Τα έργα των θεατρικών συγγραφέων δεν έχουν όλα την ίδια τύχη και την ίδια πορεία μέσα στον χρόνο, άλλες φορές όμως ο χρόνος είναι αυτός που δίνει τη δικαίωση. Αυτό έγινε και στην περίπτωση του Πλατόνοφ, του ιδιοφυή Τσέχωφ.
Υπάρχει μια ιστορία για το έργο αυτό αφού ο συγγραφέας του δοκίμασε μια τεράστια απογοήτευση. Το έγραψε κατά παραγγελία πριν τα μεγάλα έργα του (Ιβάνοφ, Θείος Βάνιας, Τρεις αδελφές, Βυσσινόκηπος) για λογαριασμό της ταλαντούχας και πολλά υποσχόμενης τότε ηθοποιού Μαρία Γερμόλοβα, η οποία όταν το διάβασε το απέρριψε μην δίνοντας την παραμικρή εξήγηση στον Τσέχωφ. Ο αδελφός του Μιχαήλ Παύλοβιτς αναφέρει σχετικά: «Ο αδελφός μου έδωσε το γράμμα στην μεγάλη ηθοποιό η οποία το απέρριψε. Τελικά ο Τσέχωφ έσκισε το χειρόγραφο. Το μάζεψα κομμάτι κομμάτι.». Αναφέρει σχετικά η Έλσα Τριολέ, η ποιήτρια και μεταφράστρια του Τσέχωφ στα γαλλικά: «Το έργο σώθηκε επειδή ο αδελφός του το αντέγραψε.». Ο ίδιος, ο αδελφός του Μιχαήλ Παύλοβιτς αναφέρει: «Αντέγραψα αυτό το δράμα και από συγκίνηση είχα ρίγη στην πλάτη. Σήμερα καταλαβαίνω πως θα πρέπει να ήταν κάτι το βαρύτατα ογκώδες αλλά σε μένα φαινόταν το άκρον άωτο της τελειότητας.». Συνεχίζει η Τριολέ: «Το χειρόγραφο που έχουμε τώρα είναι από το χέρι του συγγραφέα. Το γράψιμο είναι καθαρό, λεπτό και αρκετά "σφιχτό". Όπως έγραφε ο Τσέχωφ όταν ήταν είκοσι ετών. Το χειρόγραφο φέρνει πολυάριθμες τροποποιήσεις, κυρίως ευρύτατες περικοπές, καμωμένες σε διαφορετικές εποχές. Μπορεί κανείς να τις παρακολουθήσει διαφορετικά: στην αρχή είναι με μπλε μολύβι, ύστερα με μαύρο, τέλος με αχνό μελάνι. Στη γέννησή του, το έργο ήταν τουλάχιστον διπλάσιο σε έκταση.». Καλός συγγραφέας δεν είναι αυτός που γράφει καλά αλλά αυτός που σκίζει τα κακά, θα έλεγε αργότερα ο ίδιος ο Τσέχωφ.
Στον Πλατόνοφ μάς εισάγει στον κόσμο και στην ατμόσφαιρα που θα δούμε και στα ωριμότερα έργα της δραματουργίας του. Ένας αποτυχημένος δάσκαλος, που δεν μπορεί να εκτιμήσει τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει, επειδή τον θεωρεί ψεύτικο, όπως ακριβώς ψεύτικο θεωρεί και τον ίδιο του τον εαυτό επειδή ανήκει μέσα σε αυτή την κοινωνία. Έτσι, η μόνη του λύση είναι το ποτό, που μέσα σε αυτό βρίσκει την παροδική λύτρωση... μέχρι η Σοφία Γιεγκόροβα να του προσφέρει την αιώνια λύτρωση, σκοτώνοντας τον.
Καθώς το έργο άργησε να βγει στο προσκήνιο, ο Τσέχωφ δεν μπορέσει να δει την σκηνική του αναδημιουργία. Η πρώτη παγκόσμια παρουσίαση έγινε στις 17 Μαΐου του 1956 από το Εθνικό Λαϊκό θέατρο του Παρισιού. Ανέβηκε στη γνωστή διασκευή του Ζαν Βιλάρ ο οποίος το είχε τιτλοφορήσει Αυτός ο τρελός Πλατόνοφ. Την επόμενη χρονιά (το 1957) ανέβηκε στην Σοβιετική Ένωση στο θέατρο Πούσκιν. Το 1984 το παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου και το 1997 ανέβηκε από το θέατρο Μάλι της Αγίας Πετρούπολης.
Αν και δεν μπορεί να σταθεί ισάξια στα άλλα του έργα, καταφέρνει ωστόσο να μας αποκαλύψει το ταλέντο και την δραματουργική σπίθα στο πρώτο μεγάλο έργο του μετέπειτα κορυφαίου Ρώσου δραματουργού. Ο ήρωας συγκρούεται με τον ίδιο του τον εαυτό και η κατάστασή του ξεκινάει από τον ψυχισμό του – όπως θα συμβεί στα όψιμα έργα που θα γράψει αργότερα.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το ετήσιο περιοδικό Θέατρο του Θεόδωρου Κρίτα καθώς επίσης και από το περιοδικό Θέατρο του Κώστα Νίτσου.
Επίσης: Ένα πρόσφατο ανέβασμα του Πλατόνοφ στη χώρα μας κι ένα ακόμα από τον Νίκο Καμτσή.



