John Emmans
— Παλάβωσες, καλέ μου φίλε; Τι έπαθες και φωνάζεις σαν τρελός;
— Να, κοίτα εκεί, τα αρπακτικά είναι έτοιμα να επιτεθούν, δίχως οίκτο...
— Πάψε, ανόητε. Αυτοί που δείχνεις είναι ο μανάβης, ο φούρναρης και ο κρεοπώλης.
— Ναι, μα τώρα πια έχουν μεταμορφωθεί σε πλάσματα της νύχτας, κακότροπα όντα, πλημμυρισμένα με κακία και μίσος. Δεν νοιάζονται για κανέναν άλλον παρά μόνο για τον εαυτό τους. Θέλουν να μπήξουν τους κοφτερούς κυνόδοντές τους στον λαιμό των θυμάτων τους και να ρουφήξουν μέχρι και την τελευταία ικμάδα ζωής.
— Τώρα κατάλαβα. Μιλάς αλληγορικά, περιγράφεις την σημερινή κατάσταση της κοινωνικής εξαθλίωσης, της ανθρωποφαγίας. Το χρήμα πάνω απ' όλα, ε; Πλέον έχουν χαθεί έννοιες όπως αλληλεγγύη και αλτρουισμούς. Άστα να πάνε...
— Βρικόλακες! Φοβούνται το φως και μισούν όσους μπορούν και το χαίρονται, δίχως να θανατώνονται, απολαμβάνοντας τις αναζωογονητικές θωπείες του ηλίου. Γιατί; Γιατί να υπάρχει τόση κακία σε τούτον τον αφιλόξενο πλανήτη;
— Έλα τώρα, καημένε, τι σε έπιασε και μιλάς έτσι; Μπας και είσαι πιωμένος;
— Ναι, διάολε, πιωμένος είμαι, πρόδωσα κι εγώ τα ιδανικά μου, τις άξιες που μου δίδαξαν οι γονείς μου, για να συμμετέχω στον συρφετό του σκότους πίνοντας, χωρίς τη θέλησή μου, αθώο αίμα για να κερδίσω μια ριμάδα θέση σε αυτή την διεστραμμένη κοινωνία, που μας θέλει όλους εγωιστές και υπερόπτες. Να καταναλώνουμε χωρίς φειδώ και να μένουμε, αμόρφωτοι μορφωμένοι, με κάλπικα πτυχία, χωρίς παιδεία, να περιφερόμαστε ανάμεσα στους ζωντανούς και να μισούμε όσους χαίρονται, όσους μπορούν ακόμη και αγαπούν...
— Αγάπη! Πού θυμήθηκες αυτή την παρωχημένη έννοια, πανάθεμά σε; Τώρα πια δεν υπάρχει αυτή η κόκκινη λέξη, τη θέση της έχει πάρει το «συμφέρον» και το «κέρδος». Κάπως έτσι πορεύεται η ανθρωπότητα, με μεγάλα λόγια και μικρές πράξεις.
— Τόση ασχήμια και δυστυχία... Πνίγομαι μέσα σε αυτή την άθλια παράσταση που αναγκάζομαι να δίνω κάθε μέρα πλάι σε εμετικούς κομπάρσους, που προσπαθούν με λύσσα να γίνουν πρωταγωνιστές, για να εξασφαλίσω τα προς το ζην. Κατάντησα δειλός υποκριτής, να λέω αυτά που «πρέπει» για να είμαι αρεστός, να κάνω αυτά που «πρέπει» για να μη χάσω τη δουλειά μου.
— Τι εννοείς;
— Γονάτισα μπροστά στο τέρας και υποτάχτηκα, για να μπορώ να αγοράζω πράγματα που μας έπεισαν πως είναι αναγκαία για τη ζωή μας και να έχω το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου να λέω αυτά που μου επιτρέπουν να λέω...
— Έλα, πάψε, μη μιλάς τόσο άσχημα για τον εαυτό σου. Έχεις οικογένεια, είναι λογικό να κάνεις υποχωρήσεις.
— Λογικό; Υποχωρήσεις; Να με πάρει ο διάολος, τι έχετε πάθει όλοι σας; Κάνατε το παράλογο λογικό, το ανήθικο ηθικό, ισοπεδώσατε ό,τι σας ξεβολεύει από το αποχαυνωμένο ψέμα μέσα στο οποίο έχετε χτίσει αστραφτερά παλάτια με αμέτρητους δούλους να υπηρετούν το εγώ σας. Δηλητηριάζετε τα παιδιά σας με μίσος και κακία, τα μαθαίνετε να είναι αυστηροί κριτές των άλλων αλλά όχι των ίδιων τους των εαυτών. Βλέπετε το άδικο και γυρίζετε το κεφάλι από την άλλη πλευρά για να διώξετε τις τύψεις και τις ενοχές. Δεν σας πειράζει να πάθει κακό ο άλλος, αρκεί να μην έρθει σε εσάς.
— Για μάζεψε το στόμα σου, καημένε, θαρρώ πως πολλά είπες. Και του λόγου σου δεν είσαι καλύτερος.
— Ναι, σωστά μιλάς κι εγώ ένας από δαύτους είμαι, όμως το παραδέχομαι και το βροντοφωνάζω, πως κατάντησα βρικόλακας για να μπορώ να χορεύω, καθοδηγούμενος από τα χαλινάρια των αφεντάδων, στον συρφετό του παραλόγου. Συμφωνείς, «φίλε»;
— Σε τι να συμφωνώ;
(Γελάει με στόμφο.)
— Με συγχωρείς που γελάω αλλά όλο αυτό μου φαίνεται τόσο γελοίο. Εμείς οι δύο, χρόνια τώρα, προσποιούμαστε τους καλούς, τους φίλους, πιστεύουμε πως διαφέρουμε από τους άλλους αλλά στην πραγματικότητα κοροϊδεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό γιατί, στην πραγματικότητα, είμαστε κι εμείς βρικόλακες. Συμφωνείς, «φίλε»;
— Για εμένα τούτα τα υπονοούμενα; Μίλα καθαρά, θεωρείς κι εμένα βρικόλακα;
— Ο, δεν ξέρω. Εσύ πες μου, τι είναι αυτός που ποθεί τη γυναίκα του φίλου του, που πλαγιάζει μαζί της; Αυτός που γκρεμίζει ένα σπιτικό, κάνοντάς την ερωμένη του, τη γυναίκα του φίλου του, να ξεστομίζει στον άντρα της λέξεις όπως... διαζύγιο!
— Τι πράγμα;
(Επικρατεί σιωπή για μερικές στιγμές. Κάτι ακαθόριστα εχθρικό και αμήχανο τυλίγει τους δύο άντρες.)
— Θέλεις να συνεχίσω, «φίλε»; Πώς ονομάζεται αυτός που συκοφαντεί άδικα τον συνάδελφό του, τον φίλο του, που να πάρει η ευχή, στον προϊστάμενο, περιμένοντας υπομονετικά να πάρει τη θέση του;
— Δεν θα μου χρεώσεις την δική σου έλλειψη διορατικότητας. Ας πρόσεχες, ας ήσουν ικανός να κρατήσεις τη θέση σου.
— Το ίδιο και τη σύζυγό μου, ε;
— Ώστε στο είπε; Κοίτα, εγώ...
— Εσύ, εκείνη... το ίδιο είστε. Καταραμένες ψυχές, έρμαια του σαγηνευτικού εγώ, θύματα της υλιστικής αποχαύνωσης, αρπακτικά, έτοιμα να δαγκώσουν την ευτυχία ενός ανόητου ανθρωπάκου και να πιουν λαίμαργα το αίμα του για να τον βγάλουν από τη μέση.
— Δεν το θέλαμε. Έγινε εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα.
— Και; Θαρρείς πως αυτό κάνει τον πόνο λιγότερο οδυνηρό; Πώς τολμάς και στέκεσαι ενώπιών μου με αυτή την θριαμβευτική έκφραση του νικητή; Δεν νιώθεις τύψεις που πετάς στα σκουπίδια τη φιλία μας;
— Η ζωή είναι μια αέναη φάρσα, ένα σαδιστικό παιχνίδι που κερδίζει πάντα ο πιο δυνατός. Σου το είπα πολλές φορές, όμως εσύ ήθελες να ζεις στα σύννεφα, χαμένος στο «κι έζησαν αυτοί καλά», μόνο που στο «κι εμείς καλυτέρα» δεν έχεις συμπεριληφθεί κι εσύ.
— Είσαι αδίστακτος. Ένας ψυχρός καιροσκόπος.
(Ο εραστής βάζει το χέρι στην τσέπη του. Κάτι κραδαίνει.)
— Η ζωή με έκανε έτσι.
— Όχι, «φίλε». Πάψε να λες χυδαίες δικαιολογίες. Εμείς κάναμε τη ζωή έτσι...
— Όπως νομίζεις. Η αναδιαμόρφωση των λέξεων δεν αλλάζει κάτι.
— Κι όμως, αλλάζει, με διαφοροποιεί από εσένα. Έστω και τώρα μπορώ να λέω πως είμαι άνθρωπος ενώ εσύ είσαι...
— Νομίζω πως αρκετά είπαμε.
— Ναι κι εγώ αυτό νομίζω. Βλέπω στα κόκκινα μάτια σου την υπεροχή, στους σουβλερούς κυνόδοντές σου την αποφασιστικότητα. Εμπρός, τι περιμένεις; Σκότωσέ με γρήγορα κι έπειτα χάσου μέσα στο σκοτάδι. Άλλωστε αυτό δεν θέλετε εσύ και η γυναίκα μου; Την περιουσία μου! Αυτό το γλίσχρο κομμάτι γης και τα μετρητά που με κόπο μάζεψα όλα αυτά τα χρόνια.
— Λυπάμαι, εγώ κι εκείνη είμαστε...
— Ναι, ξέρω, βρικόλακες...
Copyright © John Emmans All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε ψηφιακό έργο του Eric Brenner [Scorpion]