Αγαπημένο μου βιβλίο το θεατρικό κείμενο και δη όταν προέρχεται από νέο συγγραφέα κι εδώ έχουμε ένα τέτοιο παράδειγμα. Πρόκειται για το θεατρικό του Ν.Γ. Λυκομήτρου Dead end: Μητροπολιτικό ψυχόδραμα σε τρεις πράξεις, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν [ναι, είναι οι ίδιες εκδόσεις που τότε γράφονταν ως Vakxikon], τον οποίο θα θυμάστε, όσοι διαβάζετε τούτες τις σελίδες τακτικά, από την ποιητική του συλλογή Ο ήχος της απώλειας [επίσης από τις εκδόσεις Βακχικόν].
Ανοίγοντας μια παρένθεση, αξίζει να σημειωθεί, έτσι για την ιστορική καταγραφή, πως οι εκδόσεις Βακχικόν, τότε, ήταν νεοσύστατες, τόσο νεοσύστατες που –αν δεν λαθεύω– το συγκεκριμένο αποτελεί έναν από τους πρώτους τίτλους που κυκλοφόρησαν με το λογότυπό τους. Αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά αλλά αν σκεφτούμε πόσο δύσκολα επενδύουν οι εκδοτικοί στο θεατρικό κείμενο και πόσο λιγοστοί είναι εκείνοι που γράφουν θέατρο –όχι επειδή είχαν μια τέτοια παραγγελία αλλά από μεράκι και προσωπική ανάγκη– αφού είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει το αναγνωστικό κοινό που θα μπορούσε να συντηρήσει την προσπάθεια, ε, τότε μπορεί να λέει κάτι αισιόδοξο: ότι ένας νεοσύστατος εκδοτικός τολμά να ποντάρει στα πρώτα ακόμα βήματα σε ποιοτικά λογοτεχνικά έργα κι ας μην είναι εμπορικά.
Επιστρέφοντας στο προκείμενο, πρόκειται για τρίπρακτο, τετράχωρο και πολυπρόσωπο έργο (πάνω από εννέα άτομα) με εμβόλιμες σκηνοθετικές οδηγίες-προτάσεις για την παραστασιοποίησή του αφού ο συγγραφέας το οραματίζεται εξ αρχής πάνω σε μία σκηνή. Κάποια από αυτά τα στοιχεία (πολλά πρόσωπα και χώροι) αποτελούν αγκάθια που λειτουργούν ως βαρίδια στην πρόθεση ανεβάσματος αφού κάθε παράσταση που απαιτεί ένα κόστος ενέχει τεράστιο ρίσκο (στη χώρα μας) λόγω της μικρής πιθανότητας κέρδους και του τεράστιου ανταγωνισμού· ειδικά αν μιλάμε για την Αθήνα με τις χιλιάδες παραστάσεις κάθε χρόνο! Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι, αφενός όλοι αυτοί οι χαρακτήρες δεν βρίσκονται ταυτόχρονα επί σκηνής, έτσι μπορεί να μειωθεί ο αριθμός τους με διπλές και τριπλές διανομές κι αφετέρου ο ίδιος ο Λυκομήτρος προτείνει εναλλακτικές ώστε να μειωθούν και οι απαιτούμενοι χώροι.
Στην υπόθεση, ένας ποιητής φιλοδοξεί να κυκλοφορήσουν τα έργα του όντας σε διαδικασία εύρεσης εκδότη. Όταν ένας φίλος του τον πείθει να ακολουθήσει σε μια υποσχόμενη βραδιά σε στριπτιτζάδικο θα γνωρίσει τη Στέλλα. Κορίτσι της δουλειάς εκείνη, «κουβαλά» τα κουσούρια της νύχτας σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Οι δυο τους θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον Έρωτα, τον μικρό σκανταλιάρη θεό που ρίχνει τα βέλη του χωρίς να υπολογίζει συμβάσεις, απαγκιστρώσεις, ταμπού, δεσμεύσεις, περίγυρο κ.ο.κ.
Πρόκειται για κοινωνικό δράμα που αποτελεί καταγγελία του αγοραίου έρωτα, έτσι όπως αυτός δομείται στον κοινωνικό ιστό και ψυχογράφημα χαρακτήρων που επιβιώνουν αλλά δεν ζουν. Μια ματιά στην αναζήτηση και αγωνία ενός συγγραφέα που προσπαθεί να δει το έργο του κάπου και μια ματιά στους νόμους της νύχτας. Η κοινωνική αδικία μαστιγώνει και τους δύο: εκείνος δεν βρίσκει εκδοτικό στέκι, εκείνη δεν βρίσκει διέξοδο αλλά ούτε και αποδοχή – με την τελευταία να είναι εξίσου κοινή τους.
Βλέπουμε πώς βιώνονται όλα αυτά μέσα από την ιστορία αυτών των δύο ανθρώπων που συναντιούνται στη ζωή και ερωτεύονται ως άλλοι Ρωμαίος και Ιουλιέτα: εγκλωβισμένοι στο σύστημα, τις συμβάσεις, τους άγραφους νόμους και στερούμενοι των θέλω τους. Δύο βασανισμένες ψυχές που το τέλος τους προμηνύεται δύσκολο, οδυνηρό και οριστικό.
Και παράλληλα με αυτό το –φαινομενικά κι επιφανειακά– αταίριαστο ζευγάρι (αφού έρχονται από ετερόκλητους κόσμους) βλέπουμε τη σημασία των φίλων, του περίγυρου... την επιρροή και τα δομικά υλικά της κοινωνίας, διακρίνοντας την έντιμη και την ανέντιμη παραβατικότητα και τη βία.
Αυτή η υπόθεση αφορά ένα αδιέξοδο πολλαπλών σημείων: κοινωνικό, αισθηματικό, αξιακό κ.λπ. μέσα από ένα δράμα αισθηματικής φύσης και κοινωνικής χροιάς.