Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη
Φυσικά θα με ρωτήσετε με όλο εκείνο το ειρωνικό ύφος των δέκα πατριαρχών και η αλήθεια Γιάννη, πού είναι η υπεραγαπημένη λέξη σου που τόσο πολύ μας τσαμπουνάς πρωί, μεσημέρι, βράδυ σαν να θέλεις να γράψεις ένα νέο ευαγγέλιο; Και πράγματι, όσο ζούσα μαζί σας αυτή η αλήθεια ήταν τόσο πλαδαρή και μονόχνοτη, τόσο βαρετή και συντηρητική, τόσο φελλός και ξεφτίλα που μ' έκανε ν' αδειάζω, να καταθλίβομαι, μ' έκανε να βουτώ στ' αλκοόλ και στα τσιγάρα, να ξυπνώ την ημέρα με το βρισίδι στο στόμα, να φοράω τα γυαλιά ήλιου, όχι για να προστατεύω τα μάτια μου αλλά να τα κρύβω από τα δικά σας να μην τα βλέπετε που είναι τόσο θυμωμένα από την απίστευτη διαστροφή σας για τον πλούτο, τη χλίδα και την αυτοπροβολή. Η αλήθεια λοιπόν βρίσκεται στο ίδρυμα που φροντίζει άτομα με νευρολογικές ανίατες νόσους, όλοι οι ένοικοι ζούνε με τη διαρκή αγωνία της απειλής του θανάτου, με τα προεόρτια της επιδείνωσης, της καθήλωσης στο κρεβάτι από την οριστική βλάβη σημαντικού τμήματος του περιφερειακού ή κεντρικού νευρικού συστήματος, με τα αρνητικά συμπαραμαρτόντα του πόνου, της ακινησίας, της αυτοπαρακολούθησης δίχως ικμάδα αντίστασης στην τελευταία φάση του εκφυλισμού, ώστε ο θάνατος να φαντάζει λύτρωση και τα χαμένα όνειρα να μετατρέπονται σ' εφιάλτες κατά τρόπο που οι επιθέσεις πανικού να είναι η πιο αναμενόμενη αντίδραση, ενώ το νοσηλευτικό προσωπικό σε διαρκή υπερένταση να παλεύει με τα νεύρα των ασθενών και τα νεύρα του νευρικού συστήματός του, την αντοχή της αντοχής του, την εξάντληση της ίδια του της κόπωσης, της απειλής να μετατραπεί σε υγιές ζόμπι, στην καταβύθιση της ψευδαίσθησης πως είναι φυσιολογικό ον και να μην ενισχύει τους μηχανισμούς αυτοπροστασίας του αλλά να νομίζει πως μένει αλώβητο και αποστασιοποιημένο από αυτή την τόσο ανίατη κατάσταση. Πορεία προς την επιθανάτια ψευδαίσθηση του αρρωστημένου καλού και τον σαρκασμό στο φούμαρο της νικοτίνης του αναπόφευκτου μοιραίου. Το υγιές χάνει το συνηθισμένο νόημά του στον σταθμό που εργάζομαι και οι πιο πολλοί συνάδελφοι που το υιοθετούν, εθελοτυφλούν ηθελημένα μπροστά στη συνήθεια να καπνίζουν με κάθε ευκαιρία, να καταναλώνουν τα πιο ανθυγιεινά τρόφιμα, να κατεβάζουν τα ποτάκια τους σαν νεράκι και να τίθεται διαρκώς το ερώτημα ποιος είναι πιο υγιής, αυτός ο ασθενής που παλεύει με νύχια και με δόντια να καθυστερήσει την εκφυλιστική πορεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας ή ο φροντιστής του που συμπεριφέρεται στο σώμα του σαν να είναι ένα δοχείο τουαλέτας τοξικών αποβλήτων; Στον χώρο της φροντίδας είναι ξεκάθαρο πως ο τρόπος ζωής στην βιομηχανική κοινωνία της δύσης, αυτόν που τώρα υιοθετούν οι Κινέζοι, οι Ινδοί και οι Βραζιλιάνοι, οι Νοτιοαφρικανοί ώστε να διαδέχονται τους Αμερικανοδυτικοευρωπαίους στην πρωτοπορία της καπιταλιστικής συσσώρευσης κι αφθονίας καταστρέφοντας τον παραδοσιακό πολιτισμό τους με θράσος και πυγμή προς χάριν της παγκόσμιας επιβολής, μόνο ένα επίπλαστο βελτιωμένο επίπεδο ζωής φέρνει, γιατί τι νόημα έχει η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού που από λαός υποβαθμίζεται σε πολτόμαζα, η αύξηση του προσδόκιμου της ζωής στα εκατό με ηλικιωμένους πάνω από τους μίσους με άνοια, η αύξηση των ποσοστών μιας εκφυλιστικής αρρώστιας όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας που είναι ίδιον χαρακτηριστικό της δύσης και υπονοεί πως ο δρόμος της μαζικής παραγωγής και της κοινωνίας της αφθονίας είναι επίσης εκφυλιστικός; Και ως το τελευταίο των κρίσιμων επιχειρημάτων αντίλογου: γιατί να φτιάχνουμε έξυπνα όπλα και όπλα ολοκληρωτικής καταστροφής αντί να φτιάξουμε την ίδια μας την εκφυλισμένη κοινωνία; Αυτό λοιπόν που ισχυρίζομαι αγαπητοί πρώην συμπολίτες μου είναι πως από την έναρξη της τουριστικής έκρηξης στον μικρό μας τόπο από τα θεμέλια της ραγδαίας ανάπτυξής της ήταν μια επιχειρηματική δράση εντελώς παρακμιακή, παράταιρη, παράλογη, αντιοικολογική κι απάνθρωπη. Μισός αιώνας παρακμάζουσας ανθοφόρας παράκρουσης. Και η μόνη λύση είναι η καταστροφή της ώστε να προλάβουμε να σώσουμε την κοιτίδα του ανθρωπισμού μέσα μας πριν γίνουμε οριστικά ανάμνηση, όπως με τα περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα που τα κλαίμε υποκριτικά και με κάτι κροκοδείλια δάκρυα οχετού. Γιατί σιγά μην χολοσκάτε για το ένδοξο παρελθόν, αρχαιοελληνικό, ανατολικορωμαϊκό ή της εθνεγερσίας, αφού σήμερα, ενώ έχει καταντήσει η χώρα χαβούζα μαφιόζικης πατέντας, εσείς συνεχίζετε να θαυμάζετε φωτογραφίζοντας ξανά και ξανά τη λίμνη από πάνω ή από κάτω παρότι στην πραγματικότητα είναι ένας θαλάσσιος κολπίσκος με αλμυρό νερό, που η περιμετρική δεντροφύτευσή του δεν κρύβει το ατελείωτο μπετόν των κτηρίων, (εσείς τον χαβά σας, στην παραμύθα σας, έχει κρυμμένες ομορφιές ο τόπος, όποιος ψάχνει τις βρίσκει) συνεχίζετε να θαυμάζετε το όλο και πιο εξαφανισμένο φυσικό τοπίο αφού είναι πια το κάθε τετραγωνικό οριζοντίως και καθέτως προς τσιμεντοποίηση, ακόμα και ο ουρανός. Ανταποκρίνεστε πλήρως στις απαιτήσεις του ντόπιου φωτογράφου που φωτογραφίζει σύμφωνα με τη μνήμη του και όχι μ' αυτό που βλέπει κι εκδηλώνει πάντα τον θαυμασμό του για την ομορφιά που είναι στο παρόν χαμένη αλλά στις αναμνήσεις του υπαρκτή. Δυστυχώς ακόμη δεν έχουν εφευρεθεί φωτογραφικές μηχανές της μνήμης. Συμπεριφέρεστε δηλαδή σαν τον Αθηναίο, μόνο που η Αθήνα είναι ένα χάος πέντε εκατομμυρίων και τριών νομών, ενώ η πόλη σας στεγάζει 10 χιλιάδες και όλα είναι φανερά. Κοντολογίς, ο κορεσμός της αντιπεριβαλλοντικής σας νοοτροπίας είναι φάτσα κάρτα στον κάθε επισκέπτη και η ασχήμια δεν κρύβεται παρά μόνο με το απέραντο θαλασσί και γαλανό. Ναι, μόνο που αρχίζει να τρελαίνεται ο υδράργυρος και όταν χτυπάει σταθερά σαραντάρια άντε ν' αντέξουν την πνιγηρή ατμόσφαιρα οι επισκέπτες.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο, με διαμόρφωσε αυτή η πόλη. Και υπάρχει μόνο μια αναλαμπή, μια φιγούρα περίεργη, λαϊκή και πολύπτυχη που πάσχιζε να χωρέσει στα ανάλαφρα ρουχαλάκια των καλοκαιρινών εξάψεων και θεατρινισμών, με τις φαρδιές λινές παντελόνες και τις ανθοστολισμένες αέρινες σαν αλεξίπτωτα πουκαμίσες, μα τα βαριά του υλικά τα σώριαζαν στο δάπεδο και φάνταζαν σαν πνιγμένοι αχινοί στα απόνερα και τις λάσπες των αιθέριων εμποροπανηγύρεων σ' ακρογιαλιές με γαμάτα δειλινά και σεξουλιάρικες νυχτωδίες. Αυτός λοιπόν με μύησε στην κοινωνιολογία, όταν τότε ήταν πωλητής καλοκαιρινών ρούχων σε τουριστικάδικο και μετά εξελίχθηκε σε χασάπης και εντέλει υπεύθυνος πολυεθνικής εταιρείας καταστημάτων υπεραγοράς κατά ελληνιστί το γνωστότατο supermarket. Ένας ακόμη Μανωλιός δηλαδή από τους χιλιάδες στον τόπο. Άνοιγε το σχολικό εγχειρίδιο και μιλούσε εκστασιασμένος για την νέα επιστήμη, μιας και στην Ελλάδα ως αυτόνομος κλάδος είχε αναγνωρισθεί προ μιας δεκαετίας, δηλαδή τέλη του εβδομήντα αρχές του ογδόντα, και πάσχιζε να μου εξηγήσει τη διαφορά της κοινωνίας από τα άτομα και πώς ορίζεται η ομάδα. Κι εγώ ρούφαγα τα λόγια του, όταν με τον πίνακα του Magritte μου ανέλυε την σημασία των θεσμών, τους ρόλους που οφείλουν να εκπληρώνουν οι κοινωνοί σύμφωνα με τις κοινωνικές λειτουργίες σχετιζόμενοι με υποχρεώσεις και δικαιώματα. Και φυσικά εξηγούσε ότι το άτομο είναι κοινωνικό μέλος και πως ο Ντιρκέμ ανέδειξε την κοινωνική διάσταση της αυτοκτονίας και ότι οι περίφημες κοινωνικές τάξεις του Μαρξ με την κοινωνική δυναμική της σύγκρουσης αυτών είναι η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης κι ανάπτυξης. Κι αυτός από οικογένεια δεξιών, ο ίδιος ένας φιλελεύθερος σκεπτικιστής, με την αδελφή του κομμουνίστρια να του έχει ανοίξει τα μάτια έτσι ώστε εκείνος ν' ακροβατεί πάνω σε τεντωμένο σκοινί με το δεξί μάτι και τ' αριστερό αφτί. Αυτός με βάπτισε με την πυρά της χαοτικής περιήγησης στους στοχασμούς του κοσμικού υπερβατικού, την κοινωνία. Και έτσι στράφηκα στην κοινωνιολογία.
Πάντως ήταν τόσο αντιφατικές οι καταστάσεις που έζησα, γενικά, ώστε συχνά κατέληγαν σε μια γλυφή γεύση. Ένα υφάλμυρο νερό, που αντί να με ξεδιψάει ανέβαζε την πίεσή μου με όλες τις κοινωνικές ψευδαισθήσεις να βουλώνουν τις φλέβες της ζωής μου. Ωστόσο, καταλυτική ήταν η γνωριμία μου γύρω στο δύο χιλιάδες, στην περίοδο της φρενίτιδας των επενδυτικών οργασμών, της βεγγαλικής επιχειρηματικότητας και των χρηματιστηριακών φαντασιοπληξιών, με τους γέρους κομμουνιστές αντιστασιακούς του ΕΑΜ ΕΛΑΣ ως φωτεινή εικόνα που κράτησα ανεξίτηλη και ανεκτίμητη. Η ανάμνησή τους δρα ως φάρος και ως πυξίδα μέχρι σήμερα και διαρκώς. Όλα τ' αλλά μια ακυρωτική αντίφαση, γιατί υπάρχουν εκείνες οι εσωτερικές συγκρούσεις που επιδέχονται επίλυση κι εκείνες οι οποίες έχουν σαν μόνη επιλογή την αυτοκαταστροφή. Ένας φαύλος κύκλος τελειώνει μόνο όταν σκουριάσει ολοσχερώς ή πεθαίνουν οι συντηρητές του ή αποσυντεθεί. Κάποτε έλεγα πως αυτός ο τόπος έχει τουλάχιστον εκείνο τον γλυκό ήλιο ακόμα και στις καλοκαιρινές ζέστες με την θαλπωρή της γαλήνιας νύχτας όπου το θαλασσινό αεράκι είναι μια αύρα μεγαλοπρέπειας της αρμονίας του περιβάλλοντος για την ανθρώπινη έκσταση. Όμως, όλο αυτό το μπεταρισμένο τοπίο δήθεν με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική την τόσο οικολογική, πανάθεμά μας, όπου δεν λήφθηκε η ελάχιστη μέριμνα για αλσύλλια, δεντροφυτεύσεις και δεν επιδιώχθηκε η απομάκρυνση των ιδιωτικών οχημάτων με ένα σοβαρό δίκτυο μαζικής μεταφοράς και ποδηλατοδρόμων, με κάνει να νιώθω τουλάχιστον μια βαθιά απογοήτευση που αποτρέπει έστω και να σχεδιάσω επίσκεψη μιας μέρας. Άνθρωποι - φύση σημειώσατε καταστροφή. Κι αν δεν ήταν η θάλασσα, θα είχε συντελεστεί ολοκληρωτικά προ πολλού. Όσο για τους κατοίκους το μόνο που μου μένει είναι η βαθιά θρησκευτική πίστη στο χρήμα και τον πλούτο, με συνέπεια να μιλάμε για ένα ιδεοληπτικό χυδαίοϋλισμό που τα αλέθει όλα, όχι ακριβώς στον μύλο του κέρδους αλλά στης υποκρισίας. Δεν έχει σημασία αν ο άλλος έχει τεράστια χρέη στην τράπεζα μα ότι προβάλει επιτυχώς την φαντεζί ζωούλα του ώστε να φαίνεται άνετος και πάμπλουτος. Η κωθωνίαση αντεστραμμένη σε επιτυχημένη ματζαδούρα αεριτζή, αετονύχη, φιγουρατζή υπερχρεωμένου και ανυποψίαστου φαλιριμένου.
Πολλά, πολλά λεφτά, σου λέω, αρκεί να είσαι έτοιμος ν' αρπάξεις την ευκαιρία από τα μαλλιά. Δεν χρειάζεσαι πολλά κεφάλαια, μυαλό, μυαλό, σου λέω, αυτό είναι η ουσία και παγαποντιά να τους φέρνεις όλους βόλτα, δίχως χαμπάρι να σε παίρνουν, να τους τσιμπάς τα φράγκα στα μουλωχτά, να έτσι, μ' ένα χαμόγελο δέκα πήχεις και πολλή πολλή τσαχπινιά. Δεν θα μασάς αν σου την λένε, δεν θα την λες εσύ, εσύ θα λες πάντα ναι, ναι και βεβαίως, βεβαίως, αμέσως, αμέσως και όπως διατάξετε, πάντα με το αζημίωτο. Μην δίνεις σημασία στα πολιτικά, εσύ είσαι με όλους, όπου φυσάει ο άνεμος, με τον δεξιό, τον αριστερό, τον κεντρώο, ανάλογα την περίσταση και την περίπτωση και με τους Ευρωπαίους, εσύ τον χαβά σου, το πέος σου, δηλαδή θα ξύνεις τ' αρχίδια σου, να έτσι, με το χέρι στην τσέπη της παντελόνας σου, εξού και φαρδιά που είναι, να χωράνε τα πρησμένα αρχίδια σου, και ενώ σου την λένε για την ποιότητα, την ποσότητα, το σερβίς, το χώνεις το χέρι στην τσέπη και με σκισμένη τη φόδρα τα ξύνεις όσο σου μιλάνε. Μάλιστα κύριε, of course κυρία, madame wie sie möchten. Υπόκλιση και όταν ο ένας ευρώ-πέος βρίζει χυδαία τον άλλο ευρώ-πέο εσύ jawohl. Χοντρή κονόμα, μεταξύ τους ρατσιστές, ρατσιστής και συ. Μεταξύ τους φίλοι, φίλος και συ. Και στο κάρφωμα με στιλέτο, χειρουργός εσύ, κι άμα λάχει νεκροθάφτης περιωπής, με τακτ και το φτυάρισμα αλά βασίλισσα Ελισάβετ.
Ρε μαλάκα, τι μου τσαμπουνάς; Όλα αυτά είναι μεροδούλι μεροφάι, άντε και να το κάνεις μοσχαράκι γάλακτος, ή αστακό μια φορά την εβδομάδα. Κοίτα τον γείτονά σου, στα κατσάβραχα δέκα στρέμματα, έγλειψε, παρακάλεσε, λάδωσε τ' άντερα των μηχανισμών, τα έσκασε και στη δικηγοράντζα εκ Αθηνών, παρά Αρείου Πάγου η σουρλουλού, και πάγωσαν όλοι με την ανέγερση της ξενοδοχειάρας. Ευρώπουλα, λαχταριστά κονδύλια εκ Ευρώπας. Όχι παίζουμε! Ευρωπαϊκή ένωση, ευρωνόμισμα και χοντρά πακέτα, ευρωκάρβελα. Ούτε ξερό ψωμί, μήτε ελιά με Κώτσο βασιλιά. Και το πενταόροφο, πεντάστερο, μέχρι το κύμα το έφτασαν και 'κλείσαν και την αμμουδιά, παραλία prive. Περιφραγμένη πολυτέλεια. Να τα κότερα, να τα ελικόπτερα, να τα βιπιά, η χαϊκλασιά society. Χρήμα με ουρά να τρώνε άπαντες. Όχι να παίζουμε με κοκκαλάκια. Άλλα κόλπα, μεγάλε, αλλιώτικα!
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.
Σημ. επιμ.: Jawohl στα γερμανικά σημαίνει «ναι» κι αντίστοιχα η φράση wie sie möchten «όπως επιθυμείς», η λέξη βιπιά προέρχεται από το ακρωνύμιο VIP και τέλος, ο Εμίλ Ντ. Ντιρκέμ (1858-1917) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος και περιλαμβάνεται ανάμεσα σε εκείνους τους επιστήμονες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της κοινωνιολογίας.