες υπάρχουν πλατείες, ναοί, παλάτια για τους άρχοντες, σπίτια για το πόπολο, φαρδιοί δρόμοι για τις άμαξες, σοκάκια για τους πεζούς. Όλες είναι όμορφες όμως· τουλάχιστον για μένα. Λίγα τέτοια έχουμε εδώ. Έχουμε όμως άλλα.
Το Lecce είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας η οποία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του Salento. Είναι στην πεδιάδα και για να φτάσεις εκεί διασχίζεις κάμπους με αμπέλια και ελαιώνες. Προτιμούσαμε να πηγαίνουμε, όσο ήταν δυνατόν, από μικρούς επαρχιακούς δρόμους, ακριβώς για να απολαμβάνουμε τα τοπία αυτά. Στην αρχαιότητα κατοικούσαν στην περιοχή Μεσσάπιοι, μετά Ρωμαίοι, Οστρογότθοι, Βυζαντινοί και οι υπόλοιποι που έχουμε πει. Το ιστορικό του κέντρο είναι τεράστιο και περικλείεται από τείχος. Έχει τρεις πύλες εισόδου και μέναμε λίγες δεκάδες μέτρα από τη μία. Δεν είχε ανεβοκατεβάσματα και πηγαίναμε κάθε τρεις και μία, όταν φυσικά δεν γυρνάγαμε στα μέρη που θα πούμε. Ξανασυναντήσαμε και τον Saint Orontius, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί στην Ostuni. Μάθαμε ότι είναι ο πολιούχος άγιος του Lecce. Αγάλματά του δεσπόζουν σε δύο πύλες, σε ναούς και σε μία πανύψηλη κολόνα της παλιάς πόλης. Δεν μπορέσαμε να επισκεφθούμε το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, που βρίσκεται δίπλα του, γιατί ήταν κλειστό για το κοινό λόγω εργασιών συντήρησης. Μια και δεν το είδαμε, μάθαμε ότι ήταν θαμμένο κι αποκαλύφθηκε τυχαία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα όταν έσκαβαν τα θεμέλια για ένα κτήριο. Μεγάλο μέρος του βρίσκεται πλέον κάτω από οικήματα κι έναν ναό. Άντε να τα γκρεμίσεις τώρα, ειδικά τον ναό. Δεν τα πρόσεξαν φαίνεται όλα τα αρχαία τους οι γείτονες. «Έχουμε κι άλλα», θα σκέφτηκαν οι εργολάβοι. Στην περίπτωση αυτή λοιπόν ισχύει το «una faccia, una razza». Μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας!
Ο περίπατος της επόμενης μέρας είχε μεγάλη διάρκεια. Επισκεφθήκαμε τρεις πόλεις.
Πρώτα την Galatina όπου δεν μείναμε πολύ γιατί είχαμε δρόμο μπροστά μας. Αρκετά όμως για να γυρίσουμε το ιστορικό κέντρο και να επισκεφθούμε την εκθαμβωτική Basilica Santa Caterina d’ Alessandria. Ο ναός είναι ύστερου ρωμανικού ρυθμού και το εσωτερικό του κοσμείται από τοιχογραφίες των αρχών του 15ου αιώνα. Τις φιλοτέχνησαν ζωγράφοι της εικαστικής σχολής του μεγάλου Giotto. Από τους ειδήμονες, θεωρούνται κατώτερες μόνο αυτών της βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου στην Ασίζη. Κάτι θα ξέρουν! Οπότε εμείς αρκούμαστε να τις θαυμάζουμε. Κοιτάζω τώρα τις φωτογραφίες, τι να σου κάνουν όμως; Λείπει το δέος που προκαλεί ο απέραντος όγκος του ναού. Έχει κι άλλα ωραία η πόλη, αλλά μετά απ' αυτό, τι να πω;
Σειρά είχε η Nardò, η μεγαλύτερη πόλη της επαρχίας μετά το Lecce. Σήμερα είναι αμπελουργικό, μεταποιητικό και πολιτιστικό κέντρο αλλά έχει κι αυτή τα όμορφα σοκάκια της, τους ναούς και το φρούριό της, το οποίο είναι πλέον η έδρα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στην παλιά τάφρο του ευδοκιμεί τώρα ένας βοτανικός κήπος. Έχει και παραλίες· όλα τα έχει. Θα μείνω λίγο στον καθεδρικό ναό για τον οποίο ενημερωθήκαμε ότι είναι κτισμένος –κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα– στη θέση όπου μοναχοί οι οποίοι διέφυγαν από τους διωγμούς των εικονοκλαστών στο Βυζάντιο του 8ου αιώνα έκτισαν τον ναό τους. Έχει κι αυτός φυσικά υποστεί αισθητικές –ή όχι και τόσο– επεμβάσεις στο πέρασμα του χρόνου. Μετά την Galatina θεωρώ άσκοπο να σχολιάσω τις ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες του. Παραμένει όμως ένα ενδιαφέρον αξιοθέατο της πόλης.
Για να μην λέω λοιπόν συνέχεια τα ίδια να σημειώσω τι διαφορετικό μας έκανε εντύπωση. Έξω από κάποιο μεγάλο περιτειχισμένο σπίτι υπήρχε πινακίδα με την σφραγίδα του δήμου που έγραφε: «Εδώ ζει μία προστατευόμενη αποικία ελεύθερων γατιών. Απαγορεύεται αυστηρά η κακοποίησή τους. Οι παραβάτες θα τιμωρούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.». Είπατε τίποτα;
Είχε μεσημεριάσει όμως, μας είχε πιάσει λιγούρα κι είχαμε κι άλλο δρόμο. Πριν κλείσουν τα πάντα προλάβαμε να φάμε μία πολύ νόστιμη puccia. Μην ταράζεστε, πρόκειται για συνωνυμία. Έτσι λέγονται τα τύπου σάντουιτς, στρογγυλά γεμιστά ψωμάκια που είναι σπεσιαλιτέ, κυρίως της επαρχίας του Salento, όπου βρισκόμαστε. Θα ήταν και αγένεια να μην τα δοκιμάσουμε. Το Salento οριοθετείται από τη νοητή ευθεία που ενώνει την Ostuni με το Taranto· στο περίπου δηλαδή.
Τελευταία για σήμερα η Gallipoli (η αρχαία Καλλίπολις) – δεν κατάλαβα γιατί τις άλλαξαν το εύηχο «κα» με το κάπως άναρθρο «γκα». Αν και μεσημέρι πια δεν είχαν κλείσει τα πάντα. Εξηγείται πάντως από την παρουσία των λεγεώνων τουριστών και εκδρομέων μαθητών. Τόσο πολλούς μαζεμένους δεν είχαμε συναντήσει μέχρι τώρα. Μια και δεν είχαμε πάει εκεί για ψώνια, όμως ούτε για φαΐ, έπρεπε να περιμένουμε ν' ανοίξουν τα μέρη που μας ενδιέφεραν.
Έτσι κι αλλιώς θα τριγυρίζαμε στην παλιά πόλη, που είναι σε νησί και προστατευμένη από το τείχος της. Πας περπατώντας πια, φυσικά. Ξεκινήσαμε λοιπόν από το λιμάνι, στην ηπειρωτική άκρη της γέφυρας, για να δούμε την «Ελληνική κρήνη». Δεν είχε πια νερό και τα ταλαιπωρημένα από τα χρόνια και τις καιρικές συνθήκες σκαλιστά γλυπτά της ίσα που διακρινόντουσαν. Μόλις είχε φτάσει ένα παλαιού τύπου καΐκι όμως που πούλαγε γαρίδες σε προκλητικά –απ' ότι κατάλαβα– χαμηλή τιμή. Οι πελάτες ήταν ο ένας πάνω στον άλλον. Θα παίρναμε κι εμείς, αν είχαμε τι να τις κάνουμε.
Από τη θάλασσα, αφού διαβήκαμε πάλι τη γέφυρα, βρεθήκαμε σ' ένα από τα υπόγεια ελαιοτριβεία του νησιού· όταν άνοιξε. Η πολυετής μου ενασχόληση με το ελαιόλαδο δεν μου επέτρεπε να μην το δω. Ήταν κάτι σαν μουσείο βέβαια, αλλά είχε πολλές πληροφορίες για το πώς παρήγαγαν στο μέρος αυτό το ελαιόλαδο εκείνη, την όχι τόσο μακρινή, εποχή. Σε μια τρύπα –κάποιου μεγέθους βέβαια– ζούσαν οι άνθρωποι και τα ζωντανά που γύριζαν τις μυλόπετρες. Αυτό επί μήνες γιατί η παραγωγή δεν σταμάταγε ποτέ. Κι όλα γινόντουσαν χειρωνακτικά βέβαια. Υπήρχαν πολλά τέτοια κάποτε και παρήγαν κυρίως φωτιστικό ελαιόλαδο το οποίο μετά οι ιδιοκτήτες μοσχοπουλούσαν. Υγρό χρυσάφι, όπως το λέγανε. Οι συνθήκες εργασίας και η αμοιβή των εργατών ήταν βέβαια άθλιες. Να μην αναφέρω καλύτερα για τα ζωντανά. Ο καθεδρικός ναός δεν άνοιξε όσο ήμαστε εκεί. Κανείς δεν ήξερε γιατί. Υποθέτω ότι η Sant’Agata –στην οποία είναι αφιερωμένος ο ναός– θα έκανε στάση εργασίας! Είχαμε επισκεφθεί αρκετούς άλλωστε, οπότε επιστρέψαμε στη βάση μας.
Ήταν αργά για επισκέψεις αλλά ο καθεδρικός ναός του Lecce ήταν ανοικτός. Ένας ευγενέστατος κύριος, ο οποίος δεν μας επέτρεψε να μπούμε, μας πληροφόρησε ότι η είσοδος κόστιζε 5€ και οι επισκέψεις σε τέσσερις ναούς κι ένα μουσείο 11€. Απερίσκεπτα επιλέξαμε την δεύτερη πρόταση. Αφού αγοράσαμε τα εισιτήρια, από το παρακείμενο γραφείο τουριστικών πληροφοριών, επιστρέψαμε για να επισκεφθούμε τον ναό. Ο ευγενέστατος κύριος μας ενημέρωσε όμως ότι, λόγω της εσπερινής λειτουργίας, ήταν αδύνατον. Μετά θα έκλεινε, οπότε το αναβάλαμε για την επομένη.
Η περιήγηση στην πόλη Lecce είναι, έτσι κι αλλιώς, πολύ ευχάριστη. Κάποια στιγμή πεινάσαμε και ψάξαμε κάπου να φάμε. Διαπιστώσαμε ότι οι τιμές ήταν από τσουχτερές μέχρι καυτές, για τα δικά μας τα δεδομένα τουλάχιστον. Καθίσαμε σε κάποιο τυχαίο εστιατόριο στο οποίο η ποιότητα του φαγητού ήταν αντιστρόφως ανάλογη του τιμήματος. Μου θύμισε τουριστικά μέρη της πατρίδας. Έξω από τα τείχη όμως πούλαγαν φτηνά κεμπάπ – όχι από την πατρίδα αυτά. Αφού προτιμήσαμε να φάμε «εντός των τειχών» το πληρώσαμε. Τι στο καλό τουρίστες θα ήμαστε αλλιώς;
Την επόμενη μέρα εισβάλαμε στην Grecìa Salentina. Αυτή περιλαμβάνει τα ελληνόφωνα χωριά ή πόλεις, Στο Corigliano d’ Otranto (Χωριάνα ή Choriána) έχει πολλά σημεία όπου –με την τεχνολογία των QR codes– μπορείς ν' ακούσεις γηραιότερους, κυρίως, να λένε ιστορίες ή ν' απαγγέλουν ποιήματα στην διάλεκτο Greki. Μπορείς και να τα διαβάσεις. Άκουσα και διάβασα αρκετά απ' αυτά αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι καταλάβαινα αποσπασματικά.
Μία από τις εξαιρέσεις ήταν αυτοί οι στίχοι:Aspro ene to charti,aspro e' to chiòniaspro ene to chalázzi,aspri ine ι crini.
Συγκλονίστηκα, πρέπει να ομολογήσω, ανεξάρτητα από τις οιονεί ανύπαρκτες πατριδολατρικές ή γλωσσολογικές μου επιδόσεις. Το δυσάρεστο είναι ότι το γλωσσικό αυτό ιδίωμα, που άλλοι το ανάγουν στους έποικους της Magna Graecia κι άλλοι στους Βυζαντινούς, τείνει προς εξαφάνιση. Όσους νέους ρώτησα ήξεραν αμυδρά, μέσω των παππούδων τους κυρίως, την ύπαρξή του και φυσικά δεν το μιλούσαν πια. Την εξαίρεση θα την συναντούσαμε στην επόμενη πόλη που επισκεφθήκαμε.
Εκτός όμως από αυτά που είπαμε, στο Corigliano d’ Otranto υπάρχει κι ένας αξιοζήλευτος μικρός ναός, κρυμμένος κάπου στα σοκάκια. Το δάπεδο της Chiesa di San Nicola Vescoso καλύπτεται από ένα ψηφιδωτό που αναπαριστά το δένδρο της ζωής. Στην ρίζα του ο Αδάμ, η Εύα και ο Όφις και στα κλαριά ζωάκια, ανθρωπάκια, πουλάκια. Ο κορμός είναι στον διάδρομο, αλλά δεξιά κι αριστερά έχει στασίδια που κρύβουν πολλά κλαριά. Όπως και να 'χει όμως είναι υπέροχο! Αλλά είχαμε και συνέχεια αργότερα.
Σειρά είχε η πόλη Martano ή Μαρτάνα. Η μεγαλύτερη από τις έντεκα πόλεις της Grecìa Salentina. Είχαμε καθυστερήσει όμως και όλα κλείνανε για μεσημέρι. Σ' ένα καφέ που προλάβαμε να καθίσουμε πριν κλείσει ρώτησα, σε άψογα αγγλο-ιταλικά, την νεαρή σερβιτόρα αν μίλαγε Griko. Με απογοήτευσε λέγοντάς μου «όχι». Μιλούσε ο παππούς της όμως και λίγα οι γονείς της. Η απογοήτευσή μου μετριάστηκε όταν αργότερα είδαμε μια πινακίδα με την επιγραφή «Αρτοπωλείο». Ο «αρτοποιός» όπως μας συστήθηκε την ώρα που κλείδωνε την πόρτα της επιχείρησης μίλαγε πολύ καλά νέα ελληνικά. Στην εύλογη απορία μου «πού τα έμαθε;» απάντησε ότι τα διδάσκονταν στο σχολείο μαζί με τα Griko. Κοιτάξτε τώρα κάτι συμπτώσεις!
Μας είπε ότι στην περιοχή προσπαθούν να διατηρήσουν τις ελληνικές γλωσσικές και όχι μόνο ρίζες τους. Επισκεπτόταν συχνά τη χώρα μας, ήξερε πολλά και γενικά ήταν πολύ ενθουσιώδης. Μας είπε κι άλλα διάφορα αλλά ήταν βιαστικός, λόγω της ώρας, και δεν προχώρησε η «ανάκριση». Ήτανε πάντως πιο περήφανος από μένα και δεν θέλησα να τον απογοητεύσω. Γυρίσαμε την πόλη λοιπόν και παρατηρήσαμε ότι υπήρχαν πολλές επιγραφές και στα ελληνικά. Για παράδειγμα «Η εκκλησία της Μητρόπολης» (16ος αιώνας), κτισμένη στη θέση μιας παλαιότερης ορθόδοξης εκκλησίας ή το πανύψηλο και εκτεθειμένο για χιλιετίες στις καιρικές συνθήκες «Μενίρ του Θεόφιλου» (9ος-12ος αιώνας), το οποίο πιθανολογείται ότι ήταν μέρος πολύ παλιών ειδωλολατρικών λατρευτικών τελετών. Κάποτε ήρθε η ώρα να φύγουμε όμως.
Ο επόμενος προορισμός ήταν το Otranto, η τέως αποικία Υδρούς των Κρητών δηλαδή. Λόγω της στρατηγικής του θέσης μεταξύ Αδριατικής θάλασσας και Ιονίου πελάγους έχει περάσει από κει όποιος μπορείτε να φανταστείτε και όχι για καλό. Κάτι ήξεραν φαίνεται οι ιδρυτές του, έστω και χωρίς GPS! Η πιο γνωστή και καταστροφική για τους κατοίκους εισβολή και κατάληψη της πόλης ήταν αυτή των στρατευμάτων του Μωάμεθ Β', του γνωστού και ως πορθητή. Έμειναν κάπου έναν χρόνο εκεί και σκότωσαν όσους πρόλαβαν, κάπου 12.000 κατοίκους· πάνω από το μισό πληθυσμό δηλαδή. 800 κρανία φυλάσσονται σε βιτρίνες στην κρύπτη του καθεδρικού ναού. Πρέπει να ομολογήσω ότι το θέαμα είναι μακάβριο. Τους αγιοποίησε όμως ο πάπας Φραγκίσκος Α' κι ησύχασαν!
Τέτοια βέβαια έκαναν όλοι τότε. Κάνουν και σήμερα, με πιο σοφιστικέ και περισσότερο αποτελεσματικές μεθόδους όμως. Σήμερα μάλιστα υπάρχει η τάση από ορισμένους κοσμικούς ηγέτες να αγιοποιούν τους θύτες. Να μην ξεχνάμε βέβαια ποτέ τα εκατοντάδες χιλιάδες, άμεσα ή έμμεσα, θύματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Την διαταγή είχε δώσει ο 33ος πρόεδρος των Η.Π,Α, ο Harry Truman. Μέχρι και άγαλμα του έχουμε στήσει εδώ, όχι για τις ατομικές βόμβες, ευτυχώς! Όπως και να το κάνουμε, όμως, έχουμε βγάλει πολλά απωθημένα σ' αυτό. Ώρα είναι, φαντάζομαι, να κλείσω την αντιπολεμική μου παρένθεση.
Το κάστρο, που περιβάλλεται από τάφρο, είναι εντυπωσιακό. Έχει, όπως όλα, κτιστεί και γκρεμιστεί πολλές φορές. Η πιο πρόσφατη ανέγερση, η οποία έχει υποστεί φυσικά μετατροπές, είναι του 15ου αιώνα. Το κόσμημα όμως της πόλης είναι ο καθεδρικός ναός. Αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της παρθένου Μαρίας αναγέρθηκε τον 11ο αιώνα. Εικάζεται ότι οι κίονές του προέρχονται από αρχαίο ναό της θεάς Αθηνάς. Το εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων (κάπου 1.300) δάπεδό του καλύπτεται από ψηφιδωτό του 12ου αιώνα και μας έκοψε την ανάσα. Το δέντρο της ζωής στη μέση, με κλαδιά από σκηνές της παλαιάς διαθήκης, του καθημερινού βίου, της ιστορίας. Αδάμ, Εύα και όφις, Κάιν και Άβελ... μέχρι και ο δικός μας Μεγαλέξανδρος απεικονίζεται! Έχει εξαιρετικές αναπαραστάσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων κατά τους μήνες του έτους και ζώων, από ελέφαντες μέχρι τίγρεις και λιοντάρια. Έχει φυσικά υποστεί φθορές κι επισκευές αλλά πώς τα κατάφερε να επιβιώσει εννιακόσια χρόνια; Κι εδώ όμως τα στασίδια κρύβουν πολλά κλαριά.
Το απόγευμα ήταν ηλιόλουστο και ζεστό. Η βόλτα στην παλιά πόλη, μαζί με τις αναπόφευκτες ορδές, ευχάριστη, η θέα της ήρεμης θάλασσας μαγευτική και φύγαμε με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Το βραδάκι συνεχίσαμε την περιήγησή μας στο Lecce. Είχαμε κι από πέντε εισιτήρια. Προλάβαμε τον καθεδρικό ναό, αφιερωμένος κι αυτός στον Ευαγγελισμό της παρθένου Μαρίας, ο οποίος όμως ωχριούσε μπροστά στον συνονόματό του στο Otranto. Είναι σε στιλ φανταχτερού μπαρόκ, αλλά δεν μπορεί να είναι όλοι ίδιοι! Το μουσείο είχε κλείσει, οπότε η επίσκεψη ήταν αδύνατη. Λόγω χρόνου έμενε ο ενδιαφέρον, κατά τις πληροφορίες, ναός Basilica di Santa Croce. Στην είσοδο μια ευγενέστατη νεαρή κυρία μας ενημέρωσε ότι μόλις είχε αρχίσει η λειτουργία η οποία θα διαρκούσε μισή περίπου ώρα. Ευκαιρία λοιπόν για έναν ακόμα μικρό περίπατο, αν και λίγο δυσαρεστημένοι. Όταν επιστρέψαμε, η ίδια ευγενέστατη κυρία μας ανακοίνωσε, με τα καλά αγγλικά της, ότι είχε τελειώσει μεν η λειτουργία αλλά είχε αρχίσει ένα μνημόσυνο ή λιτανεία – δεν καταλάβαμε καλά. Θλίβομαι που το γράφω, αλλά δεν ήμουν τόσο ευγενής. Στην εύλογη απορία μου «γιατί δεν μας έλεγαν πόσο δύσκολες είναι οι επισκέψεις όταν μας έπαιρναν τα λεφτά για τα εισιτήρια;» ψιθύρισε «sorry». Με τα πολλά μας λυπήθηκε, όταν της είπαμε ότι θα φεύγαμε την επόμενη μέρα. Μας άφησε να μπούμε αφού της ορκιστήκαμε ότι δεν θα βγάλουμε τσιμουδιά. Μεσούσης λοιπόν της λιτανείας απολαύσαμε σιωπηλά τον πολύ όμορφο ναό με τους παλαιών εποχών κίονες κορινθιακού ρυθμού που στηρίζουν την οροφή του. Μια και θα φεύγαμε την επομένη τα υπόλοιπα εισιτήρια πήγανε στον βρόντο. Δε βαριέσαι!
Από γαστρονομική άποψη όμως, η όλη ιστορία μας βγήκε σε καλό. Κατά την επιστροφή στο κατάλυμα ανακαλύψαμε, κρυμμένη κάπου, μία στην κυριολεξία οικογενειακή trattoria με γευστικότατο ντόπιας παράδοσης φαγητό κι όχι σε ντόπιες τιμές! Ο κύριος μαγείρευε, η κυρία σερβίριζε κι αυτό ήτανε αμβροσία. Ούτε κράχτες να σου κλείνουν το δρόμο, «typical food mister», ούτε τίποτα. Il rifugio della buona stella λέγεται, αν πάτε ποτέ κατά κει. Για να μην μιλάμε μόνο για ναούς δηλαδή!
Είχαμε όνειρα γλυκά λοιπόν και το πρωί μαζέψαμε τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι συνοδευτικές φωτογραφίες των αναφερόμενων σημείων ανήκουν στον συντάκτη.