Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο –παρακολουθείτε όλα τα είδη– ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασίες: Το ταξίδι μιας στιγμής * Ο πρίγκιπας του Βόρνεο: Το Φάντασμα * Το δέκατο τάγμα * Υπόσχεση * Οι Μαζαράκηδες, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Τα πέντε φαντάσματα * Το αίμα είναι για να χύνεται * Έξι τίτλοι πεζογραφίας των εκδόσεων Ελκυστής * Το χάλκινο νησί: Η δημιουργία των ανθρωποειδών * Labirinto ** Διηγήματα: Η ενδεκάτη εντολή * Για όλα φταις εσύ * Η Κιμ ξέρει και άλλες ιστορίες * Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου * Στιγμές ζωής ** Ποίηση: 62 ποιήματα * Ανατέλλουσα ψυχή *** Παιδικά: Από τη σοφίτα στα άστρα * Πίστεψέ το... και θα τα καταφέρεις *** Μουσικό άλμπουμ: The 12 Kalikatzari of Christmas *** Εγκυκλοπαίδεια: Rock Around... Troubadours *** Δοκίμιο: Εν αρχή ην ο λόγος

Άγιος Νεόπλουτος

Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας

Γιάννη Σμίχελη


Δεν παλεύονται εύκολα τα θραύσματα μνήμης από το κοινό παρελθόν ενός κοινωνικού συνόλου που περιβάλλεται με μια απίστευτη ομορφιά και δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να την πουλάει για να πλουτίσει μ' αποτέλεσμα να την καταστρέφει σιγά σιγά, αργά και υπόγεια ώστε πια στο γενικό εγερτήριο να ρίξει τις ευθύνες στον παραλογισμό των μεγάλων και να επαναλάβει τα ίδια σφάλματα μ' άλλον τρόπο. Το μότο, εμείς είμαστε οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης και κοίτα τη δουλειά και τη ζωή σου και οι δυνατοί, μεγάλοι και επαΐοντες ξέρουν, φέρνει την προσποιητή μιζέρια της πιο εγωμανούς αποποίησης ευθυνών για την εκπλήρωση της ονείρωξης του πλουτισμού. Όλοι λουζόντουσαν από την αίγλη της επιτυχίας των διασημοτήτων που παραθέριζαν και φαντασιώνονταν πως μπορούν να γίνουν κάποτε κι αυτοί φλογεροί αστέρες. Από τον αρχαϊκό τουρισμό, της ρομαντικής εποχής, ένα μείγμα χίπικο, τσαρλατανίστικο και φασαριόζικο, με παραδοσιακές σκηνές καθημερινού θεατρινισμού όπου πάσης φύσεως καραγκιοζιλίκια και φτηνές μιμήσεις γίνονταν κουλτούρα χάριν της μπόμπας, εισιτήριο για το νοσοκομείο της πρωινές ώρες, ευνοούσε τα οργιώδη πάρτι και το κυριότερο εκτονώνονταν οι δυτικοευρωπαίοι άνεργοι της Θάτσερ με τα λιγοστά ψίχουλα που τους μοίραζε το καπιταλιστικό κράτος. Έτσι, λοιπόν, η πηγή της υποκουλτούρας ξεκινά με αυτή την αντίφαση της συνύπαρξης VIP τουριστών, φραγκάτων και χλιδάτων και businessmen με το πόπολο να ξεσαλώνει δίπλα τους καταναλώνοντας έμμεσα κι άμεσα τα μαζικά υποπροϊόντα που πουλάνε οι πρώτοι. Είτε είναι ρούχα με τις φάτσες και τα ονόματά τους ή είναι τραγούδια, ποτά όπως και κακέκτυπες αντιγραφές των τρόπων συμπεριφοράς τους. Έτσι διαμορφώθηκε ένα χαϊκλασάτο κιτς, μια μαζική τουριστική γραφικότητα την οποία κατά κύριο λόγο εξέφρασαν οι μεσολαβητές αυτής της κονόμας. Οι τυχοδιώκτες και οι αεριτζήδες που μυρίστηκαν πώς να πουλούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες με το δήθεν αυθεντικό τρόπο εκδήλωσης της χωριάτικης ή λαϊκάντζας νοοτροπίας τους. Πωλητές με μουστάκες και στιβάνια, μαλλιάδες χίπικης κοψιάς με επιχειρηματικό πνεύμα στην νυχτερινή ζωή, κυρίως με το στήσιμο χημείων παρασκευαστηρίων αλκοολούχων ποτών σχεδόν τσάμπα, στα υπόγεια της ντισκοτέκ νυφοπάζαρου ή κάπου σε ένα παράπηγμα στα πέριξ. Και φυσικά το καμάρι της ντόπιας κουλτούρας ήταν οι λαϊκοί γαμιάδες, τα περίφημα καμάκια, που φόραγαν το πουκάμισο ανοικτό, με την τρίχα στο στήθος σαν θάμνος γαρνιρισμένος από τα χρυσά τρόπαια των κατακτήσεών τους, περπατώντας με βήμα αργό, καμαρωτό, ελαφρώς μάγκικο βλέμμα, το δήθεν γλυκοαγριωπό, σεξουαλάικο και φυσικά με την κλασική σαγιονάρα που την έσερναν ελαφρώς στο χώμα, κυρίως τη φτέρνα ή την έπαιζαν σαν κομπολόι του ποδιού όταν κάθονταν σταυροπόδι και με το Reyban γυαλί φάνταζαν ζεν πρεμιέρ ελληνικής τσόντας αλά γκουσγκούνης στο κιριλεκίτς. Ο ψευδαισθησιακός φιλελευθερισμός όλα τ' αλέθει κι όλα τα καταπίνει μ' ένα μικρό αντίτιμο που ευνόησε την πρώτη φάση της τουριστικής έκρηξης. Κι όμως αυτή ήταν η καλύτερη, γιατί ακόμη η κουτοπονηριά δεν είχε μεστώσει, οι άνθρωποι εκδήλωναν και μια πραγματική ανθρωπιά της φιλοξενίας, τα χωριά γέμιζαν επισκέπτες και γινόντουσαν μικρά γλέντια υψηλού επιπέδου με παραδοσιακούς μουσικούς που είχαν την στόφα των Ξυλούρηδων ή του Παπάζογλου και άνοιγαν μαγαζιά που μπορεί να ήταν μετρημένα στα δάχτυλα αλλά με ξεκάθαρο και πολύ εκλεπτυσμένο και αυθεντικό πολιτιστικό στίγμα σε μια ατμόσφαιρα όντως πρωτότυπης παρακμιακής διαφυγής.

Η Σαλώμη στο Περίπου τραβάει μαχαίρι και κόβει κεφάλια, άνδρες γυναίκες και παιδιά χάνονται στις πτυχώσεις των ψυχεδελικών κινήσεών της και λούζουν με το αίμα τα λάγνα κρεβάτια της αισθησιακής της σάρκας στο απέραντο φεγγαρίσιο φως του Αυγούστου. Μια διαρκής θυσία στις ηδονές της φευγαλέας φαντασίωσης σε στιγμές αλλόκοτης ελευθεριότητας. Ένας επαναλαμβανόμενος θάνατος των μικροαστικών καθωσπρεπισμών προς χάριν της απαστράπτουσας παραίσθησης, μια πρακτική αντοχών εντός των στενών τοιχίων του διαρκώς αμφισβητούμενου οικοπέδου εγωμανούς επιβίωσης και αυτοθαυμασμού. Όλα τσάτρα πάτρα στα αλώνια των κολάδικων και τα σαρκικά άχυρα να γιομίζουν τους άμυαλους εγκεφάλους με τόση καυλομαστούρα και πλαστικοποιημένους οργασμούς όση μια βαθιά νύχτωση στις συνειδήσεις των ανθρώπων για να είναι έτοιμοι στο σφαγείο της απανθρωπιάς. Δυο βδομάδες εξαλλοσύνης για έναν χρόνο ρυθμισμένων μηχανιστικών αγοραίων αποβλακώσεων. Αυτό ήταν το τυπικό μοντέλο του ευρωαμερικάνου δημοκράτη πολίτη που μας οδηγεί αυτή την στιγμή στα πρόθυρα του τρίτου παγκόσμιου πολέμου.

Όπως και να το κάνουμε δεν είναι εύκολο να βάλω τη ζωή μου σε ένα κείμενο που μοιάζει σαν ιμπρεσιονιστική διήγηση γαρνιρισμένη εξπρεσιονιστικές εκλάμψεις. Πράγματι, έχω την τάση να εξαντλώ τα γλωσσικά εργαλεία που διαθέτω, να εξουθενώνομαι στο γράψιμο μέχρι σημείου του ακατανόητου των προτάσεων· έχει σίγουρα να κάνει και με τον λανθασμένο τρόπο που μιλούσε η βιολογική μου μάνα, η οποία συχνά έκανε συντακτικά λάθη χρησιμοποιώντας μια διάλεκτο πειραιώτικη διανθισμένη με τη ζακυνθινή φινέτσα, κατάλοιπο της επτανήσιας καταγωγής της. Αυτό όμως σε συνδυασμό με τα κρητικά του πατέρα μου και κατόπιν του τόπου κατοικίας μου έδιναν αρχικά, ασυναίσθητα, τη δυνατότητα να παίζω λεκτικά που, έστω με εσφαλμένη σύνταξη, οδηγούσαν στην έκφραση της εσωτερικότητάς μου. Η ποίηση είναι συχνά μια λανθασμένη χρήση του συντακτικού που όμως δια μαγείας οδηγεί σε διέξοδο και κατόπιν στην άπλα. Ο Σαραντάρης, λαμπρό παράδειγμα. Ο Πεσσόα παίζει με έναν ανάλογο τρόπο, ακροβατεί με την γλωσσική έκφραση. Επιπλέον, ο πεσιμισμός του, που καταλήγει στον μηδενισμό, είναι το κλειδί του τρόπου ζωής μου στον Άγιο Νικόλαο. Πράγματι, εκτός από κραιπάλη, μπανάκια, κουβεντολόι και ρακοπαρέα, δεν πρόσφερε κάτι άλλο ο κοινωνικός μου περίγυρος. Από κει και πέρα ο καθένας και πάνω του και ναι μεν στα εύκολα όλοι φίλοι είμαστε και μια οικογένεια, αλλά στα δικά μου δύσκολα δεν σίμωσε κανείς τους εκτός μόνο η δεύτερη μάνα μου και ο Σκοτσέζος φίλος μου, ο Κεν. Παρά την συνεχή προστριβή και τους αλλεπάλληλους καυγάδες με τον Γιάννη και υμνητή του Πεσσόα, τελικά κατέληξα πως ο Πορτογάλος έχει τα κατάλληλα ερμηνευτικά κλειδιά που θα μου χαράξουν το μονοπάτι της αυτοκαταστροφής μου. Όντως, αν δεν ήταν η αποτυχία των σπουδών μου στο μεταπτυχιακό της ιστορίας στο Ρέθυμνο, δεν θα επέστρεφα για μόνιμη εγκατάσταση στο Λασίθι. Ήξερα πως ο κόλπος του Μεραμβέλλου ήταν συνδεδεμένος περί διακοπών ξεφάντωμα, αλλά ενός κακού μύρια έπονται και στην δίκη μου περίπτωση έπρεπε κάθε κύκλος να ολοκληρώνεται κυριολεκτικά σαν σπείρα, δηλαδή να τείνει μέχρι το σημείο που δεν θα γίνει φυλακή, τουτέστιν στο τσακ. Καλά να είναι ο Μαρξ που μέσω του ιστορικού και του διαλεκτικού υλισμού εξελίσσεται η ιστορία σπειροειδώς κι αυτό το σχήμα με έσωσε στην προκειμένη περίπτωση την δική μου, γιατί αλλιώς αν ακολουθούσα τον κλειστό κύκλο του Πεσσόα θα ήμουν ήδη στα θυμαράκια του νέου νεκροταφείου της μικρής τουριστικής πόλης. Δηλαδή ούτε μετά θάνατο δεν θα είχα περίοπτη θέση και άνευ θέας στη θάλασσα. Καταστροφή στο τετράγωνο κοντολογίς. Όμως, ο Γιάννης είχε δίκιο, εφόσον κι αυτός σιχαινόταν το χρήμα και όλο με δανεικά κι αγύριστα ζούσε, αφού αν και τεχνίτης, μερακλής μάγειρας με φαντασία δεν μπορούσε να υποστηρίξει την κερδοσκοπική πλευρά της δουλειάς του, ούτε φυσικά να δεχθεί την εξαρτημένη σχέση εργασίας με εργοδότες, μονοδιάστατους και ρηχούς μα κυρίως φτηνιάρηδες κομπιναδόρους. Και με το αναρχοκομμουνιστικό νιονιό του αναπόφευκτα η ζωή του στην πόλη των νεόπλουτων ήταν μια ματαιότητα που μόνο σαν να κυλάει ένα μηδενικό στον κεντρικό δρόμο από την πλατεία Βενιζέλου στ' Αστέρια, το ζαχαροπλαστείο στο λιμάνι, με αναπόφευκτη κατάληξη το μακροβούτι για το νησάκι των Αγίων Πάντων. Γιατί ακριβώς σαν ανώνυμος άγιος αυτής της πόλης μπορεί να γίνει η παρουσία του κατανοητή όπως ακριβώς και του δίδυμου Νίκου - Γρηγόρη που θα αναφερθώ παρακάτω. Χαριτολογώντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτοί οι τρεις ήταν πράγματι οι μασκότ της μικρής μας πόλης. Και αυτοί αξίζουν να μείνουν και στην ιστορία της. Έτσι λοιπόν, τελικά, διασταυρωθήκαμε ένα διάστημα με τον Γιάννη και γίναμε και συνοδοιπόροι. Γιατί δίπλα στον δικό του πεσιμισμό κολλούσε η δίκη μου αυτοκαταστροφικότητα. Αφού είχα στα χέρια μου ένα εστιατόριο και, ως ρομαντικός και αντικερδοσκόπος –να φανταστείτε–, έγινα μέλος του ΚΚΕ όταν έλαβα κι επίσημα το χρίσμα του επιχειρηματία κάτι που αγρίεψε πολλούς, μιας και η οικογένειά μου ως δεξιοπασοκοτσέπης είχε γραμμάτια στα πελατειακά δίκτυα των κομμάτων εξουσίας και οι τοπικοί δερβεναγάδες είδαν με στραβό μάτι τον αθεϊστικό και εξτρεμιστικό μου λόγο. Άσε που προτιμούσα να πληρώνω όσο όσο και να μένω άφραγκος και να δανείζομαι από τις τράπεζες και να χρωστάω στο δημόσιο και στις υπηρεσίες του παρά να υποκύψω, να κατεβάσω κεφάλι και να γλείφω εκεί που έφτυνα. Και, μάλιστα, όταν τα έσπασα και με το κόμμα και δήλωνα ανεξάρτητος κομμουνιστής ήταν ακόμα χειρότερα γιατί δεν είχα και καμία κάλυψη. Αν λοιπόν δεν ερχόταν η κρίση και το μνημόνιο του δέκα θα φυτοζωούσα και θα γινόμουν ένας γραφικός της ματσό κοινωνίας, αλλά με το διάγγελμα Γιωργάκη από Καστελόριζο ήρθε και η επιφοίτηση. Είχα δίκιο στην μαρξιστική μου ανάλυση, έρχεται, όχι μόνο καταιγίδα, σεισμός, θύελλα ή τσουνάμι. Τσου. Έρχεται κάτι εντελώς πρωτόγνωρα ισοπεδωτικό. Όποτε εκεί που ήταν να διαδεχτώ τον Ξωμερίτη ως κακέκτυπό του, τον πρώτο ζωντανό ποιητή που γνώρισα στο οικογενειακό μαγαζί στην εφηβεία μου, την έκανα με ανυποψίαστα βήματα προς την Δύση και τη Γερμανία διαθέτοντας μοναδικό σύμβουλο την διαίσθησή μου.

Θα μπορούσα να εξωραΐσω τον λαϊκό ποιητή της μικρής μας πόλης και να του φορέσω τραγιάσκα, να του βάλω λόγια σοφά κι ένα ύφος κουλτουρεμειλίχιο με μια ντουζίνα μαθητές λυκείου για συνοδεία να υποδύονται όλοι μαζί τον σύγχρονο Σωκράτη με τους μαθητές του αλλά φευ, ο Μανώλης, συνήθως το μεσημέρι, ξεκινούσε να πίνει και το απόγευμα κήρυττε. Πάντα για μια χαβούζα στα μεγάλα διαόλια του ούρλιαζε, αφού πρώτα είχε μια μαντινάδα στην τοπική εφημερίδα Ανατολή δημοσιεύσει, έχοντας περάσει την βαριά δεξιά λογοκρισία του γερόλυκου εκδότη μ' επίπλαστους ευχάριστους στίχους. Ήταν άλλος ένας πρωταγωνιστής της πλατείας των ηρώων, αφού πρώτα ξεσκόνιζε την καρέκλα του στην νομαρχία κι έριχνε τον πρωινό καυγά του με τον πασοκτζή νομάρχη. Ήταν από κείνη την πάστα των σοσιαλιστών που μίλαγαν για μια ουτοπική αναρχική σοσιαλιστική κοινωνία και έπιναν νερό στο όνομα της ιδεατής δημοκρατίας, μα πού καιρός για αερολογίες περί ιδεών όταν κατέβαιναν τα αεροπλάνα φορτωμένα τουρίστες, έτοιμα να ξεδώσουν αρκεί να τους δοθεί η ανάλογη ικανοποίηση από την παράσταση του δρόμου. Και οι ηθοποιοί της καθημερινότητας δεν ήταν άλλοι παρά οι έμποροι των κεντρικών δρόμων έτοιμοι για τα πιο γουστόζικα σκετσάκια ξεφουρνίζοντας λέξεις και φράσεις πιασάρικες από όλες τις γλώσσες της υφηλίου. Για την πλειονότητα της πρωτεύουσας του νομού, το χρήμα να ρέει και τα υπόλοιπα ανούσιες λεπτομέρειες. Εεε, λοιπόν, ο ποιητής μας σχεδόν άφραγκος από τα μέσα του μήνα, με κεφάλι σκυφτό και βλέμμα διαρκώς συνοφρυωμένο, με μια εφημερίδα στο χέρι λες κι είχε βγει από τηλεοπτική σειρά των πρώτων ετών της μεταπολίτευσης, σαν να έφερνε στον Σταύρο Παράβα αλλά στο πιο λεπτό κι άγριο, να περιφέρεται στα στενά, να κοιτά τα μαγαζιά και να κουνά επιτιμητικά το κεφάλι. Παρατηρούσε την εμμονή στο χρήμα, το πάθος για το κέρδος, λεφτά, λεφτά, λεφτά του έλεγαν τα πρόσωπα των πωλητών, πολλά λεφτά. Κι αυτός αντίτασσε σκατά, σκατά, σκατούλες όλοι για την μονάδα βιολογικού καθαρισμού. Εκδήλωνε την αηδία του απροσχημάτιστα, κατέβαζε τις κρασόκουπες και άνοιγε το λαρύγγι του. Γύριζε το μάτι του στην επίδειξη του πλούτου και τη χωριατίλα των νεόπλουτων, που η μαντάμ Σουσού φαίνονταν σαν ξωτική αγαθοβιόλικη φιγούρα μπροστά τους. Παρότι νόμιζα πως υπερέβαλε τότε, γιατί κι εγώ, αν και αμφισβητίας, έπαιζα ακόμη με το σύστημα, αντιλαμβανόμουν πως αυτό που αποκαλούσε υποκρισία και ξετσιπωσιά, εκσφενδονίζοντας μπινελίκια σε παπάδες, πολιτευτάδες, ξενοδόχους και μεσολαβητές πολλαπλών χρήσεων, εξέπεμπε μια αυθεντική απόγνωση για έναν τόπο –άλλοτε τόσο ταπεινό και καθάριο– για το καταντημά του σ' ένα τσίρκο με άκρως αγοραία λογική ακόμα και για αυτά που υποτίθεται πως δεν πωλούνταν. Ένα μεσημέρι ήρθε για να φάει και λιμπίστηκε μια τσιπούρα αλλά ήταν η κάργια η θεία μου και της είπε πως είχε μόνο πέντε ευρώ για το ψάρι κι αυτή του είπε όχι δεν παζαρεύει την τιμή, έκανε οκτώ, αν ήθελε να φάει φασολάδα κι αυτουνού έτρεχαν τα σάλια αλλά αυτή ανένδοτη, τον είχε άχτι, ως δεξιά, θρήσκεια και φραγκοφόνισσα κι αυτός σηκώθηκε κι έφυγε τσατισμένος. Τον πήρα από πίσω και του έδωσα ένα δεκάευρω από τις εισπράξεις του μαγαζιού και του είπα πήγαινε τώρα και πλήρωσε το ψάρι να το φας. Και γύρισε και αγόρασε την τσιπούρα με τα λεφτά που ανήκαν στη θεία μου ως συνέταιρος του πατέρα μου και όλο καμάρι υποκριτικό μου πλέρωνε επί τόπου το ψάρι σε μένα ως σερβιτόρος. Και το ευχαριστήθηκα τόσο πολύ γιατί έλαμπαν τα μάτια του όταν της παράγγελνε το ψάρι λέγοντάς της πως είχε βρει τα λεφτά. Ναι, πράγματι, ανάμεσα σε μένα και σ' αυτήν τη γυναίκα υπήρχε ένα άσβηστο μίσος γιατί καπέλωνα αυτήν και τα θρεφτάρια της όπου και όπως είχα την ευκαιρία. Ήταν ο άνθρωπος που μου έβαζε διαρκώς τρικλοποδιές κι εγώ γέλαγα. Τόσο γελοίες ήταν. Μια οικογένεια πιράνχας του χρήματος με γουρουνιού μούτρο στο εκκλησίασμα κάθε Κυριακής.


Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Θανάση Μυλωνά.
Το πεζογράφημα αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Γιάννη Σμίχελη Άγιος Νεόπλουτος: Διάλογος με τον Πεσσόα - Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας, που δημοσιεύτηκε σε 42 μέρη στο koukidaki.gr από τις 25 Απριλίου 2025 και κάθε Παρασκευή. Ξεκινήστε την ανάγνωση από εδώ ή συνεχίστε στο επόμενο.