Όταν το καράβι μου αναδύθηκε από τους πιο σκοτεινούς ωκεανούς ήταν ολοφάνερο πως είχα χάσει το πιο σημαντικό που είχα, ακόμα και από τη ζωή μου. Εκείνη.
Δεν ήταν μόνο το πλοίο μου που βολόδερνε στις άγριες σκοτεινές θάλασσες μέσα στις σκιές της αβύσσου, που απλώνονταν σαν πλοκάμια γύρω μου, αλλά μαζί με αυτά υπήρχε και η κατάρα μου να την βρω. Με είχε ακολουθήσει σαν συνταξιδιώτης στο κατάστρωμα κάνοντας το τοπίο να μοιάζει βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες καθώς εγώ και το ταλαιπωρημένο μου σκαρί περιπλανιόμασταν μέσα σε μια θάλασσα ματαιότητας. Οι άνεμοι σφυροκοπούσαν χωρίς έλεος και η ελπίδα δεν έδινε αέρα στα πανιά μου. Στη σκέψη μου είχα μόνο τη μορφή της να με οδηγεί μέσα στις τρικυμίες και τον χαλασμό. Ενός άστρου που άφηνε τα χνάρια του σαν λάμψη στη σκοτεινή ψυχή μου.