Σας έχει συμβεί να διαβάζετε ποίηση και να νιώθετε πως δεν σας αγγίζουν τα γραφόμενα; Πως γράφτηκαν για κάποιους άλλους, για άλλων θέματα, προβλήματα, σκοτάδια; Να αισθάνεστε μια αποστασιοποίηση; Ίσως ακόμα και ότι δεν κατανοείτε πλήρως αυτό που καταθέτει ο συγγραφέας ή ακριβώς επειδή δεν κατανοείτε πλήρως αυτό που βρίσκεται στο χαρτί;
Σε όλους έχει τύχει –όποιος πάει να υπερασπιστεί το αντίθετο λανθάνει, είτε ψεύδεται ή προσποιείται– ενώ κάποιες φορές, για το ακατανόητο ή το περίπου κατανοητό, κρύβεται μια ηθελημένη «πρόταση» του ποιητή ή ακόμα και μια δική του μπερδεμένη «κατάσταση» που επιχειρεί να ξεμπλοκάρει ποιητικά αλλά φευ –για να μη μιλήσω για περιπτώσεις υπερπροσπάθειας που καταλήγουν σε μπουρδουκλωμένους-συγχυζόμενους στίχους ή για μοντερνίστικους φορμαλισμούς που κρύβουν μια αναίτια ποιητική έπαρση και δημιουργούν «εκτρώματα», απλά και μόνο για να παρουσιαστούν ως «κάτι».
Σε αυτό το βιβλίο λοιπόν, τη συλλογή Είναι αυτά τα τελευταία ποιήματα που γράφω για σήμερα (εκδόσεις Πηγή), έχουμε την περίπτωση του κυρίου Θεόδωρου Ορφανίδη (Ο.Γ.Θ.) ο οποίος είναι από τους πιο λιτούς εκφραστικά στιχοπλόκους, από εκείνους που προκαλούν οικειότητα με τον/στον αναγνώστη, τον φέρνουν κοντά και τον αφήνουν να ταυτιστεί με τις συνθήκες. Μία συναισθηματική πένα, χωρίς να γίνεται γραφικός, που καλλιεργεί τη συμπάθεια ανάμεσα στα δύο μέλη: ποιητή και αναγνώστη.
Πιστεύω πως αν διαβάσεις αυτά που γράφωΌλα είναι εντάξει τελικά
Είναι διαλογικός ο λόγος του –συνομιλεί με τον άλλο αλλά και με τον εαυτό του– και εκπέμπει μια κατάθεση προσωπικών εμπειριών του. Είναι εσωτερικός, προσδιορίζει αυτό που του συμβαίνει και αισθησιακός με την έννοια της ενεργοποίησης των αισθήσεών του. Γράφει με ελεύθερο στίχο, χωρίς να ακολουθεί κάποιο μέτρο ή ποιητικό σχήμα, όμως «εκμεταλλεύεται» όλες τις δυνατότητες της γραφής και εικονοποιεί μέσω αυτής και της επιλεγμένης μορφοποίησης τα λεγόμενά του. Κατά τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιεί και την στίξη. Κάθε κείμενο «κλείνει» με έντονη γραφή σαν να τοποθετεί εκεί τον επίλογό του ή το καταστάλαγμα, το συμπέρασμά του και οι τίτλοι μετατρέπονται/έχουν τη διττή λειτουργία να αποτελούν παράλληλα και τον πρώτο στίχο, δημιουργώντας έτσι μια νον-στοπ συνέχεια με το υπόλοιπο κείμενο, μια ενσωμάτωση, δηλαδή ένα αδιαίρετο σύνολο.
Αυτός ο εικονοπλάστης και μοντέρνος δημιουργός έχει χειμαρρώδη λόγο με ηχόχρωμα εξομολογητικής διάθεσης. Συχνά διακρίνουμε την έλλειψη (εκείνης) και την απουσία (της) στους στίχους και, ως μέρος του διαλογικού στοιχείου, σημειώνουμε την απεύθυνση.
(Θα με σώσεις από τον εαυτό μου όταν βλέπεις πως πλησιάζει η ώρα;)
Γιατί
Τις πονεμένες καρδιές
Τις έχουν πάντα
Εκείνοι που δεν πρέπει
Ο λεκτικός του χείμαρρος δημιουργεί την αίσθηση του παραλογισμού χωρίς ωστόσο να επικυρώνεται από τις έννοιες και τις εικόνες. Περισσότερο δείχνει ως μια αφιλτράριστη, αυθεντική ή και αυτόματη γραφή, που δημιουργεί άνοιγμα ψυχής και οικειότητα. Άμεσα ή έμεσα απαντά και σε θεμελιώδη ερωτήματα όπως στο γιατί ήρθαμε σε αυτό τον κόσμο ή στο γιατί γράφει.
Δεν τελείωσε τίποτα ακόμη.
Και ανεβήκαμε πάλι επάνω
Για να ξαναπέσουμε.
Δεν είναι υπέροχο;
Και είναι αυτό
Το τελευταίο ποίημα που γράφω
Για σήμερα
Αν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες για το περιεχόμενο των κειμένων ανατρέξτε στο αντιπροσωπευτικό οπισθόφυλλο της συλλογής όπου, αντί αποσπάσματος, λέει μεταξύ άλλων ότι πρόκειται για ποιήματα που αφορούν τη μοναξιά, τον πόνο, την προσμονή, τη θλίψη, την ελπίδα, τις ονειροπολήσεις, το ανεκπλήρωτο, τον μονόπλευρο έρωτα κ.λπ. Αλλά, θα ανταπαντήσει κάποιος εδώ, μήπως για τα ίδια πράγματα δεν έχουν γραφτεί ή γράφονται όλα τα ποιήματα; Μήπως αυτή δεν είναι η φύση τους, εξ ορισμού; Για αυτά τα ανθρώπινα πάθη δεν γράφουμε ή διαβάζουμε πάντα; Τελικά, ναι, όλοι οι άνθρωποι έχουμε κοινούς παρονομαστές: μας αγγίζουν τα ίδια, μας πονάνε τα ίδια, κοινές αναζητήσεις, κοινές ηδονές κ.ο.κ. Μα ο τρόπος του καθενός είναι διαφορετικός, αν όχι μοναδικός, κι αυτό κάνει τη διαφορά.
Ωραίος τύπος, σκέφτομαι, αυτός ο Ορφανίδης. Χωρίς φίλτρα και κοσκινίσματα, αφήνει την αυθόρμητη γραφίδα του να αγγίξει χορδές και ολοκληρώνει τη συλλογή του με ένα «Τέλος» –περίεργο να βλέπεις «τέλος» σε μια συλλογή έργων, λες και το τέλος είναι κάτι εφήμερο... στην περίπτωσή μας όμως το βάζει επειδή είναι απόφαση.
Βρείτε το!